Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 21


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Yahvé visita Sara comme il l’avait dit et il accomplit envers elle sa promesse.1 Και επεσκεφθη ο Κυριος την Σαρραν, ως ειπε? και εκαμεν ο Κυριος εις την Σαρραν, ως ελαλησε.
2 Sara conçut, elle donna un fils à Abraham en sa vieillesse, au temps marqué par Dieu.2 Και συνελαβεν η Σαρρα, και εγεννησεν εις τον Αβρααμ υιον εν τω γηρατι αυτου? κατα τον καιρον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Θεος.
3 Abraham donna le nom d’Isaac à ce fils qui lui était né de Sara.3 Και εκαλεσεν ο Αβρααμ το ονομα του υιου αυτου, του γεννηθεντος εις αυτον, τον οποιον η Σαρρα εγεννησεν εις αυτον, Ισαακ.
4 Lorsque son fils Isaac fut âgé de huit jours, Abraham le circoncit selon l’ordre de Dieu.4 Περιετεμε δε ο Αβρααμ τον υιον αυτου Ισαακ την ογδοην ημεραν, ως προσεταξεν εις αυτον ο Θεος.
5 À la naissance de son fils Isaac, Abraham avait déjà 100 ans.5 Ητο δε ο Αβρααμ εκατον ετων, οτε εγεννηθη εις αυτον Ισαακ ο υιος αυτου.
6 Sara dit alors: “Dieu m’a bien donné l’occasion de rire, et ceux qui l’apprendront riront aussi à mon sujet.”6 Και ειπεν η Σαρρα, Ο Θεος με εκαμε να γελω? οστις ακουση, θελει γελα μετ' εμου.
7 Elle ajouta: “Qui aurait dit à Abraham: Sara allaitera des fils? Et pourtant je lui ai donné un fils dans sa vieillesse.”7 Και ειπε, Τις ηθελεν ειπει προς τον Αβρααμ, οτι ηθελε θηλασει τεκνα η Σαρρα; επειδη εγεννησα υιον εν τω γηρατι αυτου.
8 L’enfant grandit et fut sevré. Abraham fit un grand festin le jour où Isaac fut sevré.8 Το δε παιδιον ηυξησε και απεγαλακτισθη? και εκαμεν ο Αβρααμ μεγα συμποσιον, καθ' ην ημεραν απεγαλακτισθη ο Ισαακ.
9 À cette occasion Sara vit comment le fils de l’Égyptienne Agar, le fils qu’elle avait donné à Abraham, s’amusait de son fils Isaac.9 Και ειδεν η Σαρρα τον υιον της Αγαρ της Αιγυπτιας, τον οποιον εγεννησεν εις τον Αβρααμ, περιγελωντα τον Ισαακ.
10 Elle dit à Abraham: “Chasse-moi cette servante et son fils; le fils de cette servante ne doit pas hériter avec le mien, avec Isaac.”10 Και ειπε προς τον Αβρααμ, Διωξον την δουλην ταυτην και τον υιον αυτης? διοτι δεν θελει κληρονομησει ο υιος της δουλης ταυτης μετα του υιου μου, του Ισαακ.
11 Cela déplut beaucoup à Abraham, parce que c’était son garçon.11 Εφανη δε σκληρον σφοδρα το πραγμα εις τους οφθαλμους του Αβρααμ περι του υιου αυτου.
12 Mais Dieu dit à Abraham: “Ne te tourmente pas au sujet de ton garçon et de ta servante. Fais donc tout ce que Sara te demande, car c’est le nom d’Isaac que portera ta descendance.12 Και ειπεν ο Θεος προς τον Αβρααμ, Ας μη φανη σκληρον εις τους οφθαλμους σου περι του παιδιου και περι της δουλης σου? κατα παντα οσα ειπη προς σε η Σαρρα, ακουε τους λογους αυτης? διοτι εν τω Ισαακ θελει κληθη εις σε σπερμα?
13 Mais je ferai que le fils de ta servante devienne lui aussi une nation puisqu’il est de ta descendance.”13 και τον υιον δε της δουλης εις εθνος θελω καταστησει αυτον? διοτι ειναι σπερμα σου.
14 Abraham se leva de bon matin, il prit du pain et une outre d’eau et les donna à Agar. Il mit ensuite l’enfant sur son épaule et la renvoya. Elle partit alors à l’aventure dans le désert de Bersabée.14 Σηκωθεις δε ο Αβρααμ ενωρις το πρωι, ελαβεν αρτους και ασκον υδατος και εδωκεν εις την Αγαρ, επιθεσας αυτα επι τον ωμον αυτης, και το παιδιον, και απεπεμψεν αυτην. Η δε αναχωρησασα περιεπλανατο εν τη ερημω Βηρ-σαβεε.
15 Lorsqu’il n’y eut plus d’eau dans l’outre, elle abandonna l’enfant sous un buisson15 Και αφου ετελειωσε το υδωρ απο του ασκου, ερριψε το παιδιον υποκατω ενος θαμνου?
16 et s’assit à la distance d’une portée d’arc. Elle se disait: “Je ne veux pas voir mourir mon enfant!” Comme elle allait s’asseoir en face, l’enfant commença à pleurer et à crier.16 και ελθουσα εκαθισεν απεναντι, μακραν εως τοξου βολης? διοτι ειπε, να μη ιδω τον θανατον του παιδιου. Και εκαθισεν απεναντι και υψωσε την φωνην αυτης και εκλαυσεν.
17 Dieu entendit la voix de l’enfant et l’Ange de Dieu, du haut du ciel, appela Agar. Il lui dit: “Qu’as-tu, Agar? N’aie pas peur, Dieu a entendu la voix de l’enfant, de l’endroit où il se trouve.17 Εισηκουσε δε ο Θεος την φωνην του παιδιου? και εφωνησεν αγγελος Θεου προς την Αγαρ εκ του ουρανου, και ειπε προς αυτην, Τι εχεις, Αγαρ; μη φοβου? διοτι ηκουσεν ο Θεος την φωνην του παιδιου εκ του τοπου ενθα κειται?
18 Lève-toi, prends ton enfant et tiens-le ferme de la main. Je ferai de lui une grande nation.”18 σηκωθητι, λαβε το παιδιον, και κρατει αυτο με την χειρα σου? διοτι θελω καταστησει αυτο εις εθνος μεγα.
19 Alors Dieu lui ouvrit les yeux et elle aperçut un puits. Elle alla remplir d’eau son outre et fit boire l’enfant.19 Και ηνοιξεν ο Θεος τους οφθαλμους αυτης, και ιδουσα φρεαρ υδατος υπηγε και εγεμισε τον ασκον υδωρ και εποτισε το παιδιον.
20 Dieu veilla sur la croissance de cet enfant; il séjourna au désert et devint tireur à l’arc.20 Και ητο ο Θεος μετα του παιδιου, και ηυξησε, και κατωκησεν εν τη ερημω και εγεινε τοξοτης.
21 Il séjourna au désert de Paran et sa mère prit pour lui une femme au pays d’Égypte.21 Και κατωκησεν εν τη ερημω Φαραν? και η μητηρ αυτου ελαβεν εις αυτον γυναικα εκ γης Αιγυπτου.
22 En ces jours-là, Abimélek et Pikol, le chef de son armée, vinrent trouver Abraham et lui dirent: “Dieu est avec toi dans tout ce que tu fais.22 Κατ' εκεινον δε τον καιρον ο Αβιμελεχ, μετα του Φιχολ αρχιστρατηγου της δυναμεως αυτου, ειπε προς τον Αβρααμ, λεγων, Ο Θεος ειναι μετα σου εις παντα οσα πραττεις?
23 Jure-moi donc maintenant sur Dieu, de ne tromper ni moi, ni ma famille, ni ma descendance, et d’avoir pour moi et pour ce pays où tu séjournes la même attitude bienveillante que j’ai eue pour toi.”23 τωρα λοιπον ομοσον προς εμε εδω εις τον Θεον, οτι δεν θελεις ψευσθη προς εμε, ουτε προς τον υιον μου, ουτε προς τους εγγονους μου? αλλα κατα το ελεος, το οποιον εκαμα εις σε, θελεις καμει εις εμε, και εις την γην οπου παρωκησας.
24 Abraham répondit: “Je le jure.”24 Και ειπεν ο Αβρααμ, Εγω θελω ομοσει.
25 Cependant Abraham fit des reproches à Abimélek au sujet d’un puits que les serviteurs d’Abimélek avaient pris.25 Και ελεγξεν ο Αβρααμ τον Αβιμελεχ δια το φρεαρ του υδατος, το οποιον αφηρπασαν οι δουλοι του Αβιμελεχ.
26 Abimélek répondit: “Je ne sais pas qui a fait cela; tu ne m’as rien dit jusqu’à ce jour, et moi de mon côté je n’en savais rien.”26 Και ειπεν ο Αβιμελεχ, Δεν εξευρω τις επραξε το πραγμα τουτο? και ουτε συ με εφανερωσας και ουτε εγω ηκουσα, ειμη σημερον.
27 Abraham prit du petit bétail et du gros bétail, il les donna à Abimélek et tous deux conclurent une alliance.27 Και λαβων ο Αβρααμ προβατα και βοας, εδωκεν εις τον Αβιμελεχ? και εκαμον αμφοτεροι συνθηκην.
28 Sur le petit bétail, Abraham mit de côté sept brebis.28 Και εβαλεν ο Αβρααμ κατα μερος επτα θηλυκα αρνια του ποιμνιου.
29 Abimélek lui demanda donc: “Pourquoi as-tu mis ces sept brebis de côté?”29 Και ειπεν ο Αβιμελεχ προς τον Αβρααμ, Τι ειναι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια, τα οποια εβαλες κατα μερος;
30 Abraham répondit: “C’est pour que tu acceptes de ma main ces sept brebis et qu’elles soient un témoignage que c’est bien moi qui ai creusé ce puits.”30 Ο δε ειπεν, Οτι ταυτα τα επτα θηλυκα αρνια θελεις λαβει εκ της χειρος μου, δια να ηναι εις εμε εις μαρτυριον οτι εγω εσκαψα το φρεαρ τουτο.
31 C’est pourquoi on a appelé cet endroit Bersabée (c’est-à-dire: Puits des Sept ou encore: Puits du Serment), car c’est là qu’ils avaient tous les deux prêté serment.31 δια τουτο ωνομασε τον τοπον εκεινον, Βηρ-σαβεε? διοτι εκει ωμοσαν αμφοτεροι.
32 Ils conclurent donc une alliance à Bersabée, puis Abimélek et Pikol, le chef de son armée, se levèrent et retournèrent au pays des Philistins.32 Και εκαμον συνθηκην εν Βηρ-σαβεε. Εσηκωθη δε ο Αβιμελεχ και Φιχολ ο αρχιστρατηγος της δυναμεως αυτου, και επεστρεψαν εις την γην των Φιλισταιων.
33 Abraham planta un arbre à Bersabée et il y invoqua le nom de Yahvé, le Dieu éternel.33 Και εφυτευσεν ο Αβρααμ δρυμον εν Βηρ-σαβεε? και επεκαλεσθη εκει το ονομα του Κυριου, του αιωνιου Θεου.
34 Abraham séjourna longtemps encore au pays des Philistins.34 Παρωκησε δε ο Αβρααμ εν τη γη των Φιλισταιων ημερας πολλας.