1 ποτερον ουχι πειρατηριον εστιν ο βιος ανθρωπου επι της γης και ωσπερ μισθιου αυθημερινου η ζωη αυτου | 1 Katonasor az ember élete a földön, és napjai olyanok, mint a napszámos napjai: |
2 η ωσπερ θεραπων δεδοικως τον κυριον αυτου και τετευχως σκιας η ωσπερ μισθωτος αναμενων τον μισθον αυτου | 2 kívánkozik árnyék után, mint a szolga, és várja munkája végét, mint a napszámos. |
3 ουτως καγω υπεμεινα μηνας κενους νυκτες δε οδυνων δεδομεναι μοι εισιν | 3 Nekem is kárba veszett hónapok jutottak részemül, és keserves éjjeleket számlálok magamnak. |
4 εαν κοιμηθω λεγω ποτε ημερα ως δ' αν αναστω παλιν ποτε εσπερα πληρης δε γινομαι οδυνων απο εσπερας εως πρωι | 4 Ha lefekszem, kérdem: Mikor kelek újra? Majd várom az estét, és mire beáll a szürkület, jóllakom kínnal. |
5 φυρεται δε μου το σωμα εν σαπρια σκωληκων τηκω δε βωλακας γης απο ιχωρος ξυων | 5 Rothadásba, por szennyébe öltözik a testem, bőröm elszárad és összezsugorodik. |
6 ο δε βιος μου εστιν ελαφροτερος λαλιας απολωλεν δε εν κενη ελπιδι | 6 Napjaim gyorsabban szaladnak, mint a takács vetélője, és remény nélkül eltűnnek. |
7 μνησθητι ουν οτι πνευμα μου η ζωη και ουκετι επανελευσεται ο οφθαλμος μου ιδειν αγαθον | 7 Emlékezzél meg, hogy életem már csak lehelet, és szemem nem lát többé boldogságot. |
8 ου περιβλεψεται με οφθαλμος ορωντος με οι οφθαλμοι σου εν εμοι και ουκετι ειμι | 8 Nem lát engem többé ember szeme; mire rám veted szemedet, már nem vagyok. |
9 ωσπερ νεφος αποκαθαρθεν απ' ουρανου εαν γαρ ανθρωπος καταβη εις αδην ουκετι μη αναβη | 9 Amint a felhő elenyészik, elmegy, úgy nem jön fel többé, aki alászállt az alvilágba; |
10 ουδ' ου μη επιστρεψη ετι εις τον ιδιον οικον ουδε μη επιγνω αυτον ετι ο τοπος αυτου | 10 nem tér már vissza házába, és otthona nem látja többé viszont. |
11 αταρ ουν ουδε εγω φεισομαι τω στοματι μου λαλησω εν αναγκη ων ανοιξω πικριαν ψυχης μου συνεχομενος | 11 Ezért én sem türtőztetem számat, szólok lelkem gyötrelmében, panaszkodom lelkem keservében: |
12 ποτερον θαλασσα ειμι η δρακων οτι κατεταξας επ' εμε φυλακην | 12 óceán vagyok-e vagy szörnyeteg, hogy börtönbe vetsz engem? |
13 ειπα οτι παρακαλεσει με η κλινη μου ανοισω δε προς εμαυτον ιδια λογον τη κοιτη μου | 13 Ha gondolom: Majd megvigasztal fekvőhelyem, könnyebbségem lesz, ha elmerengek ágyamon, |
14 εκφοβεις με ενυπνιοις και εν οραμασιν με καταπλησσεις | 14 akkor álmokkal rettegtetsz és rémlátással rémítesz, |
15 απαλλαξεις απο πνευματος μου την ψυχην μου απο δε θανατου τα οστα μου | 15 úgyhogy inkább megfulladást áhít a lelkem, és halál után epednek csontjaim. |
16 ου γαρ εις τον αιωνα ζησομαι ινα μακροθυμησω αποστα απ' εμου κενος γαρ μου ο βιος | 16 Undorodom! Nem kívánok tovább élni! Kímélj meg, hisz merő semmi az életem! |
17 τι γαρ εστιν ανθρωπος οτι εμεγαλυνας αυτον η οτι προσεχεις τον νουν εις αυτον | 17 Mi is az ember, hogy nagyra tartod, és érdemesnek látod vele törődni, |
18 η επισκοπην αυτου ποιηση εως το πρωι και εις αναπαυσιν αυτον κρινεις | 18 minden reggel meglátogatod, és minduntalan próbára teszed? |
19 εως τινος ουκ εας με ουδε προιη με εως αν καταπιω τον πτυελον μου εν οδυνη | 19 Még meddig tart, hogy nem kímélsz, és nem engeded, hogy nyugodtan nyelhessem le nyálamat? |
20 ει εγω ημαρτον τι δυναμαι σοι πραξαι ο επισταμενος τον νουν των ανθρωπων δια τι εθου με κατεντευκτην σου ειμι δε επι σοι φορτιον | 20 Vétkeztem? Mit tettem ezzel neked, óh emberek Őre! Miért tettél céltábládnak, hogy terhe lettem önmagamnak? |
21 και δια τι ουκ εποιησω της ανομιας μου ληθην και καθαρισμον της αμαρτιας μου νυνι δε εις γην απελευσομαι ορθριζων δε ουκετι ειμι | 21 Miért nem törlöd el a vétkemet, és miért nem veszed el a bűnömet? Lám – most a porba térek megnyugodni, és ha holnap keresel, már nem leszek!« |