Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Krónikák második könyve 24


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Hétesztendős volt Joás, amikor uralkodni kezdett, s negyven esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki beersebai volt, Szebiának hívták.1 ων επτα ετων ιωας εν τω βασιλευσαι αυτον και τεσσαρακοντα ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου σαβια εκ βηρσαβεε
2 Azt cselekedte, ami jó volt az Úr előtt, Jojáda pap egész életében.2 και εποιησεν ιωας το ευθες ενωπιον κυριου πασας τας ημερας ιωδαε του ιερεως
3 Jojáda pap két feleséget vett neki, s ő azoktól fiakat és leányokat nemzett.3 και ελαβεν αυτω ιωδαε γυναικας δυο και εγεννησεν υιους και θυγατερας
4 Majd eltökélte magában Joás, hogy kijavíttatja az Úr házát.4 και εγενετο μετα ταυτα και εγενετο επι καρδιαν ιωας επισκευασαι τον οικον κυριου
5 Egybegyűjtötte tehát a papokat, s a levitákat s azt mondta nekik: »Járjátok be Júda városait s szedjetek pénzt egész Izraeltől, hogy esztendőről esztendőre ki lehessen javíttatni Istenetek templomát. Siessetek a dologgal!« Ám a leviták hanyagul végezték a dolgot.5 και συνηγαγεν τους ιερεις και τους λευιτας και ειπεν αυτοις εξελθατε εις τας πολεις ιουδα και συναγαγετε απο παντος ισραηλ αργυριον κατισχυσαι τον οικον κυριου ενιαυτον κατ' ενιαυτον και σπευσατε λαλησαι και ουκ εσπευσαν οι λευιται
6 Erre a király elhívatta Jojádát, a vezetőt és ezt mondta neki: »Miért nem volt gondod arra, hogy sürgesd a levitákat, hogy hozzák be Júdából és Jeruzsálemből azt a pénzt, amelyről Mózes, az Úr szolgája meghagyta, hogy hozza el azt Izrael egész sokasága a bizonyság sátrához.6 και εκαλεσεν ο βασιλευς ιωας τον ιωδαε τον αρχοντα και ειπεν αυτω δια τι ουκ επεσκεψω περι των λευιτων του εισενεγκαι απο ιουδα και ιερουσαλημ το κεκριμενον υπο μωυση ανθρωπου του θεου οτε εξεκκλησιασεν τον ισραηλ εις την σκηνην του μαρτυριου
7 A gonosz Atália és fiai ugyanis tönkretették az Isten házát s mindazzal, amit az Úr házának szenteltek, a Baálok templomát díszítették.«7 οτι γοθολια ην η ανομος και οι υιοι αυτης κατεσπασαν τον οικον του θεου και γαρ τα αγια οικου κυριου εποιησαν ταις βααλιμ
8 Erre a király parancsára egy ládát készítettek, és elhelyezték azt kinn, az Úr házának bejárata mellett,8 και ειπεν ο βασιλευς γενηθητω γλωσσοκομον και τεθητω εν πυλη οικου κυριου εξω
9 és kihirdették Júdában és Jeruzsálemben, hogy ki-ki hozza el azt az adót az Úrnak, amelyet Mózes, az Isten szolgája, egész Izraelnek megparancsolt a pusztában.9 και κηρυξατωσαν εν ιουδα και εν ιερουσαλημ εισενεγκαι κυριω καθως ειπεν μωυσης παις του θεου επι τον ισραηλ εν τη ερημω
10 Örömmel vette ezt valamennyi főember s az egész nép, és amikor eljöttek, elhozták s beledobták az Úr ládájába, úgy, hogy megtelt.10 και εδωκαν παντες αρχοντες και πας ο λαος και εισεφερον και ενεβαλλον εις το γλωσσοκομον εως ου επληρωθη
11 Amikor aztán elérkezett annak az ideje, hogy elvigyék a ládát a leviták a király elé (minthogy látták, hogy sok pénz van benne), bement a király íródeákja s a főpap által megbízott felügyelő, s kiöntötték a ládában levő pénzt, a ládát pedig visszatették a helyére. Így jártak el időről-időre, s igen nagy mennyiségű pénzt gyűjtöttek.11 και εγενετο ως εισεφερον το γλωσσοκομον προς τους προστατας του βασιλεως δια χειρος των λευιτων και ως ειδον οτι επλεονασεν το αργυριον και ηλθεν ο γραμματευς του βασιλεως και ο προστατης του ιερεως του μεγαλου και εξεκενωσαν το γλωσσοκομον και κατεστησαν εις τον τοπον αυτου ουτως εποιουν ημεραν εξ ημερας και συνηγαγον αργυριον πολυ
12 Ezt a király és Jojáda odaadták az Úr házában végzendő munkák felügyelőinek. Azok kőfejtőket és különböző mesterembereket fogadtak rajta, hogy kijavítsák az Úr házát, meg vas- és rézműveseket, hogy azt, ami leesni készült, megtámasszák.12 και εδωκεν αυτο ο βασιλευς και ιωδαε ο ιερευς τοις ποιουσιν τα εργα εις την εργασιαν οικου κυριου και εμισθουντο λατομους και τεκτονας επισκευασαι τον οικον κυριου και χαλκεις σιδηρου και χαλκου επισκευασαι τον οικον κυριου
13 A mesteremberek serényen el is kezdték a munkát és kezük behegesztette a falak sebeit és visszaállították az Úr házát régi állapotába s megszilárdították.13 και εποιουν οι ποιουντες τα εργα και ανεβη μηκος των εργων εν χερσιν αυτων και ανεστησαν τον οικον κυριου επι την στασιν αυτου και ενισχυσαν
14 Amikor aztán befejezték az egész munkát, a megmaradt pénzt elvitték a király és Jojáda elé, ők abból a szolgálathoz és az egészen elégő áldozatokhoz templomi szereket, meg csészéket s egyéb arany- és ezüsttárgyakat készíttettek. Jojáda valamennyi napja alatt állandóan bemutatták az egészen elégő áldozatokat az Úr házában.14 και ως συνετελεσαν ηνεγκαν προς τον βασιλεα και προς ιωδαε το καταλοιπον του αργυριου και εποιησαν σκευη εις οικον κυριου σκευη λειτουργικα ολοκαυτωματων και θυισκας χρυσας και αργυρας και ανηνεγκαν ολοκαυτωσεις εν οικω κυριου δια παντος πασας τας ημερας ιωδαε
15 Ám Jojáda megöregedett, és betelve az élettel, százharmincesztendős korában meghalt.15 και εγηρασεν ιωδαε πληρης ημερων και ετελευτησεν ων εκατον και τριακοντα ετων εν τω τελευταν αυτον
16 A Dávid-városban, a királyok mellé temették őt, mert jót tett Izraellel s házával.16 και εθαψαν αυτον εν πολει δαυιδ μετα των βασιλεων οτι εποιησεν αγαθωσυνην μετα ισραηλ και μετα του θεου και του οικου αυτου
17 Jojáda halála után aztán bementek s leborultak Júda fejedelmei a király elé, s az hódolatuk hatása alatt szabadjára engedte őket.17 και εγενετο μετα την τελευτην ιωδαε εισηλθον οι αρχοντες ιουδα και προσεκυνησαν τον βασιλεα τοτε επηκουσεν αυτοις ο βασιλευς
18 Erre ők elhagyták az Úrnak, atyáik Istenének templomát, s a berkeknek meg a faragott képeknek szolgáltak. Erre az Úr megharagudott Júdára és Jeruzsálemre emiatt a vétek miatt.18 και εγκατελιπον τον κυριον θεον των πατερων αυτων και εδουλευον ταις ασταρταις και τοις ειδωλοις και εγενετο οργη επι ιουδαν και επι ιερουσαλημ εν τη ημερα ταυτη
19 Prófétákat küldött hozzájuk, hogy térjenek vissza az Úrhoz. De bárhogy tiltakoztak is azok, ők nem hallgattak rájuk.19 και απεστειλεν προς αυτους προφητας επιστρεψαι προς κυριον και ουκ ηκουσαν και διεμαρτυραντο αυτοις και ουκ ηκουσαν
20 Ekkor Isten lelke megszállta Zakariás papot, Jojáda fiát, ő megállt a nép színe előtt s azt mondta nekik: »Ezt üzeni az Úr Isten: Miért szegtétek meg az Úr parancsait? Nem fog az javatokra válni! Elhagytátok az Urat, hogy ő is elhagyjon titeket?«20 και πνευμα θεου ενεδυσεν τον αζαριαν τον του ιωδαε τον ιερεα και ανεστη επανω του λαου και ειπεν ταδε λεγει κυριος τι παραπορευεσθε τας εντολας κυριου και ουκ ευοδωθησεσθε οτι εγκατελιπετε τον κυριον και εγκαταλειψει υμας
21 Erre ők egybesereglettek ellene s megkövezték őt a király parancsára az Úr házának udvarán.21 και επεθεντο αυτω και ελιθοβολησαν αυτον δι' εντολης ιωας του βασιλεως εν αυλη οικου κυριου
22 Joás király nem emlékezett meg arról az irgalmasságról, amelyet az ő atyja, Jojáda vele cselekedett, hanem megölette fiát. Ez, amikor meghalt, így szólt: »Lássa és torolja meg ezt az Úr!«22 και ουκ εμνησθη ιωας του ελεους ου εποιησεν μετ' αυτου ιωδαε ο πατηρ αυτου και εθανατωσεν τον υιον αυτου και ως απεθνησκεν ειπεν ιδοι κυριος και κρινατω
23 Az esztendő fordultával aztán felvonult ellene Szíria hadserege, behatolt Júdába és Jeruzsálembe, s megölte a nép valamennyi főemberét, a zsákmányt pedig mind elküldte királyának, Damaszkuszba.23 και εγενετο μετα την συντελειαν του ενιαυτου ανεβη επ' αυτον δυναμις συριας και ηλθεν επι ιουδαν και επι ιερουσαλημ και κατεφθειραν παντας τους αρχοντας του λαου εν τω λαω και παντα τα σκυλα αυτων απεστειλαν τω βασιλει δαμασκου
24 Bár csak igen csekély számú szír jött, az Úr a kezükbe adta a végtelen nagy sokaságot, mert elhagyták az Urat, atyáik Istenét. Joáson is bosszút álltak, gyalázatos módon,24 οτι εν ολιγοις ανδρασιν παρεγενετο δυναμις συριας και ο θεος παρεδωκεν εις τας χειρας αυτων δυναμιν πολλην σφοδρα οτι εγκατελιπον κυριον θεον των πατερων αυτων και μετα ιωας εποιησεν κριματα
25 úgy, hogy amikor elvonultak, súlyos betegségben hagyták hátra. Ekkor felkeltek ellene szolgái, hogy megbosszulják Jojáda pap fiának vérét, és megölték őt ágyában. Így halt meg. Ekkor eltemették őt a Dávid-városban, de nem a királyok sírboltjában.25 και μετα το απελθειν αυτους απ' αυτου εν τω εγκαταλιπειν αυτον εν μαλακιαις μεγαλαις και επεθεντο αυτω οι παιδες αυτου εν αιμασιν υιου ιωδαε του ιερεως και εθανατωσαν αυτον επι της κλινης αυτου και απεθανεν και εθαψαν αυτον εν πολει δαυιδ και ουκ εθαψαν αυτον εν τω ταφω των βασιλεων
26 Zábád, az ammonita Semmaát fia, és Jozábád, a moabita Semárit fia lázadtak fel ellene.26 και οι επιθεμενοι επ' αυτον ζαβεδ ο του σαμαθ ο αμμανιτης και ιωζαβεδ ο του σομαρωθ ο μωαβιτης
27 Fiai, az alatta egybegyűjtött adó összege, s az Isten házának kijavítása fel vannak jegyezve a Királyok könyvében. Fia, Amaszja lett a király helyette.27 και οι υιοι αυτου παντες και προσηλθον αυτω οι πεντε και τα λοιπα ιδου γεγραμμενα επι την γραφην των βασιλεων και εβασιλευσεν αμασιας υιος αυτου αντ' αυτου