Scrutatio

Martedi, 30 aprile 2024 - San Pio V ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 15


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Il arriva après cela qu'Absalom se procura un char et des chevaux, et 50 hommes couraientdevant lui.1 Μετα δε ταυτα ητοιμασεν εις εαυτον ο Αβεσσαλωμ αμαξας και ιππους και πεντηκοντα ανδρας, δια να τρεχωσιν εμπροσθεν αυτου.
2 Levé de bonne heure, Absalom se tenait au bord du chemin qui mène à la porte, et chaque foisqu'un homme, ayant un procès, devait venir au tribunal du roi, Absalom l'interpellait et lui demandait: "De quelleville es-tu?" Il répondait: "Ton serviteur est de l'une des tribus d'Israël"2 Και εσηκονετο ο Αβεσσαλωμ πρωι, και ιστατο εις τα πλαγια της οδου της πυλης? και οποτε τις εχων διαφοραν τινα ηρχετο προς τον βασιλεα δια κρισιν, τοτε ο Αβεσσαλωμ εκαλει αυτον προς εαυτον και ελεγεν, Εκ ποιας πολεως εισαι; Ο δε απεκρινετο, Ο δουλος σου ειναι εκ της δεινος φυλης του Ισραηλ.
3 Alors Absalom lui disait: "Vois! Ta cause est bonne et juste, mais tu n'auras personne quit'écoute de la part du roi."3 Και ελεγε προς αυτον ο Αβεσσαλωμ, Ιδε, η υποθεσις σου ειναι καλη και ορθη? πλην δεν ειναι ουδεις ο ακουων σε απο μερους του βασιλεως.
4 Absalom continuait: "Ah! qui m'établira juge dans le pays? Tous ceux qui ont un procès et unjugement viendraient à moi et je leur rendrais justice!"4 Ελεγε προσετι ο Αβεσσαλωμ, Τις να με εδιωριζε κριτην του τοπου, δια να ερχηται προς εμε πας οστις εχει διαφοραν η κρισιν, και να δικαιονω αυτον.
5 Et lorsque quelqu'un s'approchait pour se prosterner devant lui, il tendait la main, l'attirait à lui etl'embrassait.5 Και οποτε τις επλησιαζε δια να προσκυνηση αυτον, ηπλονε την χειρα αυτου και επιανεν αυτον και εφιλει αυτον.
6 Absalom agissait de la sorte envers tous les Israélites qui en appelaient au tribunal du roi etAbsalom séduisait le coeur des gens d'Israël.6 Και εκαμνεν ο Αβεσσαλωμ κατα τουτον τον τροπον εις παντα Ισραηλιτην ερχομενον προς τον βασιλεα δια κρισιν? και υπεκλεπτεν ο Αβεσσαλωμ τας καρδιας των ανδρων Ισραηλ.
7 Au bout de quatre ans, Absalom dit au roi: "Permets que j'aille à Hébron accomplir le voeu quej'ai fait à Yahvé.7 Και εις το τελος τεσσαρακοντα ετων ειπεν ο Αβεσσαλωμ προς τον βασιλεα, Ας υπαγω, παρακαλω, δια να εκπληρωσω την ευχην μου, την οποιαν ηυχηθην εις τον Κυριον, εν Χεβρων?
8 Car, lorsque j'étais à Geshur en Aram, ton serviteur a fait ce voeu: Si Yahvé me ramène àJérusalem, je rendrai un culte à Yahvé à Hébron."8 διοτι ο δουλος σου ηυχηθη ευχην, οτε κατωκει εν Γεσσουρ εν Συρια, λεγων? Εαν ο Κυριος με επιστρεψη τωοντι εις Ιερουσαλημ, τοτε θελω προσφερει θυσιαν εις τον Κυριον.
9 Le roi lui dit: "Va en paix." Il se mit donc en route et alla à Hébron.9 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Υπαγε εν ειρηνη. Και σηκωθεις, υπηγεν εις Χεβρων.
10 Absalom dépêcha des émissaires à toutes les tribus d'Israël pour dire: "Quand vous entendrez leson du cor, vous direz: Absalom est devenu roi à Hébron."10 Απεστειλε δε ο Αβεσσαλωμ κατασκοπους εις πασας τας φυλας του Ισραηλ, λεγων, Καθως ακουσητε την φωνην της σαλπιγγος, θελετε ειπει Ο Αβεσσαλωμ εβασιλευσεν εν Χεβρων.
11 Avec Absalom étaient partis 200 hommes de Jérusalem; c'étaient des invités qui étaient venusen toute innocence, n'étant au courant de rien.11 Και υπηγαν μετα του Αβεσσαλωμ διακοσιοι ανδρες εξ Ιερουσαλημ, κεκλημενοι και υπηγαν εν τη απλοτητι αυτων και δεν ηξευραν ουδεν.
12 Absalom envoya chercher, de sa ville de Gilo, Ahitophel le Gilonite, conseiller de David, etl'eut avec lui en offrant les sacrifices. La conjuration était puissante et la foule des partisans d'Absalom allait enaugmentant.12 Και προσεκαλεσεν ο Αβεσσαλωμ Αχιτοφελ τον Γιλωναιον, τον συμβουλον του Δαβιδ, εκ της πολεως αυτου, εκ Γιλω, ενω προσεφερε τας θυσιας. Και η συνωμοσια ητο δυνατη και ο λαος επληθυνετο αδιακοπως πλησιον του Αβεσσαλωμ.
13 Quelqu'un vint informer David: "Le coeur des gens d'Israël, dit-il, est passé à Absalom."13 Ηλθε δε μηνυτης προς τον Δαβιδ λεγων, Αι καρδιαι των ανδρων Ισραηλ εστραφησαν κατοπιν του Αβεσσαλωμ.
14 Alors David dit à tous ses officiers qui étaient avec lui à Jérusalem: "En route, et fuyons!Autrement nous n'échapperons pas à Absalom. Hâtez-vous de partir, de crainte qu'il ne se presse et ne nousattaque, qu'il ne nous inflige le malheur et ne passe la ville au fil de l'épée."14 Και ειπεν ο Δαβιδ προς παντας τους δουλους αυτου τους μεθ' αυτου εν Ιερουσαλημ, Σηκωθητε, και ας φυγωμεν? διοτι δεν θελομεν δυνηθη να διασωθωμεν απο προσωπου του Αβεσσαλωμ? σπευσατε να αναχωρησωμεν, δια να μη επιταχυνη και καταφθαση ημας και σπρωξη το κακον εφ' ημας και παταξη την πολιν εν στοματι μαχαιρας.
15 Les officiers du roi lui répondirent: "Quelque choix que fasse Monseigneur le roi, nous sommesà ton service."15 Και οι δουλοι του βασιλεως ειπαν προς τον βασιλεα, Εις παν, ο, τι εκλεξη ο κυριος μου ο βασιλευς, ιδου, οι δουλοι σου.
16 Le roi sortit à pied avec toute sa famille; cependant le roi laissa dix concubines pour garder lepalais.16 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο οικος αυτου κατοπιν αυτου. Και αφηκεν ο βασιλευς τας δεκα γυναικας τας παλλακας δια να φυλαττωσι τον οικον.
17 Le roi sortit à pied avec tout le peuple et ils s'arrêtèrent à la dernière maison.17 Και εξηλθεν ο βασιλευς και πας ο λαος κατοπιν αυτου, και εσταθησαν εις τοπον μακραν απεχοντα.
18 Tous ses officiers se tenaient à ses côtés. Tous les Kerétiens, tous les Pelétiens, Ittaï et tous lesGittites qui étaient venus de Gat à sa suite, 600 hommes, défilaient devant le roi.18 Και παντες οι δουλοι αυτου επορευοντο πλησιον αυτου? και παντες οι Χερεθαιοι και παντες οι Φελεθαιοι και παντες οι Γετθαιοι, εξακοσιοι ανδρες, οι ελθοντες οπισω αυτου απο Γαθ, προεπορευοντο εμπροσθεν του βασιλεως.
19 Celui-ci dit à Ittaï le Gittite: "Pourquoi viens-tu aussi avec nous? Retourne et demeure avec leroi, car tu es un étranger, tu es même exilé de ton pays.19 Τοτε ειπεν ο βασιλευς προς Ιτται τον Γετθαιον, Δια τι ερχεσαι και συ μεθ' ημων; επιστρεψον και κατοικει μετα του βασιλεως, διοτι εισαι ξενος, και μαλιστα εισαι μετωκισμενος εκ του τοπου σου?
20 Tu es arrivé d'hier, et aujourd'hui je te ferais errer avec nous, quand je m'en vais à l'aventure!Retourne et remmène tes frères avec toi, et que Yahvé te témoigne miséricorde et bonté."20 χθες ηλθες, και σημερον θελω σε καμει να περιπλανασαι μεθ' ημων; εγω δε υπαγω οπου δυνηθω? επιστρεψον και λαβε και τους αδελφους σου? ελεος και αληθεια μετα σου.
21 Mais Ittaï répondit au roi: "Par la vie de Yahvé et par la vie de Monseigneur le roi, partout oùsera Monseigneur le roi, pour la mort et pour la vie, là aussi sera ton serviteur."21 Ο δε Ιτται απεκριθη προς τον βασιλεα και ειπε, Ζη Κυριος, και ζη ο κυριος μου ο βασιλευς, οπου και αν ηναι ο κυριος μου ο βασιλευς, ειτε εις θανατον, ειτε εις ζωην, βεβαιως εκει θελει εισθαι και ο δουλος σου.
22 David dit alors à Ittaï: "Va et passe." Et Ittaï de Gat passa avec tous ses hommes et toute sasmala.22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιτται, Ελθε λοιπον, και διαβαινε. Και διεβη ο Ιτται ο Γετθαιος και παντες οι ανδρες αυτου και παντα τα παιδια τα μετ' αυτου.
23 Tout le monde pleurait à grands sanglots. Le roi se tenait dans le torrent du Cédron et tout lepeuple défilait devant lui en direction du désert.23 Ολος δε ο τοπος εκλαιε μετα φωνης μεγαλης, και διεβαινε πας ο λαος? διεβη και ο βασιλευς τον χειμαρρον Κεδρων? και πας ο λαος διεβη κατα την οδον της ερημου.
24 On vit aussi Sadoq et tous les lévites portant l'arche de Dieu. On déposa l'arche de Dieu auprèsd'Ebyatar jusqu'à ce que tout le peuple eût fini de défiler hors de la ville.24 Και ιδου, προσετι ο Σαδωκ και παντες οι Λευιται μετ' αυτου, φεροντες την κιβωτον της διαθηκης του Θεου? και εστησαν την κιβωτον του Θεου? ανεβη δε ο Αβιαθαρ, αφου ετελειωσε πας ο λαος διαβαινων απο της πολεως.
25 Le roi dit à Sadoq: "Rapporte en ville l'arche de Dieu. Si je trouve grâce aux yeux de Yahvé, ilme ramènera et me permettra de le revoir ainsi que sa demeure,25 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Σαδωκ, Αποστρεψον την κιβωτον του Θεου εις την πολιν? εαν ευρω χαριν εις τους οφθαλμους του Κυριου, θελει με καμει να επιστρεψω και να ιδω αυτην και το κατοικητηριον αυτου?
26 et s'il dit: Tu me déplais, me voici: qu'il me fasse comme bon lui semble."26 αλλ' εαν ειπη ουτω, Δεν εχω ευαρεσκειαν εις σε, ιδου, εγω, ας καμη εις εμε ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους αυτου.
27 Le roi dit au prêtre Sadoq: "Voyez, toi et Ebyatar, retournez en paix à la ville, et vos deux filsavec vous, Ahimaaç ton fils et Yehonatân le fils d'Ebyatar.27 Ο βασιλευς ειπεν ετι προς Σαδωκ τον ιερεα, Δεν εισαι συ ο βλεπων; επιστρεψον εις την πολιν εν ειρηνη, και Αχιμαας ο υιος σου και Ιωναθαν ο υιος του Αβιαθαρ, οι δυο υιοι σας μεθ' υμων?
28 Voyez, moi je m'attarderai dans les passes du désert jusqu'à ce que vienne un mot de vous quim'apporte des nouvelles."28 ιδετε, εγω θελω μενει εις τας πεδιαδας της ερημου, εωσου ελθη λογος παρ' υμων δια να μοι αναγγειλη.
29 Sadoq et Ebyatar ramenèrent donc l'arche de Dieu à Jérusalem et ils y demeurèrent.29 Ο Σαδωκ λοιπον και ο Αβιαθαρ επανεφεραν την κιβωτον του Θεου εις Ιερουσαλημ και εμειναν εκει.
30 David gravissait en pleurant la Montée des Oliviers, la tête voilée et les pieds nus, et tout lepeuple qui l'accompagnait avait la tête voilée et montait en pleurant.30 Ο δε Δαβιδ ανεβαινε δια της αναβασεως των Ελαιων, αναβαινων και κλαιων και εχων την κεφαλην αυτου κεκαλυμμενην και περιπατων ανυποδητος? και πας ο λαος ο μετ' αυτου ειχεν εκαστος κεκαλυμμενην την κεφαλην αυτου, και ανεβαινον πορευομενοι και κλαιοντες.
31 On avertit alors David qu'Ahitophel était parmi les conjurés avec Absalom, et David dit: "Rendsfous, Yahvé, les conseils d'Ahitophel!"31 Και απηγγειλαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Ο Αχιτοφελ ειναι μεταξυ των συνωμοτων μετα του Αβεσσαλωμ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Κυριε, δεομαι σου, διασκεδασον την βουλην του Αχιτοφελ.
32 Comme David arrivait au sommet, là où l'on adore Dieu, il vit venir à sa rencontre Hushaïl'Arkite, le familier de David, avec la tunique déchirée et de la terre sur la tête.32 Και οτε ηλθεν ο Δαβιδ εις την κορυφην του ορους, οπου προσεκυνησε τον Θεον, ιδου, ηλθεν εις συναντησιν αυτου Χουσαι ο Αρχιτης, εχων διεσχισμενον τον χιτωνα αυτου και χωμα επι της ο κεφαλης αυτου.
33 David lui dit: "Si tu pars avec moi, tu me seras à charge.33 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Εαν διαβης μετ' εμου, θελεις βεβαιως εισθαι φορτιον επ' εμε?
34 Mais si tu retournes en ville et si tu dis à Absalom: Je serai ton serviteur, Monseigneur le roi;auparavant je servais ton père, maintenant je te servirai, alors tu déjoueras à mon profit les conseils d'Ahitophel.34 εαν ομως επιστρεψης εις την πολιν και ειπης προς τον Αβεσσαλωμ, Θελω εισθαι δουλος σου, βασιλευ? καθως εσταθην δουλος του πατρος σου μεχρι τουδε, ουτω θελω εισθαι τωρα δουλος σου? τοτε δυνασαι υπερ εμου να ανατρεψης την βουλην του Αχιτοφελ?
35 Sadoq et Ebyatar, les prêtres, ne seront-ils pas avec toi? Tout ce que tu entendras du palais, tu lerapporteras aux prêtres Sadoq et Ebyatar.35 και δεν ειναι εκει μετα σου ο Σαδωκ και ο Αβιαθαρ, οι ιερεις; παν ο, τι λοιπον ηθελες ακουσει εκ του οικου του βασιλεως, θελεις αναγγειλει προς τον Σαδωκ και Αβιαθαρ, τους ιερεις?
36 Il y a avec eux leurs deux fils, Ahimaaç pour Sadoq, et Yehonatân pour Ebyatar: vous mecommuniquerez par leur intermédiaire tout ce que vous aurez appris."36 ιδου, εκει μετ' αυτων οι δυο υιοι αυτων, Αχιμαας ο του Σαδωκ και Ιωναθαν ο του Αβιαθαρ? και δι' αυτων θελετε αποστελλει προς εμε παν ο, τι ακουσητε.
37 Hushaï, le familier de David, rentra en ville au moment où Absalom arrivait à Jérusalem.37 Και καθως εισηλθεν εις την πολιν ο Χουσαι ο φιλος του Δαβιδ, ο Αβεσσαλωμ ηλθεν εις Ιερουσαλημ.