Krónikák második könyve 20
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Aztán egybegyűltek Moáb fiai s Ammon fiai s velük mások az ammoniták közül, Jozafát ellen, hogy hadra keljenek vele. | 1 και μετα ταυτα ηλθον οι υιοι μωαβ και οι υιοι αμμων και μετ' αυτων εκ των μιναιων προς ιωσαφατ εις πολεμον |
2 Hírmondók jöttek azonban, és jelentették Jozafátnak: »Hatalmas sokaság jött ellened a tengeren túl levő helyekről meg Szíriából, és íme, már Aszászon-Támárban, vagyis Engadiban vannak.« | 2 και ηλθον και υπεδειξαν τω ιωσαφατ λεγοντες ηκει επι σε πληθος πολυ εκ περαν της θαλασσης απο συριας και ιδου εισιν εν ασασανθαμαρ αυτη εστιν ενγαδδι |
3 Jozafát ekkor igen megrémült. Minden erejéből az Urat kezdte keresni, s böjtöt hirdetett egész Júdában. | 3 και εφοβηθη και εδωκεν ιωσαφατ το προσωπον αυτου εκζητησαι τον κυριον και εκηρυξεν νηστειαν εν παντι ιουδα |
4 Erre Júda egybegyűlt, hogy könyörögjön az Úrhoz, és városaiból is valamennyien eljöttek, hogy esdekeljenek előtte. | 4 και συνηχθη ιουδας εκζητησαι τον κυριον και απο πασων των πολεων ιουδα ηλθον ζητησαι τον κυριον |
5 Ekkor Jozafát megállt Júda és Jeruzsálem gyülekezetének közepén, az Úr házában, az új udvar előtt, | 5 και ανεστη ιωσαφατ εν εκκλησια ιουδα εν ιερουσαλημ εν οικω κυριου κατα προσωπον της αυλης της καινης |
6 és azt mondta: »Urunk, atyáink Istene, te vagy az Isten az égben és te uralkodsz a nemzetek valamennyi országán, kezedben erő és hatalom van, s neked senki sem tud ellenállni. | 6 και ειπεν κυριε ο θεος των πατερων ημων ουχι συ ει θεος εν ουρανω και συ κυριευεις πασων των βασιλειων των εθνων και εν τη χειρι σου ισχυς δυναστειας και ουκ εστιν προς σε αντιστηναι |
7 Nemde Istenünk, te pusztítottad el e föld valamennyi lakóját néped, Izrael elől, és te adtad azt oda barátod, Ábrahám utódának mindörökre? | 7 ουχι συ ει ο κυριος ο εξολεθρευσας τους κατοικουντας την γην ταυτην απο προσωπου του λαου σου ισραηλ και εδωκας αυτην σπερματι αβρααμ τω ηγαπημενω σου εις τον αιωνα |
8 Ők le is telepedtek rajta, és szentélyt építettek nevednek, mondván: | 8 και κατωκησαν εν αυτη και ωκοδομησαν εν αυτη αγιασμα τω ονοματι σου λεγοντες |
9 ‘Ha nyomorúság, ítélő kard, pestis vagy éhínség zúdul ránk, megállunk színed előtt, e ház előtt, amely nevedet viseli és hozzád kiáltunk ínségünkben, s te meghallgatsz és megsegítesz.’ | 9 εαν επελθη εφ' ημας κακα ρομφαια κρισις θανατος λιμος στησομεθα εναντιον του οικου τουτου και εναντιον σου οτι το ονομα σου επι τω οικω τουτω και βοησομεθα προς σε απο της θλιψεως και ακουση και σωσεις |
10 Nos, íme, Ammon és Moáb fiai, meg Szeír hegyének lakói, akik között nem engedted átvonulni az izraelitákat, amikor kijöttek Egyiptomból, ezért azok elkerülték őket, s nem pusztították el őket, | 10 και νυν ιδου υιοι αμμων και μωαβ και ορος σηιρ εις ους ουκ εδωκας τω ισραηλ διελθειν δι' αυτων εξελθοντων αυτων εκ γης αιγυπτου οτι εξεκλιναν απ' αυτων και ουκ εξωλεθρευσαν αυτους |
11 ellenkezőleg fizetnek nekünk, és ki akarnak minket űzni birtokunkból, amelyet nekünk adtál. | 11 και νυν ιδου αυτοι επιχειρουσιν εφ' ημας εξελθειν εκβαλειν ημας απο της κληρονομιας ημων ης εδωκας ημιν |
12 Istenünk, hát nem bünteted meg őket? Hiszen bennünk nincs annyi erő, hogy e ránk zúduló sokaságnak ellent tudjunk állni. Mivel pedig nem tudjuk, mit csináljunk, csak az marad hátra számunkra, hogy hozzád emeljük szemünket.« – | 12 κυριε ο θεος ημων ου κρινεις εν αυτοις οτι ουκ εστιν ημιν ισχυς του αντιστηναι προς το πληθος το πολυ τουτο το ελθον εφ' ημας και ουκ οιδαμεν τι ποιησωμεν αυτοις αλλ' η επι σοι οι οφθαλμοι ημων |
13 Ott állt ezalatt egész Júda az Úr előtt, kisdedeivel, feleségeivel és gyermekeivel együtt. | 13 και πας ιουδας εστηκως εναντι κυριου και τα παιδια αυτων και αι γυναικες |
14 Ott volt Jahaziél is, az Ászáf fiai közül való levita, Zakariásnak a fia, annak a Benájának az unokája, aki Matanja fiának, Jejélnek volt a fia. Ezt a tömeg között megragadta az Úr lelke, | 14 και τω οζιηλ τω του ζαχαριου των υιων βαναιου των υιων ελεηλ του μανθανιου του λευιτου απο των υιων ασαφ εγενετο επ' αυτον πνευμα κυριου εν τη εκκλησια |
15 és azt mondta: »Figyeljetek ide júdaiak és Jeruzsálem lakói mindnyájan, veled együtt, Jozafát király. Ezt üzeni nektek az Úr: Ne féljetek és ne rettegjetek ettől a sokaságtól, mert nem ti fogtok harcolni ellenük, hanem Isten. | 15 και ειπεν ακουσατε πας ιουδα και οι κατοικουντες ιερουσαλημ και ο βασιλευς ιωσαφατ ταδε λεγει κυριος υμιν αυτοις μη φοβεισθε μηδε πτοηθητε απο προσωπου του οχλου του πολλου τουτου οτι ουχ υμιν εστιν η παραταξις αλλ' η τω θεω |
16 Vonuljatok le holnap ellenük, és mivel ők a Szísz nevű domboldalon fognak felvonulni, rájuk találtok a Jeruel pusztával szemben levő völgy szélén. | 16 αυριον καταβητε επ' αυτους ιδου αναβαινουσιν κατα την αναβασιν ασας και ευρησετε αυτους επ' ακρου ποταμου της ερημου ιεριηλ |
17 Harcolnotok azonban nektek nem kell, hanem csak álljatok veszteg, és meglátjátok, hogy segít az Úr titeket, Júda és Jeruzsálem! Ne féljetek, ne rettegjetek, csak vonuljatok ki holnap ellenük és az Úr veletek lesz.« | 17 ουχ υμιν εστιν πολεμησαι ταυτα συνετε και ιδετε την σωτηριαν κυριου μεθ' υμων ιουδα και ιερουσαλημ μη φοβεισθε μηδε πτοηθητε αυριον εξελθειν εις απαντησιν αυτοις και κυριος μεθ' υμων |
18 Erre Jozafát s Júda és Jeruzsálem valamennyi lakosa arccal a földre borult az Úr előtt és imádta őt, | 18 και κυψας ιωσαφατ επι προσωπον αυτου και πας ιουδα και οι κατοικουντες ιερουσαλημ επεσαν εναντι κυριου προσκυνησαι κυριω |
19 a Kaát fiai és a Kóré fiai közül való leviták pedig nagy fennszóval magasztalták az Urat, Izrael Istenét. | 19 και ανεστησαν οι λευιται απο των υιων κααθ και απο των υιων κορε αινειν κυριω θεω ισραηλ εν φωνη μεγαλη εις υψος |
20 Reggel aztán felkeltek és kivonultak Tekoa pusztájába. Elinduláskor megállt közöttük Jozafát és azt mondta: »Hallgassatok meg, Júda férfiai és Jeruzsálem lakói mindnyájan! Bízzatok az Úrban, a ti Istenetekben és akkor nyugodtak lehettek, higgyetek prófétáinak, és minden sikerülni fog.« | 20 και ωρθρισαν πρωι και εξηλθον εις την ερημον θεκωε και εν τω εξελθειν εστη ιωσαφατ και εβοησεν και ειπεν ακουσατε μου ιουδα και οι κατοικουντες εν ιερουσαλημ εμπιστευσατε εν κυριω θεω υμων και εμπιστευθησεσθε εμπιστευσατε εν προφητη αυτου και ευοδωθησεσθε |
21 Miután ezt a tanácsot adta a népnek, kirendelte az Úr énekeseit, hogy dicsérjék őt seregeikben, és vonuljanak a hadsereg élén és egyhangúlag mondják: »Dicsérjétek az Urat, mert irgalmassága mindörökké tart.« | 21 και εβουλευσατο μετα του λαου και εστησεν ψαλτωδους και αινουντας εξομολογεισθαι και αινειν τα αγια εν τω εξελθειν εμπροσθεν της δυναμεως και ελεγον εξομολογεισθε τω κυριω οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου |
22 Mihelyt elkezdték énekelni a dicséretet, az Úr önmaguk ellen fordította az ő lescsapataikat – tudniillik Ammon, Moáb és a Szeír hegy fiainak lescsapatait, akik kivonultak, hogy harcra keljenek Júdával – és vereséget szenvedtek. | 22 και εν τω αρξασθαι της αινεσεως αυτου της εξομολογησεως εδωκεν κυριος πολεμειν τους υιους αμμων επι μωαβ και ορος σηιρ τους εξελθοντας επι ιουδαν και ετροπωθησαν |
23 Ammon és Moáb fiai ugyanis felkeltek Szeír hegyének lakói ellen, s ölték és pusztították őket, s miután ezt végrehajtották, egymás ellen fordultak s kölcsönösen osztották egymásnak a sebeket. | 23 και ανεστησαν οι υιοι αμμων και μωαβ επι τους κατοικουντας ορος σηιρ εξολεθρευσαι και εκτριψαι και ως συνετελεσαν τους κατοικουντας σηιρ ανεστησαν εις αλληλους του εξολεθρευθηναι |
24 Így, amikor Júda ahhoz az őrhelyhez jutott, amely a pusztával szemben van, azt látta, hogy az egész széles vidék messze tele van holttesttel, és senki sincs, aki a haláltól meg tudott volna menekülni. | 24 και ιουδας ηλθεν επι την σκοπιαν της ερημου και επεβλεψεν και ειδεν το πληθος και ιδου παντες νεκροι πεπτωκοτες επι της γης ουκ ην σωζομενος |
25 Erre Jozafát és vele az egész nép elment, hogy leszedje a holtakról a zsákmányt, s a holttestek között annyi mindenféle felszerelést és ruhát, drágaságot találtak és zsákmányoltak, hogy valamennyit el sem tudták vinni s három nap alatt sem tudták elhordani a zsákmányt a préda bősége miatt. | 25 και ηλθεν ιωσαφατ και ο λαος αυτου σκυλευσαι τα σκυλα αυτων και ευρον κτηνη πολλα και αποσκευην και σκυλα και σκευη επιθυμητα και εσκυλευσαν εαυτοις και εγενοντο ημεραι τρεις σκυλευοντων αυτων τα σκυλα οτι πολλα ην |
26 Negyedik napon aztán egybegyűltek a Baraka völgyében. Mivel ugyanis ott hálát adtak az Úrnak, elnevezték azt a helyet a Hálaadás-völgyének s így is hívják mind a mai napig. | 26 και τη ημερα τη τεταρτη επισυνηχθησαν εις τον αυλωνα της ευλογιας εκει γαρ ηυλογησαν τον κυριον δια τουτο εκαλεσαν το ονομα του τοπου εκεινου κοιλας ευλογιας εως της ημερας ταυτης |
27 Aztán visszatért Júda egész legénysége s Jeruzsálem lakossága, élükön Jozafáttal Jeruzsálembe nagyon örvendezve, hogy az Úr örömet adott nekik ellenségeikkel szemben, | 27 και επεστρεψεν πας ανηρ ιουδα εις ιερουσαλημ και ιωσαφατ ηγουμενος αυτων εν ευφροσυνη μεγαλη οτι ευφρανεν αυτους κυριος απο των εχθρων αυτων |
28 és Jeruzsálemben hárfa-, lant- és trombitakísérettel bementek az Úr házába. | 28 και εισηλθον εις ιερουσαλημ εν ναβλαις και εν κινυραις και εν σαλπιγξιν εις οικον κυριου |
29 Erre az országok valamennyi királyságát megszállta az Úrtól való félelem, mert hallották, hogy az Úr harcolt Izrael ellenségei ellen, | 29 και εγενετο εκστασις κυριου επι πασας τας βασιλειας της γης εν τω ακουσαι αυτους οτι επολεμησεν κυριος προς τους υπεναντιους ισραηλ |
30 és Jozafát országának nyugta lett és Isten békét adott neki körös-körül mindenfelől. | 30 και ειρηνευσεν η βασιλεια ιωσαφατ και κατεπαυσεν αυτω ο θεος αυτου κυκλοθεν |
31 Így uralkodott Jozafát Júdán. Harmincöt esztendős volt, amikor uralkodni kezdett, s huszonöt esztendeig uralkodott Jeruzsálemben. Anyját, aki Seláhi leánya volt, Azubának hívták. | 31 και εβασιλευσεν ιωσαφατ επι τον ιουδαν ετων τριακοντα πεντε εν τω βασιλευσαι αυτον και εικοσι πεντε ετη εβασιλευσεν εν ιερουσαλημ και ονομα τη μητρι αυτου αζουβα θυγατηρ σαλι |
32 Atyjának, Ászának útján járt, és arról nem tért le, s azt cselekedte, ami kedves volt az Úr előtt. | 32 και επορευθη εν ταις οδοις του πατρος αυτου ασα και ουκ εξεκλινεν του ποιησαι το ευθες ενωπιον κυριου |
33 Mindazonáltal a magaslatokat nem távolította el, és a nép még mindig nem fordította szívét az Úrhoz, atyái Istenéhez. | 33 αλλα τα υψηλα ετι υπηρχεν και ετι ο λαος ου κατευθυνεν την καρδιαν προς κυριον θεον των πατερων αυτων |
34 Jozafát egyéb dolgai, mind az elsők, mind az utolsók meg vannak írva Jéhunak, Hánáni fiának szavai által, amelyeket ő Izrael királyainak könyveibe iktatott. | 34 και οι λοιποι λογοι ιωσαφατ οι πρωτοι και οι εσχατοι ιδου γεγραμμενοι εν λογοις ιου του ανανι ος κατεγραψεν βιβλιον βασιλεων ισραηλ |
35 Ezután Jozafát, Júda királya barátságra lépett Izrael királyával, Ohozjával, akinek cselekedetei igen gonoszak voltak. | 35 και μετα ταυτα εκοινωνησεν ιωσαφατ βασιλευς ιουδα προς οχοζιαν βασιλεα ισραηλ και ουτος ηνομησεν |
36 Mindazonáltal szövetkezett vele arra, hogy hajókat készítenek, s azokat Tarzisba küldik, és el is készíttették a hajóhadat Ecjon-Gáberben. | 36 εν τω ποιησαι και πορευθηναι προς αυτον του ποιησαι πλοια του πορευθηναι εις θαρσις και εποιησεν πλοια εν γασιωνγαβερ |
37 Ám Eliézer, a máresai Dodáu fia így jövendölt Jozafátnak: »Mivel szövetséget kötöttél Ohozjával, az Úr összetöri műveidet.« Csakugyan, összetörtek a hajók, és nem tudtak Tarzisba menni. | 37 και επροφητευσεν ελιεζερ ο του δωδια απο μαρισης επι ιωσαφατ λεγων ως εφιλιασας τω οχοζια εθραυσεν κυριος το εργον σου και συνετριβη τα πλοια σου και ουκ εδυνασθη του πορευθηναι εις θαρσις |