Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 32


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Laban se leva de bon matin, il embrassa ses fils et ses filles, les bénit et s’en retourna. C’est ainsi que Laban retourna chez lui.1 Και απηλθεν ο Ιακωβ εις την οδον αυτου? και συνηντησαν αυτον οι αγγελοι του Θεου.
2 Jacob continua son chemin et les anges de Dieu le rencontrèrent.2 Και οτε ειδεν αυτους ο Ιακωβ ειπε, Στρατοπεδον Θεου ειναι τουτο? και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου, Μαχαναιμ.
3 Lorsqu’il les vit, Jacob s’écria: “C’est un camp de Dieu!” C’est pourquoi il donna à cet endroit le nom de Double Camp.3 Και απεστειλεν ο Ιακωβ μηνυτας εμπροσθεν αυτου προς Ησαυ τον αδελφον αυτου εις την γην Σηειρ, εις τον τοπον του Εδωμ.
4 Jacob envoya des messagers devant lui vers son frère Ésaü, à Séïr dans la campagne d’Édom.4 Και παρηγγειλεν εις αυτους, λεγων, ουτω θελετε ειπει προς τον κυριον μου τον Ησαυ, Ουτω λεγει ο δουλος σου Ιακωβ, μετα του Λαβαν παρωκησα, και διεμεινα εως του νυν?
5 Il leur donna cet ordre: “Vous parlerez ainsi à mon seigneur Ésaü: Voici ce que ton serviteur Jacob te fait dire: J’ai séjourné chez Laban et je m’y suis attardé jusqu’à maintenant.5 και απεκτησα βοας και ονους προβατα και δουλους και δουλας? και απεστειλα να αναγγειλω προς τον κυριον μου, δια να ευρω χαριν εμπροσθεν σου.
6 J’y ai acquis des bœufs et des ânes, du petit bétail, des serviteurs et des servantes. J’ai donc envoyé mes gens pour te l’annoncer et trouver ainsi grâce à tes yeux.”6 Και επεστρεψαν οι μηνυται προς τον Ιακωβ, λεγοντες, Υπηγαμεν προς τον αδελφον σου τον Ησαυ, και μαλιστα ερχεται εις συναντησιν σου, και τετρακοσιοι ανδρες μετ' αυτου.
7 Les messagers revinrent vers Jacob en disant: “Nous avons rejoint ton frère Ésaü; il marche à ta rencontre avec 400 hommes.”7 Εφοβηθη δε ο Ιακωβ σφοδρα και ητο εν αμηχανια? και διηρεσε τον λαον, τον μεθ' αυτου, και τα ποιμνια και τους βοας και τας καμηλους, εις δυο ταγματα?
8 Jacob eut alors très peur et il fut saisi d’angoisse. Il partagea en deux camps les gens qui étaient avec lui, ainsi que le petit et le gros bétail; il fit de même pour les chameaux.8 λεγων, Εαν ελθη ο Ησαυ εις το εν ταγμα και παταξη αυτο, το επιλοιπον ταγμα θελει διασωθη.
9 Car il se disait: “Si Ésaü rejoint un camp et l’attaque, l’autre pourra s’échapper.”9 Και ειπεν ο Ιακωβ, Θεε του πατρος μου Αβρααμ και Θεε του πατρος μου Ισαακ, Κυριε, οστις ειπας προς εμε? Επιστρεψον εις την γην σου και εις την συγγενειαν σου και θελω σε αγαθοποιησει?
10 Jacob dit alors: “Dieu de mon père Abraham et Dieu de mon père Isaac, ô Yahvé, toi qui m’as dit: Retourne dans ton pays et dans ta patrie et je te ferai du bien,10 πολυ μικρος ειμαι ως προς παντα τα ελεη και πασαν την αληθειαν τα οποια εκαμες εις τον δουλον σου? διοτι με την ραβδον μου διεβην τον Ιορδανην τουτον, και τωρα εγεινα δυο ταγματα?
11 je suis trop peu de chose pour mériter toutes tes faveurs et toute la fidélité que tu as montrées à ton serviteur. Je n’avais en effet que ce bâton lorsque j’ai traversé ce Jourdain, et maintenant, j’ai de quoi former deux camps.11 σωσον με, δεομαι σου, εκ της χειρος του αδελφου μου, εκ της χειρος του Ησαυ? διοτι φοβουμαι αυτον, μηπως ελθων παταξη εμε και την μητερα επι τα τεκνα?
12 Délivre-moi de la main de mon frère, de la main d’Ésaü, car j’ai peur qu’il ne vienne et nous frappe, la mère avec les enfants.12 συ δε ειπας, Βεβαια θελω σε αγαθοποιησει, και θελω καταστησει το σπερμα σου ως την αμμον της θαλασσης, ητις εκ του πληθους δεν δυναται να αριθμηθη.
13 Or c’est toi qui m’as dit: Je te ferai du bien et je rendrai ta descendance comme le sable de la mer: le nombre en sera tel qu’on ne pourra le compter.”13 Και εκοιμηθη εκει την νυκτα εκεινην? και ελαβεν εκ των οσα ετυχον εν τη χειρι αυτου, δωρον προς Ησαυ τον αδελφον αυτου?
14 Et Jacob passa la nuit en cet endroit. Jacob prit sur ses biens de quoi faire un cadeau à son frère Ésaü:14 αιγας διακοσιας και τραγους εικοσι, προβατα διακοσια και κριους εικοσι,
15 200 chèvres et 20 boucs, 200 brebis et 20 béliers,15 καμηλους θηλαζουσας μετα των τεκνων αυτων τριακοντα, δαμαλια τεσσαρακοντα και ταυρους δεκα, ονους θηλυκας εικοσι και πωλαρια δεκα.
16 30 chamelles qui allaitaient, avec leurs petits, 40 vaches et 10 taureaux, 20 ânesses et 10 ânons.16 Και παρεδωκεν εις τας χειρας των δουλων αυτου, εκαστον ποιμνιον χωριστα? και ειπε προς τους δουλους αυτου, Περασατε εμπροσθεν μου και αφησατε διαστημα μεταξυ ποιμνιου και ποιμνιου.
17 Il confia chaque troupeau séparément à l’un de ses serviteurs, puis il leur dit: “Passez devant moi et laissez un espace après chaque troupeau.”17 Και εις τον πρωτον παρηγγειλε, λεγων, Οταν σε συναντηση Ησαυ ο αδελφος μου, και σε ερωτηση λεγων, Τινος εισαι; και που υπαγεις; και τινος ειναι ταυτα, τα οποια εχεις εμπροσθεν σου;
18 Au premier il donna cet ordre: “Quand mon frère Ésaü te rencontrera, il te posera la question: À qui appartiens-tu et où vas-tu? À qui appartient ce que tu as là?18 τοτε θελεις ειπει, Ταυτα ειναι του δουλου σου του Ιακωβ, δωρα στελλομενα προς τον κυριον μου Ησαυ? και ιδου, και αυτος οπισω ημων.
19 Alors tu répondras: Tout appartient à ton serviteur Jacob. C’est un cadeau qu’il envoie à mon seigneur Ésaü, lui-même arrive derrière nous.”19 ουτω παρηγγειλε και εις τον δευτερον, και εις τον τριτον και εις παντας τους ακολουθουντας οπισω των ποιμνιων, λεγων, κατα τους λογους τουτους θελετε λαλησει προς τον Ησαυ, οταν ευρητε αυτον?
20 Il donna également ses instructions au deuxième, puis au troisième, bref, à tous ceux qui accompagnaient les troupeaux. Il leur disait: “Voilà comment vous parlerez à Ésaü quand vous le rencontrerez,20 και θελετε ειπει, Ιδου, οπισω ημων και αυτος ο δουλος σου Ιακωβ. Διοτι ελεγε, Θελω εξιλεωσει το προσωπον αυτου με το δωρον, το προπορευομενον εμπροσθεν μου? και μετα ταυτα θελω ιδει το προσωπον αυτου? ισως θελει με δεχθη.
21 vous lui direz: Ton serviteur Jacob arrive tout de suite derrière nous.” Il pensait en effet: “Le cadeau que j’envoie devant moi l’apaisera et je pourrai alors le regarder en face. Peut-être me fera-t-il bon accueil.”21 Το δωρον λοιπον επερασεν εμπροσθεν αυτου? αυτος δε εμεινε την νυκτα εκεινην εν τω στρατοπεδω.
22 Il envoya donc le cadeau en avant de lui. Quant à lui, il passa cette nuit-là dans le camp.22 Σηκωθεις δε την νυκτα εκεινην, ελαβε τας δυο γυναικας αυτου και τας δυο θεραπαινας αυτου και τα ενδεκα παιδια αυτου και διεβη το περασμα του Ιαβοκ.
23 Durant la nuit il alla prendre ses deux femmes et ses deux servantes ainsi que les onze enfants pour passer le gué du Yabok.23 Και ελαβεν αυτους και διεβιβασεν αυτους τον χειμαρρον? διεβιβασε και τα υπαρχοντα αυτου.
24 Après les avoir pris et leur avoir fait passer le torrent, il fit passer tout ce qu’il avait.24 Ο δε Ιακωβ εμεινε μονος? και επαλαιε μετ' αυτου ανθρωπος εως τα χαραγματα της αυγης?
25 Et Jacob resta seul. Quelqu’un lutta avec lui jusqu’au lever du jour.25 ιδων δε οτι δεν υπερισχυσε κατ' αυτου, ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου αυτου? και μετετοπισθη η αρθρωσις του μηρου του Ιακωβ, ενω επαλαιε μετ' αυτου.
26 Voyant qu’il ne pouvait dominer Jacob, il le toucha à l’articulation de la hanche, et la hanche de Jacob se démit tandis qu’il luttait avec lui.26 Ο δε ειπεν, Αφες με να απελθω, διοτι εχαραξεν η αυγη. Και αυτος ειπε, δεν θελω σε αφησει να απελθης, εαν δεν με ευλογησης.
27 L’autre lui dit: “Laisse-moi partir, car le jour se lève.” Mais Jacob répondit: “Je ne te laisserai pas partir avant que tu ne m’aies donné la bénédiction.”27 Και ειπε προς αυτον, Τι ειναι το ονομα σου; Ο δε ειπεν, Ιακωβ.
28 L’autre lui dit: “Quel est ton nom?” Il répondit: “Jacob.”28 Και εκεινος ειπε, Δεν θελει καλεσθη πλεον το ονομα σου Ιακωβ, αλλα Ισραηλ? διοτι ενισχυσας μετα Θεου, και μετα ανθρωπων θελεις εισθαι δυνατος.
29 L’autre lui dit: “On ne t’appellera plus Jacob, mais Israël, car tu as lutté avec Dieu comme avec les hommes, et tu as eu le dessus.”29 Ηρωτησε δε ο Ιακωβ λεγων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, το ονομα σου. Ο δε ειπε, Δια τι ερωτας το ονομα μου; Και ευλογησεν αυτον εκει.
30 Jacob l’interrogea et lui dit: “Révèle-moi ton nom.” Il répondit: “Pourquoi demandes-tu mon nom?” Mais là, il le bénit.30 Και εκαλεσεν Ιακωβ το ονομα του τοπου εκεινον Φανουηλ, λεγων, Διοτι ειδον τον Θεον προσωπον προς προσωπον, και εφυλαχθη η ζωη μου.
31 Jacob donna à ce lieu le nom de Pénuel car, dit-il: “J’ai vu Dieu face à face et j’ai eu la vie sauve.”31 Και ανετειλεν ο ηλιος επ' αυτου, καθως διεβη το Φανουηλ? εχωλαινε δε κατα τον μηρον αυτου.
32 Le soleil était déjà haut quand il passa Pénuel, et lui allait, boitant de la hanche.32 Δια τουτο μεχρι της σημερον δεν τρωγουσιν οι υιοι του Ισραηλ τον ναρκωθεντα μυωνα, οστις ειναι επι της αρθρωσεως του μηρου? διοτι εκεινος ηγγισε την αρθρωσιν του μηρου του Ιακωβ κατα τον μυωνα τον ναρκωθεντα.
33 C’est pourquoi les fils d’Israël ne mangent pas jusqu’à ce jour le nerf sciatique qui est à l’articulation de la hanche, car c’est à l’articulation de la hanche que Jacob fut touché, au nerf sciatique.