Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 7


font
LXXKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 ποτερον ουχι πειρατηριον εστιν ο βιος ανθρωπου επι της γης και ωσπερ μισθιου αυθημερινου η ζωη αυτου1 Katonasor az ember élete a földön, és napjai olyanok, mint a napszámos napjai:
2 η ωσπερ θεραπων δεδοικως τον κυριον αυτου και τετευχως σκιας η ωσπερ μισθωτος αναμενων τον μισθον αυτου2 kívánkozik árnyék után, mint a szolga, és várja munkája végét, mint a napszámos.
3 ουτως καγω υπεμεινα μηνας κενους νυκτες δε οδυνων δεδομεναι μοι εισιν3 Nekem is kárba veszett hónapok jutottak részemül, és keserves éjjeleket számlálok magamnak.
4 εαν κοιμηθω λεγω ποτε ημερα ως δ' αν αναστω παλιν ποτε εσπερα πληρης δε γινομαι οδυνων απο εσπερας εως πρωι4 Ha lefekszem, kérdem: Mikor kelek újra? Majd várom az estét, és mire beáll a szürkület, jóllakom kínnal.
5 φυρεται δε μου το σωμα εν σαπρια σκωληκων τηκω δε βωλακας γης απο ιχωρος ξυων5 Rothadásba, por szennyébe öltözik a testem, bőröm elszárad és összezsugorodik.
6 ο δε βιος μου εστιν ελαφροτερος λαλιας απολωλεν δε εν κενη ελπιδι6 Napjaim gyorsabban szaladnak, mint a takács vetélője, és remény nélkül eltűnnek.
7 μνησθητι ουν οτι πνευμα μου η ζωη και ουκετι επανελευσεται ο οφθαλμος μου ιδειν αγαθον7 Emlékezzél meg, hogy életem már csak lehelet, és szemem nem lát többé boldogságot.
8 ου περιβλεψεται με οφθαλμος ορωντος με οι οφθαλμοι σου εν εμοι και ουκετι ειμι8 Nem lát engem többé ember szeme; mire rám veted szemedet, már nem vagyok.
9 ωσπερ νεφος αποκαθαρθεν απ' ουρανου εαν γαρ ανθρωπος καταβη εις αδην ουκετι μη αναβη9 Amint a felhő elenyészik, elmegy, úgy nem jön fel többé, aki alászállt az alvilágba;
10 ουδ' ου μη επιστρεψη ετι εις τον ιδιον οικον ουδε μη επιγνω αυτον ετι ο τοπος αυτου10 nem tér már vissza házába, és otthona nem látja többé viszont.
11 αταρ ουν ουδε εγω φεισομαι τω στοματι μου λαλησω εν αναγκη ων ανοιξω πικριαν ψυχης μου συνεχομενος11 Ezért én sem türtőztetem számat, szólok lelkem gyötrelmében, panaszkodom lelkem keservében:
12 ποτερον θαλασσα ειμι η δρακων οτι κατεταξας επ' εμε φυλακην12 óceán vagyok-e vagy szörnyeteg, hogy börtönbe vetsz engem?
13 ειπα οτι παρακαλεσει με η κλινη μου ανοισω δε προς εμαυτον ιδια λογον τη κοιτη μου13 Ha gondolom: Majd megvigasztal fekvőhelyem, könnyebbségem lesz, ha elmerengek ágyamon,
14 εκφοβεις με ενυπνιοις και εν οραμασιν με καταπλησσεις14 akkor álmokkal rettegtetsz és rémlátással rémítesz,
15 απαλλαξεις απο πνευματος μου την ψυχην μου απο δε θανατου τα οστα μου15 úgyhogy inkább megfulladást áhít a lelkem, és halál után epednek csontjaim.
16 ου γαρ εις τον αιωνα ζησομαι ινα μακροθυμησω αποστα απ' εμου κενος γαρ μου ο βιος16 Undorodom! Nem kívánok tovább élni! Kímélj meg, hisz merő semmi az életem!
17 τι γαρ εστιν ανθρωπος οτι εμεγαλυνας αυτον η οτι προσεχεις τον νουν εις αυτον17 Mi is az ember, hogy nagyra tartod, és érdemesnek látod vele törődni,
18 η επισκοπην αυτου ποιηση εως το πρωι και εις αναπαυσιν αυτον κρινεις18 minden reggel meglátogatod, és minduntalan próbára teszed?
19 εως τινος ουκ εας με ουδε προιη με εως αν καταπιω τον πτυελον μου εν οδυνη19 Még meddig tart, hogy nem kímélsz, és nem engeded, hogy nyugodtan nyelhessem le nyálamat?
20 ει εγω ημαρτον τι δυναμαι σοι πραξαι ο επισταμενος τον νουν των ανθρωπων δια τι εθου με κατεντευκτην σου ειμι δε επι σοι φορτιον20 Vétkeztem? Mit tettem ezzel neked, óh emberek Őre! Miért tettél céltábládnak, hogy terhe lettem önmagamnak?
21 και δια τι ουκ εποιησω της ανομιας μου ληθην και καθαρισμον της αμαρτιας μου νυνι δε εις γην απελευσομαι ορθριζων δε ουκετι ειμι21 Miért nem törlöd el a vétkemet, és miért nem veszed el a bűnömet? Lám – most a porba térek megnyugodni, és ha holnap keresel, már nem leszek!«