Scrutatio

Giovedi, 2 maggio 2024 - Sant´ Atanasio ( Letture di oggi)

1 Samuel 1


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 There was a man of Ramathaim, a Zuphite from the highlands of Ephraim whose name was Elkanahson of Jeroham, son of Elihu, son of Tohu, son of Zuph, an Ephraimite.1 Ητο δε ανθρωπος τις εκ Ραμαθαιμ-σοφιμ, εκ του ορους Εφραιμ, και το ονομα αυτου Ελκανα, υιος του Ιεροαμ, υιου Ελιου, υιου Θοου, υιου Σουφ, Εφραθαιος.
2 He had two wives, one called Hannah, the other Peninnah; Peninnah had children but Hannah hadnone.2 Και ειχεν ουτος δυο γυναικας? το ονομα της μιας Αννα, και το ονομα της δευτερας Φενιννα? η μεν Φενιννα ειχε τεκνα, η δε Αννα δεν ειχε τεκνα.
3 Every year this man used to go up from his town to worship, and to sacrifice to Yahweh Sabaoth atShiloh. (The two sons of Eli, Hophni and Phinehas, were there as priests of Yahweh.)3 Ανεβαινε δε ο ανθρωπος ουτος εκ της πολεως αυτου κατ' ετος, δια να προσκυνηση και να προσφερη θυσιαν προς τον Κυριον των δυναμεων εν Σηλω. Και ησαν εκει οι δυο υιοι του Ηλει, Οφνει και Φινεες, ιερεις του Κυριου.
4 One day Elkanah offered a sacrifice. Now he used to give portions to Peninnah and to al her sons anddaughters;4 Εφθασε δε η ημερα, καθ' ην εθυσιασεν ο Ελκανα και εδωκε μεριδας εις την Φενινναν την γυναικα αυτου και εις παντας τους υιους αυτης και τας θυγατερας αυτης.
5 to Hannah, however, he would give only one portion: for, although he loved Hannah more, Yahweh hadmade her barren.5 εις δε την Ανναν εδωκε διπλασιαν μεριδα? διοτι ηγαπα την Ανναν? αλλ' ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
6 Furthermore, her rival would taunt and provoke her, because Yahweh had made her womb barren.6 Και η αντιζηλος αυτης παρωξυνεν αυτην σφοδρα, ωστε να καμνη αυτην να αδημονη, οτι ο Κυριος ειχε κλεισει την μητραν αυτης.
7 And this went on year after year; every time they went up to the temple of Yahweh she used to taunther. On that day she wept and would not eat anything;7 Και ουτως εκαμνε κατ' ετος? οσακις ανεβαινεν εις τον οικον του Κυριου, ουτω παρωξυνεν αυτην? και εκεινη εκλαιε και δεν ετρωγεν.
8 so her husband Elkanah said, 'Hannah, why are you crying? Why are you not eating anything? Why areyou so sad? Am I not more to you than ten sons?'8 Ειπε δε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Αννα, δια τι κλαιεις; και δια τι δεν τρωγεις; και δια τι η καρδια σου ειναι τεθλιμμενη; δεν ειμαι εγω εις σε καλητερος παρα δεκα υιους;
9 When they had finished eating in the room, Hannah got up and stood before Yahweh. Eli the priest wassitting on his seat by the doorpost of the temple of Yahweh.9 Και εσηκωθη η Αννα, αφου εφαγον εν Σηλω και αφου επιον? ο δε Ηλει ο ιερευς εκαθητο επι καθεδρας, πλησιον του παραστατου της πυλης του ναου του Κυριου.
10 In the bitterness of her soul she prayed to Yahweh with many tears,10 Και αυτη ητο καταπικραμενη την ψυχην και προσηυχετο εις τον Κυριον, κλαιουσα καθ' υπερβολην.
11 and she made this vow, 'Yahweh Sabaoth! Should you condescend to notice the humiliation of yourservant and keep her in mind instead of disregarding your servant, and give her a boy, I wil give him to Yahwehfor the whole of his life and no razor shal ever touch his head.'11 Και ηυχηθη ευχην, λεγουσα, Κυριε των δυναμεων, εαν επιβλεψης τωοντι εις την ταπεινωσιν της δουλης σου και με ενθυμηθης και δεν λησμονησης την δουλην σου, αλλα δωσης εις την δουλην σου τεκνον αρσενικον, τοτε θελω δωσει αυτο εις τον Κυριον πασας τας ημερας της ζωης αυτου, και ξυραφιον δεν θελει αναβη επι την κεφαλην αυτου.
12 While she went on praying to Yahweh, Eli was watching her mouth,12 Ενω δε αυτη εξηκολουθει προσευχομενη ενωπιον του Κυριου, ο Ηλει παρετηρει το στομα αυτης.
13 for Hannah was speaking under her breath; her lips were moving but her voice could not be heard,and Eli thought that she was drunk.13 Πλην η Αννα αυτη ελαλει εν τη καρδια αυτης? μονον τα χειλη αυτης εκινουντο, αλλ' η φωνη αυτης δεν ηκουετο? οθεν ο Ηλει ενομισεν οτι ητο μεθυσμενη.
14 Eli said, 'How much longer are you going to stay drunk? Get rid of your wine.'14 Και ειπε προς αυτην ο Ηλει, Εως ποτε θελεις εισθαι μεθυουσα; αποβαλε τον οινον σου απο σου.
15 'No, my lord,' Hannah replied, 'I am a woman in great trouble; I have not been drinking wine or strongdrink -- I am pouring out my soul before Yahweh.15 Και απεκριθη η Αννα και ειπεν, Ουχι, κυριε μου, εγω ειμαι γυνη κατατεθλιμμενη την ψυχην? ουτε οινον ουτε σικερα δεν επιον, αλλ' εξεχεα την ψυχην μου ενωπιον του Κυριου?
16 Do not take your servant for a worthless woman; al this time I have been speaking from the depth ofmy grief and my resentment.'16 μη υπολαβης την δουλην σου ως αχρειαν γυναικα? διοτι εκ του πληθους του πονου μου και της θλιψεως μου ελαλησα εως τωρα.
17 Eli then replied, 'Go in peace, and may the God of Israel grant what you have asked of him.'17 Τοτε απεκριθη ο Ηλει και ειπεν, Υπαγε εις ειρηνην? και ο Θεος του Ισραηλ ας σοι δωση την αιτησιν σου, την οποιαν ητησας παρ' αυτου.
18 To which she said, 'May your servant find favour in your sight.' With that, the woman went away; shebegan eating and was dejected no longer.18 Η δε ειπεν, Ειθε η δουλη σου να ευρη χαριν εις τους οφθαλμους σου. Τοτε απηλθεν η γυνη εις την οδον αυτης και εφαγε, και το προσωπον αυτης δεν ητο πλεον σκυθρωπον.
19 They got up early in the morning and, after worshipping Yahweh, set out and went home to Ramah.Elkanah lay with his wife Hannah, and Yahweh remembered her.19 Και το πρωι εσηκωθησαν ενωρις, και προσκυνησαντες ενωπιον του Κυριου, επεστρεψαν και ηλθον εις την οικιαν αυτων εις Ραμαθ. Και ο Ελκανα εγνωρισεν Ανναν την γυναικα αυτου? και ο Κυριος ενεθυμηθη αυτην.
20 Hannah conceived and, in due course, gave birth to a son, whom she named Samuel, 'since', shesaid, 'I asked Yahweh for him.'20 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι αφοτου η Αννα συνελαβεν, εγεννησεν υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Σαμουηλ, Διοτι παρα Κυριου ητησα αυτον, ειπε.
21 Elkanah, the husband, went up with all his family to offer the annual sacrifice to Yahweh and to fulfilhis vow.21 Και ανεβη ο ανθρωπος Ελκανα και πας ο οικος αυτου, δια να προσφερη προς τον Κυριον την ετησιον θυσιαν και την ευχην αυτου.
22 However, Hannah did not go up, having said to her husband, 'Not before the child has been weaned.Then I shal bring him and present him before Yahweh and he will stay there for ever.'22 Αλλ' η Αννα δεν ανεβη? διοτι ειπε προς τον ανδρα αυτης, Δεν θελω αναβη εωσου το παιδιον απογαλακτισθη? και τοτε θελω φερει αυτο, δια να εμφανισθη ενωπιον του Κυριου και εκει να κατοικη διαπαντος.
23 Elkanah her husband then said to her, 'Do what you think fit; wait until you have weaned him. MayYahweh bring about what he has said.' So the woman stayed behind and nursed her child until she weaned him.23 Και ειπε προς αυτην Ελκανα ο ανηρ αυτης, Καμε ο, τι σοι φαινεται καλον? καθου εωσου απογαλακτισης αυτο? μονον ο Κυριος να εκπληρωση τον λογον αυτου. Και εκαθισεν η γυνη και εθηλαζε τον υιον αυτης, εωσου απεγαλακτισεν αυτον.
24 When she had weaned him, she took him up with her, as wel as a three-year-old bul , an ephah offlour and a skin of wine, and took him into the temple of Yahweh at Shiloh; the child was very young.24 Και αφου απεγαλακτισεν αυτον, ανεβιβασεν αυτον μεθ' εαυτης, μετα τριων μοσχων και ενος εφα αλευρου και ασκου οινου, και εφερεν αυτον εις τον οικον του Κυριου εν Σηλω? το δε παιδιον ητο μικρον.
25 They sacrificed the bul and led the child to Eli.25 Και εσφαξαν τον μοσχον και εφεραν το παιδιον προς τον Ηλει.
26 She said, 'If you please, my lord! As you live, my lord, I am the woman who stood beside you here,praying to Yahweh.26 Και ειπεν η Αννα, Ω, κυριε μου ζη η ψυχη σου, κυριε μου, εγω ειμαι η γυνη, ητις εσταθη ενταυθα πλησιον σου, δεομενη του Κυριου?
27 This is the child for which I was praying, and Yahweh has granted me what I asked of him.27 περι του παιδιου τουτου εδεομην? και ο Κυριος εδωκεν εις εμε την αιτησιν μου, την οποιαν ητησα παρ' αυτου?
28 Now I make him over to Yahweh for the whole of his life. He is made over to Yahweh.' They thenworshipped Yahweh there.28 οθεν και εγω εδανεισα αυτο εις τον Κυριον? πασας τας ημερας της ζωης αυτου θελει εισθαι δανεισμενον εις τον Κυριον. Και προσεκυνησεν εκει τον Κυριον.