Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Livre de Néhémie 2


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Au mois de Nisan, la vingtième année du roi Artaxerxès, comme j'étais chargé du vin, je pris le vinet l'offris au roi. Je n'avais, auparavant, jamais été triste.1 Και εν τω μηνι Νισαν, εν τω εικοστω ετει Αρταξερξου του βασιλεως, ητο οινος εμπροσθεν αυτου? και λαβων τον οινον, εδωκα εις τον βασιλεα. Ποτε δε δεν ειχον σκυθρωπασει ενωπιον αυτου.
2 Aussi le roi me dit-il: "Pourquoi ce triste visage? Tu n'es pourtant pas malade? Non, c'estassurément une affliction du coeur!" Je fus pris d'une vive appréhension2 Οθεν ο βασιλευς ειπε προς εμε, Δια τι το προσωπον σου ειναι σκυθρωπον, ενω συ αρρωστος δεν εισαι; τουτο δεν ειναι ειμη λυπη καρδιας. Τοτε εφοβηθην πολυ σφοδρα.
3 et dis au roi: "Que le roi vive à jamais! Comment mon visage ne serait-il pas triste quand la villeoù sont les tombeaux de mes pères est en ruines et ses portes dévorées par le feu?"3 Και ειπα προς τον βασιλεα, Ζητω ο βασιλευς εις τον αιωνα? δια τι το προσωπον μου να μη ηναι σκυθρωπον, ενω η πολις, ο τοπος των ταφων των πατερων μου, κειται ηρημωμενος, και αι πυλαι αυτης κατηναλωμεναι υπο του πυρος;
4 Et le roi de me dire: "Quelle est donc ta requête?" J'invoquai le Dieu du ciel4 Τοτε ο βασιλευς ειπε προς εμε, Περι τινος καμνεις συ αιτησιν; Και προσηυχηθην εις τον Θεον του ουρανου.
5 et répondis au roi: "S'il plaît au roi et que tu sois satisfait de ton serviteur, laisse-moi aller en Juda,dans la ville des tombeaux de mes pères, que je la reconstruise."5 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, και εαν ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, να με πεμψης εις τον Ιουδαν, εις την πολιν των ταφων των πατερων μου, και να ανοικοδομησω αυτην.
6 Le roi me demanda - la reine était alors assise à ses côtés -: "Jusques à quand durera ton voyage?Quand reviendras-tu?" Je lui fixai une date, qui convint au roi, et il m'autorisa à partir.6 Και ειπεν ο βασιλευς προς εμε, καθημενης πλησιον αυτου της βασιλισσης, Ποσον μακρα θελει εισθαι η πορεια σου; και ποτε θελεις επιστρεψει; Και ευηρεστηθη ο βασιλευς και με επεμψε? και εδωκα εις αυτον προθεσμιαν.
7 Je dis encore au roi: "S'il plaît au roi, qu'on me donne des lettres pour les gouverneurs deTranseuphratène, afin qu'ils me laissent passer jusqu'à ce que j'arrive en Juda;7 Και ειπα προς τον βασιλεα, Εαν ηναι αρεστον εις τον βασιλεα, ας μοι δοθωσιν επιστολαι προς τους περαν του ποταμου επαρχους, δια να με συμπαραπεμψωσιν, εωσου ελθω εις τον Ιουδαν?
8 et aussi une lettre pour Asaph, l'inspecteur du parc royal, afin qu'il me fournisse du bois deconstruction pour les portes de la citadelle du Temple, le rempart de la ville et la maison où j'habiterai." Le roime l'accorda, car la main bienveillante de mon Dieu était sur moi.8 και επιστολη προς τον Ασαφ τον φυλακα του βασιλικου δασους, δια να μοι δωση ξυλα να κατασκευασω τας πυλας του φρουριου του ναου και το τειχος της πολεως και τον οικον, εις τον οποιον θελω εισελθει. Και εχαρισεν ο βασιλευς εις εμε παντα, κατα την επ' εμε αγαθην χειρα του Θεου μου.
9 Je me rendis donc chez les gouverneurs de Transeuphratène et leur remis les lettres du roi. Le roim'avait fait escorter par des officiers de l'armée et des cavaliers.9 Ηλθον λοιπον προς τους περαν του ποταμου επαρχους και εδωκα εις αυτους τας επιστολας του βασιλεως. Ειχε δε αποστειλει ο βασιλευς αρχηγους δυναμεως και ιππεις μετ' εμου.
10 Quand Sânballat, le Horonite, et Tobiyya, le fonctionnaire ammonite, furent informés, ils semontrèrent fort contrariés qu'un homme fût venu travailler au bien des Israélites.10 Οτε δε Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, ηκουσαν, ελυπηθησαν καθ' υπερβολην οτι ηλθεν ανθρωπος να ζητηση το καλον των υιων Ισραηλ.
11 Arrivé à Jérusalem, j'y restai trois jours.11 Και ηλθον εις Ιερουσαλημ και ημην εκει τρεις ημερας.
12 Puis je me levai, de nuit, accompagné de quelques hommes, sans avoir confié à personne ce quemon Dieu m'avait inspiré d'accomplir pour Jérusalem, et sans avoir avec moi d'autre animal que ma propremonture.12 Και εσηκωθην την νυκτα, εγω και ολιγοι τινες μετ' εμου? και δεν εφανερωσα εις ουδενα τι ειχε βαλει ο Θεος μου εν τη καρδια μου να καμω εις την Ιερουσαλημ? και αλλο κτηνος δεν ητο μετ' εμου, ειμη το κτηνος επι του οποιου εκαθημην.
13 La nuit donc, sortant par la porte de la Vallée, je me rendis devant la fontaine du Dragon, puis àla porte du Fumier: je fis l'inspection du rempart de Jérusalem, où il y avait des brèches et dont les portes avaientété incendiées.13 Και εξηλθον την νυκτα δια της πυλης της φαραγγος, και ηλθον απεναντι της πηγης του δρακοντος και προς την θυραν της κοπριας, και παρετηρουν τα τειχη της Ιερουσαλημ, τα οποια ησαν κατακεκρημνισμενα, και τας πυλας αυτης κατηναλωμενας υπο του πυρος.
14 Je poursuivis mon chemin vers la porte de la Fontaine et l'étang du Roi, et ne trouvai plus depassage pour la bête que je chevauchais.14 Επειτα διεβην εις την πυλην της πηγης και εις την βασιλικην κολυμβηθραν? και δεν ητο τοπος δια να περαση το κτηνος το υποκατω μου.
15 Je remontai donc de nuit par le ravin, inspectant toujours le rempart, et rentrai par la porte de laVallée. Je m'en revins ainsi,15 Και ανεβην την νυκτα δια του χειμαρρου? και αφου παρετηρησα το τειχος, εστραφην και εισηλθον δια της πυλης της φαραγγος και επεστρεψα.
16 sans que les conseillers sachent où j'étais allé ni ce que je faisais. Jusqu'ici je n'avais riencommuniqué aux Juifs: ni aux prêtres, ni aux grands, ni aux magistrats, ni aux autres responsables;16 Οι δε προεστωτες δεν ηξευρον που υπηγα και τι εκαμον? ουδε ειχον φανερωσει ετι τουτο ουτε εις τους Ιουδαιους, ουτε εις τους ιερεις, ουτε εις τους προκριτους, ουτε εις τους προεστωτας, ουτε εις τους λοιπους τους εργαζομενους το εργον.
17 je leur dis alors: "Vous voyez la détresse où nous sommes: Jérusalem est en ruines, ses portessont incendiées. Venez! reconstruisons le rempart de Jérusalem, et nous ne serons plus insultés!"17 Και ειπα προς αυτους, Σεις βλεπετε την δυστυχιαν εις την οποιαν ειμεθα, πως η Ιερουσαλημ κειται ηρημωμενη και αι πυλαι αυτης ειναι κατηναλωμεναι υπο του πυρος? ελθετε και ας ανοικοδομησωμεν το τειχος της Ιερουσαλημ, δια να μη ημεθα πλεον ονειδος.
18 Et je leur exposai comment la main bienveillante de mon Dieu avait été sur moi, leur rapportantaussi les paroles que le roi m'avait dites. "Levons-nous! s'écrièrent-ils, et construisons!" et ils affermirent leursmains pour ce bel ouvrage.18 Και απηγγειλα προς αυτους περι της επ' εμε αγαθης χειρος του Θεου μου, και ετι τους λογους του βασιλεως, τους οποιους ειπε προς εμε. Οι δε ειπον, Ας σηκωθωμεν και ας οικοδομησωμεν. Ουτως ενισχυσαν τας χειρας αυτων προς το αγαθον.
19 A ces nouvelles, Sânballat, le Horonite, Tobiyya, le fonctionnaire ammonite, et Géshem, l'Arabe,se moquèrent de nous et nous regardèrent avec mépris en disant: "Que faites-vous là? Allez-vous vous révoltercontre le roi?"19 Αλλ' οτε ηκουσαν ο Σαναβαλλατ ο Ορωνιτης και Τωβιας ο δουλος, ο Αμμωνιτης, και ο Γησεμ ο Αραψ, περιεγελασαν ημας και περιεφρονησαν ημας, λεγοντες, Τι ειναι το πραγμα τουτο το οποιον καμνετε; θελετε να επαναστατησητε κατα του βασιλεως;
20 Mais je leur répliquai en ces termes: "C'est le Dieu du ciel qui nous fera réussir. Nous, sesserviteurs, nous allons nous mettre à construire. Quant à vous, vous n'avez ni part, ni droit, ni souvenir dansJérusalem."20 Και εγω απεκριθην προς αυτους και ειπα προς αυτους, Ο Θεος του ουρανου, αυτος θελει ευοδωσει ημας? δια τουτο ημεις οι δουλοι αυτου θελομεν σηκωθη και οικοδομησει? σεις ομως δεν εχετε μεριδα ουδε δικαιωμα ουδε μνημοσυνον εν Ιερουσαλημ.