Sámuel első könyve 3
12345678910111213141516171819202122232425262728293031
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Azokban a napokban, amikor a gyermek Sámuel Héli előtt az Úrnak szolgált, ritka volt az Úr szózata, s nem fordult elő gyakran látomás. | 1 και το παιδαριον σαμουηλ ην λειτουργων τω κυριω ενωπιον ηλι του ιερεως και ρημα κυριου ην τιμιον εν ταις ημεραις εκειναις ουκ ην ορασις διαστελλουσα |
2 Történt azonban az egyik nap, amikor Héli, akinek szeme elhomályosodott már és látni sem tudott, a szokott helyén pihent, | 2 και εγενετο εν τη ημερα εκεινη και ηλι εκαθευδεν εν τω τοπω αυτου και οι οφθαλμοι αυτου ηρξαντο βαρυνεσθαι και ουκ ηδυνατο βλεπειν |
3 Isten mécsesét pedig még nem oltották ki, és Sámuel az Úr templomában aludt, ahol az Isten ládája volt, | 3 και ο λυχνος του θεου πριν επισκευασθηναι και σαμουηλ εκαθευδεν εν τω ναω ου η κιβωτος του θεου |
4 hogy szólította az Úr Sámuelt. Az felelt és így szólt: »Itt vagyok!« | 4 και εκαλεσεν κυριος σαμουηλ σαμουηλ και ειπεν ιδου εγω |
5 Azután odafutott Hélihez és azt mondta: »Itt vagyok, hívtál!« Héli azt felelte: »Nem hívtalak, menj vissza és aludj!« Elment tehát és aludt. | 5 και εδραμεν προς ηλι και ειπεν ιδου εγω οτι κεκληκας με και ειπεν ου κεκληκα σε αναστρεφε καθευδε και ανεστρεψεν και εκαθευδεν |
6 Ám az Úr ismét szólította Sámuelt. Sámuel megint felkelt, Hélihez ment, s azt mondta: »Itt vagyok, hívtál!« Az ezt felelte: »Nem hívtalak, fiam, menj vissza és aludj!« | 6 και προσεθετο κυριος και εκαλεσεν σαμουηλ σαμουηλ και επορευθη προς ηλι το δευτερον και ειπεν ιδου εγω οτι κεκληκας με και ειπεν ου κεκληκα σε αναστρεφε καθευδε |
7 Sámuel ugyanis még nem ismerte az Urat, még nem nyilatkozott meg neki az Úr szózata. | 7 και σαμουηλ πριν η γνωναι θεον και αποκαλυφθηναι αυτω ρημα κυριου |
8 Ám az Úr ismét, harmadszor is szólította Sámuelt. Ő megint felkelt, Hélihez ment, | 8 και προσεθετο κυριος καλεσαι σαμουηλ εν τριτω και ανεστη και επορευθη προς ηλι και ειπεν ιδου εγω οτι κεκληκας με και εσοφισατο ηλι οτι κυριος κεκληκεν το παιδαριον |
9 és azt mondta neki: »Itt vagyok, hívtál!« Megértette erre Héli, hogy az Úr szólítja a gyermeket, ezért azt mondta Sámuelnek: »Menj és aludj, s ha megint szólít, mondd neki: ‘Szólj, Uram, mert hallja a te szolgád!’« Elment tehát Sámuel, s aludt a helyén. | 9 και ειπεν αναστρεφε καθευδε τεκνον και εσται εαν καλεση σε και ερεις λαλει κυριε οτι ακουει ο δουλος σου και επορευθη σαμουηλ και εκοιμηθη εν τω τοπω αυτου |
10 Ekkor eljött az Úr, odaállt és szólította, ahogy előbb is szólította: »Sámuel, Sámuel!« Sámuel erre azt felelte: »Szólj, Uram, mert hallja a te szolgád!« | 10 και ηλθεν κυριος και κατεστη και εκαλεσεν αυτον ως απαξ και απαξ και ειπεν σαμουηλ λαλει οτι ακουει ο δουλος σου |
11 Azt mondta ekkor az Úr Sámuelnek: »Íme, olyan dolgot művelek Izraelben, hogy annak, aki meghallja, belecsendül mindkét füle. | 11 και ειπεν κυριος προς σαμουηλ ιδου εγω ποιω τα ρηματα μου εν ισραηλ ωστε παντος ακουοντος αυτα ηχησει αμφοτερα τα ωτα αυτου |
12 Azon a napon végrehajtom Hélin mindazt, amit a háza felől mondtam: megkezdem és véghezviszem. | 12 εν τη ημερα εκεινη επεγερω επι ηλι παντα οσα ελαλησα εις τον οικον αυτου αρξομαι και επιτελεσω |
13 Megmondtam ugyanis neki, hogy elítélem házát mindörökre a gonoszság miatt, mert tudta, hogy méltatlanul cselekszenek fiai, s mégsem rótta meg őket. | 13 και ανηγγελκα αυτω οτι εκδικω εγω τον οικον αυτου εως αιωνος εν αδικιαις υιων αυτου οτι κακολογουντες θεον υιοι αυτου και ουκ ενουθετει αυτους και ουδ' ουτως |
14 Éppen azért íme, megesküszöm Héli házának, hogy nem törli el soha háza gonoszságát sem véresáldozat, sem ételáldozat!« | 14 ωμοσα τω οικω ηλι ει εξιλασθησεται αδικια οικου ηλι εν θυμιαματι και εν θυσιαις εως αιωνος |
15 Sámuel aztán reggelig aludt, akkor kinyitotta az Úr házának kapuit, de a látomást nem merte elmondani Sámuel Hélinek. | 15 και κοιμαται σαμουηλ εως πρωι και ωρθρισεν το πρωι και ηνοιξεν τας θυρας οικου κυριου και σαμουηλ εφοβηθη απαγγειλαι την ορασιν τω ηλι |
16 Szólította azért Héli Sámuelt és azt mondta neki: »Sámuel fiam!« Ő felelt, s így szólt: »Itt vagyok!« | 16 και ειπεν ηλι προς σαμουηλ σαμουηλ τεκνον και ειπεν ιδου εγω |
17 Erre megkérdezte tőle: »Mi az a szózat, amelyet az Úr hozzád intézett? Kérlek, ne titkold előttem. Büntessen téged az Isten most és mindenkor, ha bármit is eltitkolsz előlem mindabból, amit mondott neked!« | 17 και ειπεν τι το ρημα το λαληθεν προς σε μη δη κρυψης απ' εμου ταδε ποιησαι σοι ο θεος και ταδε προσθειη εαν κρυψης απ' εμου ρημα εκ παντων των λογων των λαληθεντων σοι εν τοις ωσιν σου |
18 Elmondta erre neki Sámuel az egész dolgot, s nem titkolt el előle semmit sem. Ő azt felelte rá: »Ő az Úr, tegye azt, amit jónak lát szeme.« | 18 και απηγγειλεν σαμουηλ παντας τους λογους και ουκ εκρυψεν απ' αυτου και ειπεν ηλι κυριος αυτος το αγαθον ενωπιον αυτου ποιησει |
19 Sámuel aztán felnövekedett, s az Úr vele volt, és ezekből a szavakból egy sem esett a földre. | 19 και εμεγαλυνθη σαμουηλ και ην κυριος μετ' αυτου και ουκ επεσεν απο παντων των λογων αυτου επι την γην |
20 Meg is tudta egész Izrael, Dántól Beersebáig, hogy Sámuel az Úr meghitt prófétája. | 20 και εγνωσαν πας ισραηλ απο δαν και εως βηρσαβεε οτι πιστος σαμουηλ εις προφητην τω κυριω |
21 Az Úr aztán többször is megjelent Silóban, mert Silóban nyilatkoztatta ki magát az Úr Sámuelnek az Úr szava által. Sámuel beszéde pedig eljutott egész Izraelhez. | 21 και προσεθετο κυριος δηλωθηναι εν σηλωμ οτι απεκαλυφθη κυριος προς σαμουηλ και επιστευθη σαμουηλ προφητης γενεσθαι τω κυριω εις παντα ισραηλ απ' ακρων της γης και εως ακρων και ηλι πρεσβυτης σφοδρα και οι υιοι αυτου πορευομενοι επορευοντο και πονηρα η οδος αυτων ενωπιον κυριου |