Scrutatio

Martedi, 7 maggio 2024 - Santa Flavia ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 17


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Ahitophel dit à Absalom: "Laisse-moi choisir 12.000 hommes et me lancer, cette nuit même, à lapoursuite de David.1 Και ο Αχιτοφελ ειπε προς τον Αβεσσαλωμ, Ας εκλεξω τωρα δωδεκα χιλιαδας ανδρων και σηκωθεις, ας καταδιωξω οπισω του Δαβιδ την νυκτα?
2 Je tomberai sur lui quand il sera fatigué et sans courage, je l'épouvanterai et tout le peuple qui estavec lui prendra la fuite. Alors je frapperai le roi seul2 και θελω επελθει κατ' αυτου, ενω ειναι αποκαμωμενος και εκλελυμενος τας χειρας, και θελω κατατρομαξει αυτον? και πας ο λαος ο μετ' αυτου θελει φυγει, και θελω παταξει τον βασιλεα μεμονωμενον?
3 et je ramènerai à toi tout le peuple, comme la fiancée revient à son époux: tu n'en veux qu'à la vied'un seul homme et tout le peuple sera sauf."3 και θελω επιστρεψει παντα τον λαον προς σε? διοτι ο ανηρ, τον οποιον συ ζητεις, ειναι ως εαν παντες επεστρεφον? πας δε ο λαος θελει εισθαι εν ειρηνη.
4 La proposition plut à Absalom et à tous les anciens d'Israël.4 Και ηρεσεν ο λογος εις τον Αβεσσαλωμ και εις παντας τους πρεσβυτερους του Ισραηλ.
5 Cependant Absalom dit: "Appelez encore Hushaï l'Arkite, que nous entendions ce qu'il a à direlui aussi."5 Τοτε ειπεν ο Αβεσσαλωμ, Καλεσον τωρα και Χουσαι τον Αρχιτην, και ας ακουσωμεν τι λεγει και αυτος.
6 Hushaï arriva auprès d'Absalom, et Absalom lui dit: "Ahitophel a parlé de telle manière. Devons-nous faire ce qu'il a dit? Sinon, parle toi-même."6 Και οτε εισηλθεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, ειπε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, λεγων, Ο Αχιτοφελ ελαλησε κατα τουτον τον τροπον? πρεπει να καμωμεν κατα τον λογον αυτου η ουχι; λαλησον συ.
7 Hushaï répondit à Absalom: "Pour cette fois le conseil qu'a donné Ahitophel n'est pas bon."7 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Αβεσσαλωμ, Δεν ειναι καλη η συμβουλη, την οποιαν εδωκεν ο Αχιτοφελ ταυτην την φοραν.
8 Et Hushaï poursuivit: "Tu sais que ton père et ses gens sont des preux et qu'ils sont exaspérés,comme une ourse sauvage à qui on a ravi ses petits. Ton père est un homme de guerre, il ne laissera pas l'arméese reposer la nuit.8 Και ειπεν ο Χουσαι, συ εξευρεις τον πατερα σου και τους ανδρας αυτου, οτι ειναι δυνατοι και καταπικροι την ψυχην, ως αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης εν τη πεδιαδι και ο πατηρ σου ειναι ανηρ πολεμιστης και δεν θελει μεινει την νυκτα μετα του λαου?
9 Il se cache maintenant dans quelque creux ou dans quelque place. Si, dès l'abord, il y a desvictimes dans notre troupe, la rumeur se répandra d'un désastre dans l'armée qui suit Absalom.9 ιδου, τωρα ειναι κεκρυμμενος εν λακκω τινι η εν αλλω τινι τοπω? και εαν πεσωσι τινες εξ αυτων εις την αρχην, πας οστις ακουση θελει ειπει, θραυσις εγεινεν εις τον λαον, τον ακολουθουντα τον Αβεσσαλωμ?
10 Alors même le brave qui a un coeur semblable à celui du lion perdra courage, car tout Israël saitque ton père est un preux et que ceux qui l'accompagnent sont braves.10 τοτε και ο ανδρειος, του οποιου η καρδια ειναι ως η καρδια του λεοντος, θελει πανταπασι νεκρωθη? διοτι πας ο Ισραηλ εξευρει, οτι ο πατηρ σου ειναι δυνατος? και οι μετ' αυτου, ανδρες δυναμεως?
11 Pour moi, je donne le conseil suivant: que tout Israël, depuis Dan jusqu'à Bersabée, serassemble autour de toi, aussi nombreux que les grains de sable au bord de la mer, et tu marcheras en personneau milieu d'eux.11 δια ταυτα εγω συμβουλευω να συναχθη προς σε πας ο Ισραηλ, απο Δαν εως Βηρ-σαβεε, ως η αμμος η παρα την θαλασσαν κατα το πληθος, και να υπαγης προσωπικως να πολεμησης?
12 Nous l'atteindrons en quelque lieu qu'il se trouve, nous nous abattrons sur lui comme la roséetombe sur le sol et nous ne laisserons subsister ni lui ni personne de tous les hommes qui l'accompagnent.12 ουτω θελομεν επελθει κατ' αυτου εις οντινα τοπον ευρεθη, και θελομεν πεσει επ' αυτον ως πιπτει η δροσος επι την γην? ωστε εξ αυτου και εκ παντων των ανθρωπων των μετ' αυτου δεν θελει μεινει ουδε εις?
13 Que s'il se retire dans une ville, tout Israël apportera des cordes à cette ville et nous la traîneronsau torrent, jusqu'à ce qu'on n'en trouve plus un caillou."13 εαν δε καταφυγη εις πολιν τινα, τοτε πας ο Ισραηλ θελει φερει κατα της πολεως εκεινης σχοινια, και θελομεν συρει αυτην εως του χειμαρρου, ωστε να μη μεινη εκει ουδε λιθαριον.
14 Absalom et tous les gens d'Israël dirent: "Le conseil de Hushaï l'Arkite est meilleur que celuid'Ahitophel." Yahvé avait décidé de faire échouer le plan habile d'Ahitophel, afin d'amener le malheur surAbsalom.14 Και ειπεν ο Αβεσσαλωμ και παντες οι ανδρες Ισραηλ, Καλητερα ειναι η συμβουλη του Χουσαι του Αρχιτου παρα την συμβουλην του Αχιτοφελ. Διοτι ο Κυριος διεταξε να διασκεδαση την καλην συμβουλην του Αχιτοφελ, δια να επιφερη ο Κυριος το κακον επι τον Αβεσσαλωμ.
15 Hushaï dit alors aux prêtres Sadoq et Ebyatar: "Ahitophel a donné tel et tel conseil à Absalom etaux anciens d'Israël, mais c'est telle et telle chose que moi, j'ai conseillée.15 Και ειπεν ο Χουσαι προς τον Σαδωκ και προς τον Αβιαθαρ, τους ιερεις, Ουτω και ουτω συνεβουλευσεν ο Αχιτοφελ τον Αβεσσαλωμ και τους πρεσβυτερους του Ισραηλ, και ουτω και ουτω συνεβουλευσα εγω?
16 Maintenant, envoyez vite avertir David et dites-lui: Ne bivouaque pas cette nuit dans les passesdu désert, mais traverse d'urgence de l'autre côté, de crainte que ne soient anéantis le roi et toute l'armée quil'accompagne."16 τωρα λοιπον αποστειλατε ταχεως και αναγγειλατε προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Μη μεινης την νυκτα ταυτην εν ταις πεδιασι της ερημου, αλλα σπευσον να διαπερασης, δια να μη καταποθη ο βασιλευς και πας ο λαος ο μετ' αυτου.
17 Yehonatân et Ahimaaç étaient postés à la source du Foulon: une servante viendrait les avertir eteux-mêmes iraient avertir le roi David, car ils ne pouvaient pas se découvrir en entrant dans la ville.17 Ο δε Ιωναθαν και ο Αχιμαας ισταντο πλησιον της Εν-ρωγηλ, διοτι δεν ετολμων να φανωσιν οτι εισηρχοντο εις την πολιν? και υπηγε παιδισκη τις και απηγγειλε προς αυτους το πραγμα? οι δε υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ.
18 Mais un jeune homme les aperçut et porta la nouvelle à Absalom. Alors ils partirent tous deuxen hâte et arrivèrent à la maison d'un homme de Bahurim. Il y avait dans sa cour une citerne où ils descendirent.18 Νεος τις δε ιδων αυτους, απηγγειλε προς τον Αβεσσαλωμ? πλην και οι δυο υπηγαν ταχεως και εισηλθον εις την οικιαν τινος εν Βαουρειμ, οστις ειχε φρεαρ εν τη αυλη αυτου, και κατεβησαν εκει.
19 La femme prit une bâche, elle l'étendit sur la bouche de la citerne et étala dessus du grainconcassé, de sorte qu'on ne remarquait rien.19 Και η γυνη λαβουσα καλυμμα εξηπλωσεν επι το στομιον του φρεατος, και εχυσεν επ' αυτο κοπανισμενον σιτον? ωστε δεν εγνωσθη το πραγμα.
20 Les serviteurs d'Absalom entrèrent chez cette femme dans la maison et demandèrent: "Où sontAhimaaç et Yehonatân", et la femme leur répondit: "Ils ont passé outre allant d'ici vers l'eau." Ils cherchèrent et,ne trouvant rien, revinrent à Jérusalem.20 Και ελθοντες οι δουλοι του Αβεσσαλωμ εις την οικιαν προς την γυναικα, ειπον, Που ειναι ο Αχιμαας και ο Ιωναθαν; Η δε γυνη ειπε προς αυτους, Διεβησαν το ρυακιον του υδατος. Και αφου εζητησαν και δεν ευρηκαν αυτους, επεστρεψαν εις Ιερουσαλημ.
21 Après leur départ, Ahimaaç et Yehonatân remontèrent de la citerne et allèrent avertir le roiDavid: "Mettez-vous en route et hâtez-vous de passer l'eau, car voilà le conseil qu'Ahitophel a donné à votrepropos."21 Αφου δε εκεινοι ανεχωρησαν, ανεβησαν εκ του φρεατος και υπηγαν και απηγγειλαν προς τον βασιλεα Δαβιδ και ειπον προς τον Δαβιδ, Σηκωθητε και περασατε ταχεως το υδωρ? διοτι ουτω συνεβουλευσεν εναντιον σας ο Αχιτοφελ.
22 David et toute l'armée qui l'accompagnait se mirent donc en route et passèrent le Jourdain; àl'aube, il ne manquait personne qui n'eût passé le Jourdain.22 Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και διεβησαν τον Ιορδανην? μεχρι του χαραγματος της ημερας δεν ελειψεν ουδε εις εξ αυτων, οστις δεν διεβη τον Ιορδανην.
23 Quant à Ahitophel, lorsqu'il vit que son conseil n'était pas suivi, il sella son âne et se mit enroute pour aller chez lui dans sa ville. Il mit ordre à sa maison, puis il s'étrangla et mourut. On l'ensevelit dans letombeau de son père.23 Ο δε Αχιτοφελ, ιδων οτι η συμβουλη αυτου δεν εξετελεσθη, εσαμαρωσε τον ονον αυτου και σηκωθεις, ανεχωρησε προς τον οικον αυτου, εις την πολιν αυτου? και αφου διεταξε τα του οικου αυτου, εκρεμασθη και απεθανε και εταφη εν τω ταφω του πατρος αυτου.
24 David était arrivé à Mahanayim lorsqu'Absalom franchit le Jourdain avec tous les hommesd'Israël.24 Και ο Δαβιδ ηλθεν εις Μαχαναιμ? ο δε Αβεσσαλωμ διεβη τον Ιορδανην, αυτος και παντες οι ανδρες Ισραηλ μετ' αυτου.
25 Absalom avait mis Amasa à la tête de l'armée à la place de Joab. Or Amasa était le fils d'unhomme qui s'appelait Yitra l'Ismaélite et qui s'était uni à Abigayil, fille de Jessé et soeur de Ceruya, la mère deJoab.25 Και κατεστησεν ο Αβεσσαλωμ αρχιστρατηγον τον Αμασα αντι του Ιωαβ. Ητο δε ο Αμασα υιος ανδρος ονομαζομενου Ιθρα, Ισραηλιτου, οστις εισηλθε προς την Αβιγαιαν, θυγατερα του Ναας, αδελφην Σερουιας, της μητρος του Ιωαβ.
26 Israël et Absalom dressèrent leur camp au pays de Galaad.26 Και εστρατοπεδευσαν ο Ισραηλ και ο Αβεσσαλωμ εν γη Γαλααδ.
27 Lorsque David arriva à Mahanayim, Shobi, fils de Nahash, de Rabba des Ammonites, Makir,fils d'Ammiel, de Lo-Debar, et Barzillaï le Galaadite, de Roglim,27 Οτε δε ηλθεν ο Δαβιδ εις Μαχαναιμ, Σωβει, ο υιος του Ναας απο Ραββα εκ των υιων Αμμων, και Μαχειρ, ο υιος του Αμμηλ απο Λο-δεβαρ, και Βαρζελλαι ο Γαλααδιτης απο Ρωγελλιμ,
28 apportèrent des matelas de lit, des tapis, des coupes et de la vaisselle. Il y avait du froment, del'orge, de la farine, du grain grillé, des fèves, des lentilles,28 εφεραν κλινας και λεκανας και σκευη πηλινα και σιτον και κριθην και αλευρον και σιτον πεφρυγανισμενον και κυαμους και φακην και οσπρια πεφρυγανισμενα,
29 du miel, du lait caillé et des fromages de vache et de brebis, qu'ils offrirent à David et au peuplequi l'accompagnait pour qu'ils s'en nourrissent. En effet, ils s'étaient dit: "L'armée a souffert de la faim, de lafatigue et de la soif dans le désert."29 και μελι και βουτυρον και προβατα και τυρους βοος προς τον Δαβιδ και προς τον λαον τον μετ' αυτου, δια να φαγωσι διοτι ειπον, Ο λαος ειναι πεινασμενος και εκλελυμενος και διψασμενος εν τη ερημω.