Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 4


font
LXXVULGATA
1 υπολαβων δε ελιφας ο θαιμανιτης λεγει1 Respondens autem Eliphaz Themanites, dixit :
2 μη πολλακις σοι λελαληται εν κοπω ισχυν δε ρηματων σου τις υποισει2 Si cœperimus loqui tibi, forsitan moleste accipies ;
sed conceptum sermonem tenere quis poterit ?
3 ει γαρ συ ενουθετησας πολλους και χειρας ασθενους παρεκαλεσας3 Ecce docuisti multos,
et manus lassas roborasti ;
4 ασθενουντας τε εξανεστησας ρημασιν γονασιν τε αδυνατουσιν θαρσος περιεθηκας4 vacillantes confirmaverunt sermones tui,
et genua trementia confortasti.
5 νυν δε ηκει επι σε πονος και ηψατο σου συ δε εσπουδασας5 Nunc autem venit super te plaga, et defecisti ;
tetigit te, et conturbatus es.
6 ποτερον ουχ ο φοβος σου εστιν εν αφροσυνη και η ελπις σου και η ακακια της οδου σου6 Ubi est timor tuus, fortitudo tua,
patientia tua, et perfectio viarum tuarum ?
7 μνησθητι ουν τις καθαρος ων απωλετο η ποτε αληθινοι ολορριζοι απωλοντο7 Recordare, obsecro te, quis umquam innocens periit ?
aut quando recti deleti sunt ?
8 καθ' ον τροπον ειδον τους αροτριωντας τα ατοπα οι δε σπειροντες αυτα οδυνας θεριουσιν εαυτοις8 Quin potius vidi eos qui operantur iniquitatem,
et seminant dolores, et metunt eos,
9 απο προσταγματος κυριου απολουνται απο δε πνευματος οργης αυτου αφανισθησονται9 flante Deo perisse,
et spiritu iræ ejus esse consumptos.
10 σθενος λεοντος φωνη δε λεαινης γαυριαμα δε δρακοντων εσβεσθη10 Rugitus leonis, et vox leænæ,
et dentes catulorum leonum contriti sunt.
11 μυρμηκολεων ωλετο παρα το μη εχειν βοραν σκυμνοι δε λεοντων ελιπον αλληλους11 Tigris periit, eo quod non haberet prædam,
et catuli leonis dissipati sunt.
12 ει δε τι ρημα αληθινον εγεγονει εν λογοις σου ουθεν αν σοι τουτων κακον απηντησεν ποτερον ου δεξεται μου το ους εξαισια παρ' αυτου12 Porro ad me dictum est verbum absconditum,
et quasi furtive suscepit auris mea venas susurri ejus.
13 φοβοι δε και ηχω νυκτερινη επιπιπτων φοβος επ' ανθρωπους13 In horrore visionis nocturnæ,
quando solet sopor occupare homines,
14 φρικη δε μοι συνηντησεν και τρομος και μεγαλως μου τα οστα συνεσεισεν14 pavor tenuit me, et tremor,
et omnia ossa mea perterrita sunt ;
15 και πνευμα επι προσωπον μου επηλθεν εφριξαν δε μου τριχες και σαρκες15 et cum spiritus, me præsente, transiret,
inhorruerunt pili carnis meæ.
16 ανεστην και ουκ επεγνων ειδον και ουκ ην μορφη προ οφθαλμων μου αλλ' η αυραν και φωνην ηκουον16 Stetit quidam, cujus non agnoscebam vultum,
imago coram oculis meis,
et vocem quasi auræ lenis audivi.
17 τι γαρ μη καθαρος εσται βροτος εναντιον κυριου η απο των εργων αυτου αμεμπτος ανηρ17 Numquid homo, Dei comparatione, justificabitur ?
aut factore suo purior erit vir ?
18 ει κατα παιδων αυτου ου πιστευει κατα δε αγγελων αυτου σκολιον τι επενοησεν18 Ecce qui serviunt ei, non sunt stabiles,
et in angelis suis reperit pravitatem ;
19 τους δε κατοικουντας οικιας πηλινας εξ ων και αυτοι εκ του αυτου πηλου εσμεν επαισεν αυτους σητος τροπον19 quanto magis hi qui habitant domos luteas,
qui terrenum habent fundamentum,
consumentur velut a tinea ?
20 και απο πρωιθεν εως εσπερας ουκετι εισιν παρα το μη δυνασθαι αυτους εαυτοις βοηθησαι απωλοντο20 De mane usque ad vesperam succidentur ;
et quia nullus intelligit, in æternum peribunt.
21 ενεφυσησεν γαρ αυτοις και εξηρανθησαν απωλοντο παρα το μη εχειν αυτους σοφιαν21 Qui autem reliqui fuerint, auferentur ex eis ;
morientur, et non in sapientia.