Scrutatio

Domenica, 5 maggio 2024 - Beato Nunzio Sulprizio ( Letture di oggi)

1 Samuel 14


font
NEW AMERICAN BIBLEGREEK BIBLE
1 One day Jonathan, son of Saul, said to his armor-bearer, "Come let us go over to the Philistine outpost on the other side." But he did not inform his father.1 Ημεραν δε τινα ειπεν Ιωναθαν, ο υιος του Σαουλ, προς τον νεον τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, Ελθε, και ας περασωμεν προς την φρουραν των Φιλισταιων, την εν τω περαν? προς τον πατερα αυτου ομως δεν εφανερωσε τουτο.
2 (Saul's command post was under the pomegranate tree near the threshing floor on the outskirts of Geba; those with him numbered about six hundred men.2 Ο δε Σαουλ εκαθητο επι του ακρου του Γαβαα, υπο την ροδιαν την εν Μιγρων? και ο λαος ο μετ' αυτου ητο εως εξακοσιοι ανδρες?
3 Ahijah, son of Ahitub, brother of Ichabod, who was the son of Phinehas, son of Eli, the priest of the LORD at Shiloh, was wearing the ephod.) Nor did the soldiers know that Jonathan had gone.3 και Αχια, ο υιος του Αχιτωβ, αδελφου του Ιχαβωδ, υιου του Φινεες, υιου του Ηλει, ιερευς του Κυριου εν Σηλω, φορων εφοδ. Και ο λαος δεν ηξευρεν οτι υπηγεν ο Ιωναθαν.
4 Flanking the ravine through which Jonathan intended to get over to the Philistine outpost there was a rocky crag on each side, one called Bozez, the other Seneh.4 Μεταξυ δε των διαβασεων, δια των οποιων ο Ιωναθαν εζητει να περαση προς την φρουραν των Φιλισταιων, ητο αποτομος βραχος εξ ενος μερους και αποτομος βραχος εκ του αλλου μερους? και το ονομα του ενος Βοσες, το δε ονομα του αλλον Σενε.
5 One crag was to the north, toward Michmash, the other to the south, toward Geba.5 Το μετωπον του ενος βραχου ητο προς βορραν απεναντι Μιχμας, και το του αλλου προς νοτον απεναντι Γαβαα.
6 Jonathan said to his armor-bearer: "Come let us go over to that outpost of the uncircumcised. Perhaps the LORD will help us, because it is no more difficult for the LORD to grant victory through a few than through many."6 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον νεον τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, Ελθε, και ας περασωμεν προς την φρουραν των απεριτμητων τουτων? ισως ενεργηση ο Κυριος υπερ ημων? διοτι δεν ειναι εις τον Κυριον εμποδιον να σωση δια πολλων η δι' ολιγων.
7 His armor-bearer replied, "Do whatever you are inclined to do; I will match your resolve."7 Και ειπε προς αυτον ο οπλοφορος αυτου, Καμε ο, τι ειναι εν τη καρδια σου? προχωρει? ιδου, εγω ειμαι μετα σου κατα την καρδιαν σου.
8 Jonathan continued: "We shall go over to those men and show ourselves to them.8 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν, Ιδου, ημεις θελομεν περασει προς τους ανδρας και θελομεν δειχθη εις αυτους?
9 If they say to us, 'Stay there until we can come to you,' we shall stop where we are; we shall not go up to them.9 εαν ειπωσι προς ημας ουτω, Σταθητε εως να ελθωμεν προς εσας? τοτε θελομεν σταθη εν τω τοπω ημων και δεν θελομεν αναβη προς αυτους?
10 But if they say, 'Come up to us,' we shall go up, because the LORD has delivered them into our grasp. That will be our sign."10 αλλ' εαν ειπωσιν ουτως, Αναβητε προς ημας? τοτε θελομεν αναβη? διοτι ο Κυριος παρεδωκεν αυτους εις την χειρα ημων? και τουτο θελει εισθαι εις ημας το σημειον.
11 Accordingly, the two of them appeared before the outpost of the Philistines, who said, "Look, some Hebrews are coming out of the holes where they have been hiding."11 Εδειχθησαν λοιπον αμφοτεροι εις την φρουραν των Φιλισταιων? και οι Φιλισταιοι ειπον, Ιδου, οι Εβραιοι εξερχονται εκ των τρυπων, οπου ειχον κρυφθη.
12 The men of the outpost called to Jonathan and his armor-bearer. "Come up here," they said, "and we will teach you a lesson." So Jonathan said to his armor-bearer, "Climb up after me, for the LORD has delivered them into the grasp of Israel."12 Και ελαλησαν οι ανδρες της φρουρας προς τον Ιωναθαν και προς τον βασταζοντα τα οπλα αυτου, και ειπον, Αναβητε προς ημας, και θελομεν σας φανερωσει τι. Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον οπλοφορον αυτου, Αναβα κατοπιν μου? διοτι παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα του Ισραηλ.
13 Jonathan clambered up with his armor-bearer behind him; as the Philistines turned to flee him, he cut them down, and his armor-bearer followed him and finished them off.13 Και ανερπυσεν ο Ιωναθαν με τας χειρας αυτου και με τους ποδας αυτου, και ο βασταζων τα οπλα αυτου κατοπιν αυτου? και επεσον εμπροσθεν του Ιωναθαν? και ο βασταζων τα οπλα αυτου εθανατονεν αυτους κατοπιν αυτου.
14 In this first exploit Jonathan and his armor-bearer slew about twenty men within half a furlong.14 Αυτη δε η πρωτη σφαγη, την οποιαν εκαμον ο Ιωναθαν και ο οπλοφορος αυτου, ητο περιπου εικοσι ανδρες, εις διαστημα γης ημισεως στρεμματος.
15 Then panic spread to the army and to the countryside, and all the soldiers, including the outpost and the raiding parties, were terror-stricken. The earth also shook, so that the panic was beyond human endurance.15 Και εγεινε τρομος εν τω στρατοπεδω, εν τοις αγροις και εν παντι τω λαω? η φρουρα και οι λεηλατουντες, και αυτοι κατετρομαξαν, και η γη συνεταραχθη? ωστε ητο ως τρομος Θεου.
16 The lookouts of Saul in Geba of Benjamin saw that the enemy camp had scattered and were running about in all directions.16 Και ειδον οι φρουροι του Σαουλ εν Γαβαα του Βενιαμιν, και ιδου, το πληθος διελυετο και βαθμηδον διεσκορπιζετο.
17 Saul said to those around him, "Count the troops and find out if any of us are missing." When they had investigated, they found Jonathan and his armor-bearer missing.17 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον λαον τον μετ' αυτου, Απαριθμησατε τωρα και ιδετε τις ανεχωρησεν εξ ημων. Και οτε απηριθμησαν, ιδου, ο Ιωναθαν και ο οπλοφορος αυτου δεν ησαν.
18 Saul then said to Ahijah, "Bring the ephod here." (Ahijah was wearing the ephod in front of the Israelites at that time.)18 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Αχια, Φερε εδω την κιβωτον του Θεου. Διοτι η κιβωτος του Θεου ητο τοτε μετα των υιων Ισραηλ.
19 While Saul was speaking to the priest, the tumult in the Philistine camp kept increasing. So he said to the priest, "Withdraw your hand."19 Και ενω ελαλει ο Σαουλ προς τον ιερεα, ο θορυβος εν τω στρατοπεδω των Φιλισταιων επροχωρει επι το μαλλον και επληθυνετο? ο δε Σαουλ ειπε προς τον ιερεα, Συρε οπισω την χειρα σου.
20 And Saul and all his men shouted and rushed into the fight, where the Philistines, wholly confused, were thrusting swords at one another.20 Και συνηθροισθησαν ο Σαουλ και πας ο λαος ο μετ' αυτου και ηλθον εως εις την μαχην? και ιδου, παντος ανδρος η ρομφαια ητο εναντιον του συντροφου αυτου, σφαγη μεγαλη σφοδρα.
21 In addition, the Hebrews who had previously sided with the Philistines and had gone up with them to the camp, turned to join the Israelites under Saul and Jonathan.21 οι δε Εβραιοι οι μετα των Φιλισταιων οντες ως αλλοτε, οιτινες ειχον αναβη μετ' αυτων εις το στρατοπεδον εκ των περιξ, και αυτοι ετι ηνωθησαν μετα των Ισραηλιτων, οιτινες ησαν μετα του Σαουλ και Ιωναθαν.
22 Likewise, all the Israelites who were hiding in the hill country of Ephraim, on hearing that the Philistines were fleeing, pursued them in the rout.22 Και παντες οι ανδρες του Ισραηλ οι κρυπτομενοι εν τω ορει Εφραιμ, ακουσαντες οτι οι Φιλισταιοι εφευγον, εδραμον και αυτοι κατοπιν αυτων εις πολεμον.
23 Thus the LORD saved Israel that day. The battle continued past Beth-horon;23 Και εσωσεν ο Κυριος τον Ισραηλ εν τη ημερα εκεινη? και η μαχη επερασεν εις Βαιθ-αυεν.
24 the whole people, about ten thousand combatants, were with Saul, and there was scattered fighting in every town in the hill country of Ephraim. And Saul swore a very rash oath that day, putting the people under this ban: "Cursed be the man who takes food before evening, before I am able to avenge myself on my enemies." So none of the people tasted food.24 Οι δε ανδρες του Ισραηλ απεκαμον την ημεραν εκεινην? διοτι ο Σαουλ ειχεν ορκισει τον λαον, λεγων, Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις φαγη τροφην εως εσπερας, και εκδικηθω απο των εχθρων μου. Οθεν δεν εγευθη τροφην πας ο λαος.
25 Indeed, there was a honeycomb lying on the ground,25 Και παν το πληθος ηλθεν εις δασος, οπου ητο μελι κατα γης.
26 and when the soldiers came to the comb the swarm had left it; yet no one would raise a hand to his mouth from it, because the people feared the oath.26 Και οτε εισηλθεν ο λαος εις το δασος, ιδου, το μελι εσταλαξεν? ουδεις ομως επλησιασε την χειρα αυτου εις το στομα αυτου? διοτι εφοβηθη ο λαος τον ορκον.
27 Jonathan, who had not heard that his father had put the people under oath, thrust out the end of the staff he was holding and dipped in into the honey. Then he raised it to his mouth and his eyes lit up.27 Ο Ιωναθαν ομως δεν ειχεν ακουσει, οτε ο πατηρ αυτου ωρκισε τον λαον? οθεν ηπλωσε το ακρον της ραβδου της εν τη χειρι αυτου και εβυθισεν αυτο εις κηρηθραν και εβαλε την χειρα αυτου εις το στομα αυτου, και ανεβλεψαν οι οφθαλμοι αυτου.
28 At this one of the soldiers spoke up: "Your father put the people under a strict oath, saying, 'Cursed be the man who takes food this day!' As a result the people are weak."28 Απεκριθη δε εις εκ του λαου και ειπεν, Ο πατηρ σου ωρκισε δι' ορκου τον λαον, λεγων, Επικαταρατος ο ανθρωπος, οστις φαγη τροφην σημερον? δια τουτο ο λαος ειναι εκλελυμενος.
29 Jonathan replied: "My father brings trouble to the land. Look how bright my eyes are from this small taste of honey I have had.29 Ο δε Ιωναθαν ειπεν, Εταραξεν ο πατηρ μου τον κοσμον? ιδετε, παρακαλω, ποσον ανεβλεψαν οι οφθαλμοι μου, διοτι εγευθην ολιγον εκ τουτου του μελιτος?
30 What is more, if the people had eaten freely today of their enemy's booty when they came across it, would not the slaughter of the Philistines by now have been the greater for it?"30 ποσω μαλλον, εαν ο λαος ηθελε φαγει την σημερον ελευθερως εκ των λαφυρων των εχθρων αυτου, τα οποια ευρηκε; διοτι δεν ηθελε γεινει τωρα πολυ μεγαλητερα σφαγη μεταξυ των Φιλισταιων;
31 After the Philistines were routed that day from Michmash to Aijalon, the people were completely exhausted.31 Επαταξαν δε εν εκεινη τη ημερα τους Φιλισταιους απο Μιχμας εως Αιαλων? και ο λαος ητο εκλελυμενος σφοδρα.
32 So they pounced upon the spoil and took sheep, oxen and calves, slaughtering them on the ground and eating the flesh with blood.32 Οθεν ερριφθη ο λαος εις τα λαφυρα, και ελαβε προβατα και βοας και μοσχους και εσφαξαν κατα γης? και ετρωγεν ο λαος μετα του αιματος.
33 Informed that the people were sinning against the LORD by eating the flesh with blood, Saul said: "You have broken faith. Roll a large stone here for me."33 Ανηγγειλαν δε προς τον Σαουλ, λεγοντες, Ιδου, ο λαος αμαρτανει εις τον Κυριον, διοτι τρωγουσι μετα του αιματος. Και ειπε, Παραβαται εσταθητε? κυλισατε προς εμε σημερον λιθον μεγαν.
34 He continued: "Mingle with the people and tell each of them to bring his ox or his sheep to me. Slaughter it here and then eat, but you must not sin against the LORD by eating the flesh with blood." So everyone brought to the LORD whatever ox he had seized, and they slaughtered them there;34 Και ειπεν ο Σαουλ, Διασπαρθητε μεταξυ του λαου και ειπατε προς αυτους, Φερετε μοι ενταυθα εκαστος τον βουν αυτου και εκαστος το προβατον αυτου, και σφαξατε ενταυθα και φαγετε? και μη αμαρτανετε εις τον Κυριον, τρωγοντες μετα του αιματος. Και εφεραν πας ο λαος εκαστος τον βουν αυτου μεθ' εαυτου εκεινην την νυκτα και εσφαξαν εκει.
35 and Saul built an altar to the LORD--this was the first time he built an altar to the LORD.35 Και ωκοδομησεν ο Σαουλ θυσιαστηριον εις τον Κυριον? τουτο ητο το πρωτον θυσιαστηριον, το οποιον ωκοδομησεν ο Σαουλ εις τον Κυριον.
36 Then Saul said, "Let us go down in pursuit of the Philistines by night, to plunder among them until daybreak and to kill them all off." They replied, "Do what you think best." But the priest said, "Let us consult God."36 Και ειπεν ο Σαουλ, Ας καταβωμεν εξοπισω των Φιλισταιων δια νυκτος, και ας διαρπασωμεν αυτους εως να φεγξη η ημερα, και ας μη αφησωμεν μηδε ενα εξ αυτων. Και ειπον, Καμε παν ο, τι σοι φαινεται καλον. Τοτε ειπεν ο ιερευς, Ας προσελθωμεν ενταυθα εις τον Θεον.
37 So Saul inquired of God: "Shall I go down in pursuit of the Philistines? Will you deliver them into the power of Israel?" But he received no answer on this occasion.37 Και ηρωτησεν ο Σαουλ τον Θεον, Να καταβω εξοπισω των Φιλισταιων; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα του Ισραηλ; Αλλα δεν απεκριθη προς αυτον την ημεραν εκεινην.
38 Saul then said, "Come here, all officers of the army. We must investigate and find out how this sin was committed today.38 Και ειπεν ο Σαουλ, Πλησιασατε ενταυθα παντες οι αρχηγοι του λαου? και μαθετε και ιδετε, εις ποιον εσταθη η αμαρτια αυτη σημερον?
39 As the LORD lives who has given victory to Israel, even if my son Jonathan has committed it, he shall surely die!" But none of the people answered him.39 διοτι ζη Κυριος, ο σωσας τον Ισραηλ, οτι και εις τον Ιωναθαν τον υιον μου αν εσταθη, θελει βεβαιως θανατωθη. Και δεν ευρεθη ουδεις μεταξυ παντος του λαου, οστις απεκριθη προς αυτον.
40 So he said to all Israel, "Stand on one side, and I and my son Jonathan will stand on the other." The people responded, "Do what you think best."40 Και ειπε προς παντα τον Ισραηλ, Σταθητε σεις εκ του ενος μερους, εγω δε και Ιωναθαν ο υιος μου θελομεν σταθη εκ του αλλου μερους. Και ειπεν ο λαος προς τον Σαουλ, Καμε παν ο, τι σοι φαινεται καλον.
41 And Saul said to the LORD, the God of Israel: "Why did you not answer your servant this time? If the blame for this resides in me or my son Jonathan, LORD, God of Israel, respond with Urim; but if this guilt is in your people Israel, respond with Thummim." Jonathan and Saul were designated, and the people went free.41 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, Δειξον τον αθωον. Και επιασθη ο Ιωναθαν και ο Σαουλ? ο δε λαος απελυθη.
42 Saul then said, "Cast lots between me and my son Jonathan." And Jonathan was designated.42 Και ειπεν ο Σαουλ, Ριψατε κληρους μεταξυ εμου και Ιωναθαν του υιου μου. Και επιασθη ο Ιωναθαν.
43 Saul said to Jonathan, "Tell me what you have done." Jonathan replied, "I only tasted a little honey from the end of the staff I was holding. Am I to die for this?"43 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τον Ιωναθαν, Φανερωσον μοι τι επραξας. Και εφανερωσε προς αυτον ο Ιωναθαν, και ειπε, Τωοντι εγευθην ολιγον μελι δια του ακρου της ραβδου της εν τη χειρι μου? ιδου, εγω, αποθνησκω.
44 Saul said, "May God do thus and so to me if you do not indeed die, Jonathan!"44 Και απεκριθη ο Σαουλ, Ουτω να καμη ο Θεος και ουτω να προσθεση? βεβαιως θελεις αποθανει, Ιωναθαν.
45 But the army said to Saul: "Is Jonathan to die, though it was he who brought Israel this great victory? This must not be! As the LORD lives, not a single hair of his head shall fall to the ground, for God was with him in what he did today!" Thus the soldiers were able to rescue Jonathan from death.45 Ο δε λαος ειπε προς τον Σαουλ, Ο Ιωναθαν θελει αποθανει, οστις εκαμε την μεγαλην ταυτην σωτηριαν εις τον Ισραηλ; Μη γενοιτο? Ζη Κυριος, ουδε μια θριξ εκ της κεφαλης αυτου θελει πεσει εις την γην? διοτι ενηργησε μετα του Θεου την ημεραν ταυτην. Και ελυτρωσεν ο λαος τον Ιωναθαν, και δεν απεθανε.
46 After that Saul gave up the pursuit of the Philistines, who returned to their own territory.46 Τοτε ανεβη ο Σαουλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων? και οι Φιλισταιοι υπηγαν εις τον τοπον αυτων.
47 After taking over the kingship of Israel, Saul waged war on all their surrounding enemies--Moab, the Ammonites, Aram, Beth-rehob, the king of Zobah, and the Philistines. Wherever he turned, he was successful47 Και ελαβεν ο Σαουλ την βασιλειαν επι τον Ισραηλ, και επολεμησεν εναντιον παντων των εχθρων αυτου κυκλω? εναντιον του Μωαβ και εναντιον των υιων του Αμμων και εναντιον του Εδωμ και εναντιον των βασιλεων της Σωβα και εναντιον των Φιλισταιων? και εναντιον παντων οπου και αν εστρεφετο, κατετροπονε.
48 and fought bravely. He defeated Amalek and delivered Israel from the hands of those who were plundering them.48 Συνεκροτησεν ετι δυναμιν και επαταξε τον Αμαληκ, και ηλευθερωσε τον Ισραηλ εκ χειρος των διαρπαζοντων αυτους.
49 The sons of Saul were Jonathan, Ishvi, and Malchishua; his two daughters were named, the elder, Merob, and the younger, Michal.49 Οι δε υιοι του Σαουλ ησαν Ιωναθαν και Ισονει και Μελχι-σουε? και τα ονοματα των δυο θυγατερων αυτου, το ονομα της πρωτοτοκου Μεραβ, και το ονομα της νεωτερας Μιχαλ?
50 Saul's wife, who was named Ahinoam, was the daughter of Ahimaaz. The name of his general was Abner, son of Saul's uncle, Ner;50 το δε ονομα της γυναικος του Σαουλ ητο Αχινοαμ, θυγατηρ του Αχιμαας. Και το ονομα του αρχιστρατηγου αυτου Αβενηρ, υιος του Νηρ, θειου του Σαουλ.
51 Kish, Saul's father, and Ner, Abner's father, were sons of Abiel.51 Ο δε Κεις ο πατηρ του Σαουλ, και ο Νηρ ο πατηρ του Αβενηρ, ησαν υιοι του Αβιηλ.
52 An unremitting war was waged against the Philistines during Saul's lifetime. When Saul saw any strong or brave man, he took him into his service.52 Ητο δε πολεμος δυνατος εναντιον των Φιλισταιων κατα πασας τας ημερας του Σαουλ? και οποτε εβλεπεν ο Σαουλ ανδρα τινα δυνατον η ανδρειον, παρελαμβανεν αυτον πλησιον εαυτου.