Kivonulás könyve 3
12345678910111213141516171819202122232425262728293031323334353637383940
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Mózes pedig apósának, Jetrónak, Mádián papjának a juhait legeltette. Egyszer, amikor behajtotta a nyájat a puszta belsejébe, eljutott Isten hegyéhez, a Hórebhez. | 1 και μωυσης ην ποιμαινων τα προβατα ιοθορ του γαμβρου αυτου του ιερεως μαδιαμ και ηγαγεν τα προβατα υπο την ερημον και ηλθεν εις το ορος χωρηβ |
2 Ekkor megjelent neki az Úr angyala, tűz lángjában egy csipkebokor közepéből. Látta ugyanis, hogy a csipkebokor lángol, de nem ég el. | 2 ωφθη δε αυτω αγγελος κυριου εν φλογι πυρος εκ του βατου και ορα οτι ο βατος καιεται πυρι ο δε βατος ου κατεκαιετο |
3 Erre Mózes így szólt: »Odamegyek, megnézem ezt a különös látványt, miért nem ég el a csipkebokor!« | 3 ειπεν δε μωυσης παρελθων οψομαι το οραμα το μεγα τουτο τι οτι ου κατακαιεται ο βατος |
4 Amikor az Úr látta, hogy odamegy megnézni, szólította őt Isten a csipkebokor közepéből, és azt mondta: »Mózes, Mózes!« Ő azt felelte: »Itt vagyok!« | 4 ως δε ειδεν κυριος οτι προσαγει ιδειν εκαλεσεν αυτον κυριος εκ του βατου λεγων μωυση μωυση ο δε ειπεν τι εστιν |
5 Az Úr ekkor így szólt: »Ne közelíts ide! Oldd le lábadról sarudat, mert a hely, amelyen állsz, szent föld!« | 5 και ειπεν μη εγγισης ωδε λυσαι το υποδημα εκ των ποδων σου ο γαρ τοπος εν ω συ εστηκας γη αγια εστιν |
6 Azután azt mondta: »Én vagyok atyáid Istene, Ábrahám Istene, Izsák Istene és Jákob Istene.« Mózes erre eltakarta az arcát, mert nem mert Istenre nézni. | 6 και ειπεν αυτω εγω ειμι ο θεος του πατρος σου θεος αβρααμ και θεος ισαακ και θεος ιακωβ απεστρεψεν δε μωυσης το προσωπον αυτου ευλαβειτο γαρ κατεμβλεψαι ενωπιον του θεου |
7 Az Úr ezután azt mondta neki: »Láttam népem nyomorúságát Egyiptomban, hallottam kiáltását a munkafelügyelők kegyetlensége miatt, | 7 ειπεν δε κυριος προς μωυσην ιδων ειδον την κακωσιν του λαου μου του εν αιγυπτω και της κραυγης αυτων ακηκοα απο των εργοδιωκτων οιδα γαρ την οδυνην αυτων |
8 és ismerem szenvedését. Leszálltam tehát, hogy megszabadítsam az egyiptomiak kezéből, és kivezessem arról a földről egy jó és tágas földre, egy tejjel és mézzel folyó földre, a kánaániak, a hetiták, az amoriták, a periziták, a hivviták és a jebuziták lakóhelyére. | 8 και κατεβην εξελεσθαι αυτους εκ χειρος αιγυπτιων και εξαγαγειν αυτους εκ της γης εκεινης και εισαγαγειν αυτους εις γην αγαθην και πολλην εις γην ρεουσαν γαλα και μελι εις τον τοπον των χαναναιων και χετταιων και αμορραιων και φερεζαιων και γεργεσαιων και ευαιων και ιεβουσαιων |
9 Mert Izrael fiainak kiáltása felhatolt hozzám, és láttam sanyargatásukat, amellyel az egyiptomiak nyomorgatják őket. | 9 και νυν ιδου κραυγη των υιων ισραηλ ηκει προς με καγω εωρακα τον θλιμμον ον οι αιγυπτιοι θλιβουσιν αυτους |
10 Most tehát jöjj, hadd küldjelek a fáraóhoz, hogy kivezesd népemet, Izrael fiait Egyiptomból!« | 10 και νυν δευρο αποστειλω σε προς φαραω βασιλεα αιγυπτου και εξαξεις τον λαον μου τους υιους ισραηλ εκ γης αιγυπτου |
11 Mózes erre azt felelte Istennek: »Ki vagyok én, hogy a fáraóhoz menjek, és kivezessem Izrael fiait Egyiptomból?« | 11 και ειπεν μωυσης προς τον θεον τις ειμι οτι πορευσομαι προς φαραω βασιλεα αιγυπτου και οτι εξαξω τους υιους ισραηλ εκ γης αιγυπτου |
12 Ő azt mondta neki: »Én veled leszek! Ez legyen a jel számodra, hogy én küldtelek: miután kivezetted népemet Egyiptomból, ezen a hegyen fogtok szolgálni Istennek!« | 12 ειπεν δε ο θεος μωυσει λεγων οτι εσομαι μετα σου και τουτο σοι το σημειον οτι εγω σε εξαποστελλω εν τω εξαγαγειν σε τον λαον μου εξ αιγυπτου και λατρευσετε τω θεω εν τω ορει τουτω |
13 Mózes azt felelte Istennek: »Íme, elmegyek Izrael fiaihoz, és azt mondom nekik: Atyáitok Istene küldött engem hozzátok! Ha ők akkor azt kérdezik tőlem: ‘Mi az ő neve?’ – mit mondjak nekik?« | 13 και ειπεν μωυσης προς τον θεον ιδου εγω ελευσομαι προς τους υιους ισραηλ και ερω προς αυτους ο θεος των πατερων υμων απεσταλκεν με προς υμας ερωτησουσιν με τι ονομα αυτω τι ερω προς αυτους |
14 Isten erre azt mondta Mózesnek: »Én vagyok az, ‘Aki vagyok’.« Aztán azt mondta: »Ezt mondd Izrael fiainak: Az ‘Aki van’ küldött engem hozzátok!« | 14 και ειπεν ο θεος προς μωυσην εγω ειμι ο ων και ειπεν ουτως ερεις τοις υιοις ισραηλ ο ων απεσταλκεν με προς υμας |
15 Azután Isten azt mondta Mózesnek: »Ezt mondd Izrael fiainak: Az Úr, atyáitok Istene, Ábrahám Istene, Izsák Istene és Jákob Istene küldött engem hozzátok. Ez az én nevem mindörökké, és ez az én emlékezetem nemzedékről nemzedékre. | 15 και ειπεν ο θεος παλιν προς μωυσην ουτως ερεις τοις υιοις ισραηλ κυριος ο θεος των πατερων υμων θεος αβρααμ και θεος ισαακ και θεος ιακωβ απεσταλκεν με προς υμας τουτο μου εστιν ονομα αιωνιον και μνημοσυνον γενεων γενεαις |
16 Menj el, és gyűjtsd egybe Izrael véneit, és mondd nekik: Az Úr, atyáitok Istene, Ábrahám Istene, Izsák Istene és Jákob Istene megjelent nekem, és azt mondta: Íme, meglátogattalak benneteket, és láttam mindazt, ami veletek Egyiptomban történt. | 16 ελθων ουν συναγαγε την γερουσιαν των υιων ισραηλ και ερεις προς αυτους κυριος ο θεος των πατερων υμων ωπται μοι θεος αβρααμ και θεος ισαακ και θεος ιακωβ λεγων επισκοπη επεσκεμμαι υμας και οσα συμβεβηκεν υμιν εν αιγυπτω |
17 Elhatároztam, hogy kivezetlek titeket Egyiptom nyomorúságából a kánaániak, a hetiták, az amoriták, a periziták, a hivviták és a jebuziták földjére, a tejjel és mézzel folyó földre. | 17 και ειπον αναβιβασω υμας εκ της κακωσεως των αιγυπτιων εις την γην των χαναναιων και χετταιων και αμορραιων και φερεζαιων και γεργεσαιων και ευαιων και ιεβουσαιων εις γην ρεουσαν γαλα και μελι |
18 Ők hallgatni is fognak szavadra. Aztán menj be Izrael véneivel Egyiptom királyához, és mondd neki: Találkoztunk az Úrral, a héberek Istenével. Most elmegyünk háromnapi járásra a pusztába, hogy áldozzunk az Úrnak, a mi Istenünknek! | 18 και εισακουσονται σου της φωνης και εισελευση συ και η γερουσια ισραηλ προς φαραω βασιλεα αιγυπτου και ερεις προς αυτον ο θεος των εβραιων προσκεκληται ημας πορευσωμεθα ουν οδον τριων ημερων εις την ερημον ινα θυσωμεν τω θεω ημων |
19 Ám én tudom, hogy Egyiptom királya nem fogja megengedni, hogy elmenjetek, csak ha erős kéz kényszeríti. | 19 εγω δε οιδα οτι ου προησεται υμας φαραω βασιλευς αιγυπτου πορευθηναι εαν μη μετα χειρος κραταιας |
20 Ki fogom tehát nyújtani a kezem, és megverem Egyiptomot azokkal a csodáimmal, amelyet közöttük véghezvinni szándékozom, azok miatt aztán majd elbocsát titeket. | 20 και εκτεινας την χειρα παταξω τους αιγυπτιους εν πασι τοις θαυμασιοις μου οις ποιησω εν αυτοις και μετα ταυτα εξαποστελει υμας |
21 Ezt a népet pedig kedvessé teszem az egyiptomiak előtt, úgyhogy amikor kijöttök, nem jöttök ki üres kézzel. | 21 και δωσω χαριν τω λαω τουτω εναντιον των αιγυπτιων οταν δε αποτρεχητε ουκ απελευσεσθε κενοι |
22 Az asszonyok kölcsön fognak kérni szomszédasszonyuktól és a lakótársnőjüktől ezüst- és arany holmikat és ruhákat. Ti pedig ráadjátok azokat fiaitokra és lányaitokra, s így kifosztjátok Egyiptomot.« | 22 αιτησει γυνη παρα γειτονος και συσκηνου αυτης σκευη αργυρα και χρυσα και ιματισμον και επιθησετε επι τους υιους υμων και επι τας θυγατερας υμων και σκυλευσετε τους αιγυπτιους |