ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 68
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | VULGATA |
---|---|
1 εις το τελος υπερ των αλλοιωθησομενων τω δαυιδ | 1 In finem, pro iis qui commutabuntur. David. |
2 σωσον με ο θεος οτι εισηλθοσαν υδατα εως ψυχης μου | 2 Salvum me fac, Deus, quoniam intraverunt aquæ usque ad animam meam. |
3 ενεπαγην εις ιλυν βυθου και ουκ εστιν υποστασις ηλθον εις τα βαθη της θαλασσης και καταιγις κατεποντισεν με | 3 Infixus sum in limo profundi et non est substantia. Veni in altitudinem maris, et tempestas demersit me. |
4 εκοπιασα κραζων εβραγχιασεν ο λαρυγξ μου εξελιπον οι οφθαλμοι μου απο του ελπιζειν επι τον θεον μου | 4 Laboravi clamans, raucæ factæ sunt fauces meæ ; defecerunt oculi mei, dum spero in Deum meum. |
5 επληθυνθησαν υπερ τας τριχας της κεφαλης μου οι μισουντες με δωρεαν εκραταιωθησαν οι εχθροι μου οι εκδιωκοντες με αδικως α ουχ ηρπασα τοτε απετιννυον | 5 Multiplicati sunt super capillos capitis mei qui oderunt me gratis. Confortati sunt qui persecuti sunt me inimici mei injuste ; quæ non rapui, tunc exsolvebam. |
6 ο θεος συ εγνως την αφροσυνην μου και αι πλημμελειαι μου απο σου ουκ εκρυβησαν | 6 Deus, tu scis insipientiam meam ; et delicta mea a te non sunt abscondita. |
7 μη αισχυνθειησαν επ' εμοι οι υπομενοντες σε κυριε κυριε των δυναμεων μη εντραπειησαν επ' εμοι οι ζητουντες σε ο θεος του ισραηλ | 7 Non erubescant in me qui exspectant te, Domine, Domine virtutum ; non confundantur super me qui quærunt te, Deus Israël. |
8 οτι ενεκα σου υπηνεγκα ονειδισμον εκαλυψεν εντροπη το προσωπον μου | 8 Quoniam propter te sustinui opprobrium ; operuit confusio faciem meam. |
9 απηλλοτριωμενος εγενηθην τοις αδελφοις μου και ξενος τοις υιοις της μητρος μου | 9 Extraneus factus sum fratribus meis, et peregrinus filiis matris meæ. |
10 οτι ο ζηλος του οικου σου κατεφαγεν με και οι ονειδισμοι των ονειδιζοντων σε επεπεσαν επ' εμε | 10 Quoniam zelus domus tuæ comedit me, et opprobria exprobrantium tibi ceciderunt super me. |
11 και συνεκαμψα εν νηστεια την ψυχην μου και εγενηθη εις ονειδισμον εμοι | 11 Et operui in jejunio animam meam, et factum est in opprobrium mihi. |
12 και εθεμην το ενδυμα μου σακκον και εγενομην αυτοις εις παραβολην | 12 Et posui vestimentum meum cilicium ; et factus sum illis in parabolam. |
13 κατ' εμου ηδολεσχουν οι καθημενοι εν πυλη και εις εμε εψαλλον οι πινοντες τον οινον | 13 Adversum me loquebantur qui sedebant in porta, et in me psallebant qui bibebant vinum. |
14 εγω δε τη προσευχη μου προς σε κυριε καιρος ευδοκιας ο θεος εν τω πληθει του ελεους σου επακουσον μου εν αληθεια της σωτηριας σου | 14 Ego vero orationem meam ad te, Domine ; tempus beneplaciti, Deus. In multitudine misericordiæ tuæ, exaudi me in veritate salutis tuæ. |
15 σωσον με απο πηλου ινα μη εμπαγω ρυσθειην εκ των μισουντων με και εκ του βαθους των υδατων | 15 Eripe me de luto, ut non infigar ; libera me ab iis qui oderunt me, et de profundis aquarum. |
16 μη με καταποντισατω καταιγις υδατος μηδε καταπιετω με βυθος μηδε συσχετω επ' εμε φρεαρ το στομα αυτου | 16 Non me demergat tempestas aquæ, neque absorbeat me profundum, neque urgeat super me puteus os suum. |
17 εισακουσον μου κυριε οτι χρηστον το ελεος σου κατα το πληθος των οικτιρμων σου επιβλεψον επ' εμε | 17 Exaudi me, Domine, quoniam benigna est misericordia tua ; secundum multitudinem miserationum tuarum respice in me. |
18 μη αποστρεψης το προσωπον σου απο του παιδος σου οτι θλιβομαι ταχυ επακουσον μου | 18 Et ne avertas faciem tuam a puero tuo ; quoniam tribulor, velociter exaudi me. |
19 προσχες τη ψυχη μου και λυτρωσαι αυτην ενεκα των εχθρων μου ρυσαι με | 19 Intende animæ meæ, et libera eam ; propter inimicos meos, eripe me. |
20 συ γαρ γινωσκεις τον ονειδισμον μου και την αισχυνην μου και την εντροπην μου εναντιον σου παντες οι θλιβοντες με | 20 Tu scis improperium meum, et confusionem meam, et reverentiam meam ; |
21 ονειδισμον προσεδοκησεν η ψυχη μου και ταλαιπωριαν και υπεμεινα συλλυπουμενον και ουχ υπηρξεν και παρακαλουντας και ουχ ευρον | 21 in conspectu tuo sunt omnes qui tribulant me. Improperium exspectavit cor meum et miseriam : et sustinui qui simul contristaretur, et non fuit ; et qui consolaretur, et non inveni. |
22 και εδωκαν εις το βρωμα μου χολην και εις την διψαν μου εποτισαν με οξος | 22 Et dederunt in escam meam fel, et in siti mea potaverunt me aceto. |
23 γενηθητω η τραπεζα αυτων ενωπιον αυτων εις παγιδα και εις ανταποδοσιν και εις σκανδαλον | 23 Fiat mensa eorum coram ipsis in laqueum, et in retributiones, et in scandalum. |
24 σκοτισθητωσαν οι οφθαλμοι αυτων του μη βλεπειν και τον νωτον αυτων δια παντος συγκαμψον | 24 Obscurentur oculi eorum, ne videant, et dorsum eorum semper incurva. |
25 εκχεον επ' αυτους την οργην σου και ο θυμος της οργης σου καταλαβοι αυτους | 25 Effunde super eos iram tuam, et furor iræ tuæ comprehendat eos. |
26 γενηθητω η επαυλις αυτων ηρημωμενη και εν τοις σκηνωμασιν αυτων μη εστω ο κατοικων | 26 Fiat habitatio eorum deserta, et in tabernaculis eorum non sit qui inhabitet. |
27 οτι ον συ επαταξας αυτοι κατεδιωξαν και επι το αλγος των τραυματιων σου προσεθηκαν | 27 Quoniam quem tu percussisti persecuti sunt, et super dolorem vulnerum meorum addiderunt. |
28 προσθες ανομιαν επι την ανομιαν αυτων και μη εισελθετωσαν εν δικαιοσυνη σου | 28 Appone iniquitatem super iniquitatem eorum, et non intrent in justitiam tuam. |
29 εξαλειφθητωσαν εκ βιβλου ζωντων και μετα δικαιων μη γραφητωσαν | 29 Deleantur de libro viventium, et cum justis non scribantur. |
30 πτωχος και αλγων ειμι εγω και η σωτηρια του προσωπου σου ο θεος αντελαβετο μου | 30 Ego sum pauper et dolens ; salus tua, Deus, suscepit me. |
31 αινεσω το ονομα του θεου μετ' ωδης μεγαλυνω αυτον εν αινεσει | 31 Laudabo nomen Dei cum cantico, et magnificabo eum in laude : |
32 και αρεσει τω θεω υπερ μοσχον νεον κερατα εκφεροντα και οπλας | 32 et placebit Deo super vitulum novellum, cornua producentem et ungulas. |
33 ιδετωσαν πτωχοι και ευφρανθητωσαν εκζητησατε τον θεον και ζησεται η ψυχη υμων | 33 Videant pauperes, et lætentur ; quærite Deum, et vivet anima vestra : |
34 οτι εισηκουσεν των πενητων ο κυριος και τους πεπεδημενους αυτου ουκ εξουδενωσεν | 34 quoniam exaudivit pauperes Dominus, et vinctos suos non despexit. |
35 αινεσατωσαν αυτον οι ουρανοι και η γη θαλασσα και παντα τα ερποντα εν αυτοις | 35 Laudent illum cæli et terra ; mare, et omnia reptilia in eis. |
36 οτι ο θεος σωσει την σιων και οικοδομηθησονται αι πολεις της ιουδαιας και κατοικησουσιν εκει και κληρονομησουσιν αυτην | 36 Quoniam Deus salvam faciet Sion, et ædificabuntur civitates Juda, et inhabitabunt ibi, et hæreditate acquirent eam. |
37 και το σπερμα των δουλων αυτου καθεξουσιν αυτην και οι αγαπωντες το ονομα αυτου κατασκηνωσουσιν εν αυτη | 37 Et semen servorum ejus possidebit eam ; et qui diligunt nomen ejus habitabunt in ea. |