Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Királyok második könyve 10


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Volt továbbá Áchábnak hetven fia Szamariában. Leveleket írt s küldött tehát Jéhu Szamariába, a város előkelőihez s véneihez s Ácháb nevelőihez ezzel az üzenettel:1 Ειχε δε ο Αχααβ εβδομηκοντα υιους εν Σαμαρεια. Και εγραψεν ο Ιηου επιστολας, και απεστειλεν εις την Σαμαρειαν προς τους αρχοντας της Ιεζραελ, προς τους πρεσβυτερους και προς τους παιδοτροφους του Αχααβ, λεγων,
2 »Mihelyt megkapjátok e levelet, minthogy nálatok vannak uratok fiai meg a szekerek, a lovak, az erős városok és a fegyverek,2 Τωρα, καθως φθαση προς εσας η επιστολη αυτη, επειδη εχετε τους υιους του κυριου σας και εχετε τας αμαξας και τους ιππους και πολιν οχυραν και οπλα,
3 válasszátok ki a legjobbat, s aki nektek leginkább tetszik uratok fiai közül, azt ültessétek apja királyi székébe s harcoljatok uratok házáért.«3 ιδετε ποιος ειναι ο καλητερος και αρεστοτερος μεταξυ των υιων του κυριου σας, και καταστησατε αυτον επι του θρονου του πατρος αυτου και πολεμειτε υπερ του οικου του κυριου σας.
4 Erre azok igen megijedtek s azt mondták: »Íme, két király nem tudott megállni előtte, hogy tudnánk ellene állni mi?«4 Εκεινοι ομως εφοβηθησαν σφοδρα και ειπον, Ιδου, δυο βασιλεις δεν εσταθησαν κατα προσωπον αυτου? και πως ημεις θελομεν σταθη;
5 Elküldtek tehát az udvarnagyok, a város elöljárói meg a vének és a nevelők Jéhuhoz s üzenték: »A te szolgáid vagyunk, akármit parancsolsz, megtesszük. Nem választunk királyt magunknak: amit jónak látsz, azt cselekedd.«5 Και απεστειλαν προς τον Ιηου ο επιστατης του οικου και ο επιστατης της πολεως και οι πρεσβυτεροι και οι παιδοτροφοι, λεγοντες, Ημεις ειμεθα δουλοι σου και θελομεν καμει παν ο, τι μας ειπης? δεν θελομεν καμει ουδενα βασιλεα? καμε ο, τι ειναι αρεστον εις τους οφθαλμους σου.
6 Erre egy második levelet írt nekik ezzel az üzenettel: »Ha enyéim vagytok s nekem engedelmeskedtek, vegyétek uratok fiainak fejét s holnap ilyenkor gyertek hozzám Jezreelbe.« A királyfiak – hetven ember – a város nagyjainál nevelkedtek.6 Τοτε εγραψε προς αυτους επιστολην δευτεραν, λεγων, Εαν ησθε εμου και εισακουητε της φωνης μου, λαβετε τας κεφαλας των ανθρωπων, των υιων του κυριου σας, και ελθετε προς εμε εις Ιεζραελ αυριον την ωραν ταυτην? οι δε υιοι του βασιλεως, εβδομηκοντα ανθρωποι, ησαν μετα των μεγαλων της πολεως, οιτινες ανετρεφον αυτους.
7 Amikor tehát a levél megérkezett hozzájuk, vették a királyfiakat s megölték a hetven embert s kosarakba tették fejüket s elküldték hozzá Jezreelbe.7 Και καθως εφθασεν η επιστολη προς αυτους, λαβοντες τους υιους του βασιλεως, εσφαξαν εβδομηκοντα ανθρωπους και εβαλον τας κεφαλας αυτων εις καλαθια και εστειλαν προς αυτον εις Ιεζραελ.
8 Amikor a követ odaért, jelentette neki, s szólt: »Elhozták a királyfiak fejét.« Erre ő azt felelte: »Rakjátok őket két rakásba a kapu mellé reggelig.«8 Και ηλθεν ο μηνυτης και ανηγγειλε προς αυτον, λεγων, Εφεραν τας κεφαλας των υιων του βασιλεως. Και ειπε, Βαλετε αυτας κατα δυο σωρους, εν τη εισοδω της πυλης, εως πρωι.
9 Amikor aztán megvirradt, kiment, odaállt s azt mondta az egész népnek: »Igazak vagytok! Én ugyan összeesküdtem uram ellen s megöltem őt, de ki ölte meg mindezeket?9 Και το πρωι εξηλθε και σταθεις ειπε προς παντα τον λαον, Σεις εισθε δικαιοι? ιδου, εγω συνωμοσα εναντιον του κυριου μου και εθανατωσα αυτον? αλλα παντας τουτους τις επαταξε;
10 Nos tehát láthatjátok, hogy semmi sem hullott a földre az Úrnak azon szavaiból, amelyeket az Úr Ácháb háza ellen mondott, s az Úr megtette, amit szolgája, Illés által szólt.«10 γνωρισατε τωρα, οτι δεν θελει πεσει εις την γην ουδεν εκ του λογου του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν ο Κυριος κατα του οικου του Αχααβ? διοτι εξετελεσεν ο Κυριος οσα ελαλησε δια του δουλου αυτου Ηλια.
11 Majd megölte Jéhu mindazokat, akik még megmaradtak Ácháb házából Jezreelben, valamint összes nagyjait, bizalmasait s papjait, úgyhogy egy sem maradt meg belőlük.11 Και επαταξεν ο Ιηου παντας τους εναπολειφθεντας εκ του οικου του Αχααβ εν Ιεζραελ, και παντας τους μεγαλους αυτου και τους οικειους αυτου και τους ιερεις αυτου, ωστε δεν αφηκεν εις αυτον υπολοιπον.
12 Aztán felkelt és elment Szamariába. Amikor útján a pásztorok hajlékához jutott,12 Επειτα σηκωθεις ανεχωρησε και ηλθεν εις Σαμαρειαν. Και εν τη οδω, ενω ητο πλησιον τινος μανδρας ποιμενων,
13 találkozott Ahaszjának, Júda királyának testvéreivel s azt mondta nekik: »Kik vagytok?« Azok azt felelték: »Ahaszja testvérei vagyunk s lemegyünk, hogy köszöntsük a király fiait s a királynő fiait.«13 ευρηκεν ο Ιηου τους αδελφους του Οχοζιου βασιλεως του Ιουδα και ειπε, Τινες εισθε; Οι δε ειπον, Ειμεθα οι αδελφοι του Οχοζιου, και καταβαινομεν να χαιρετησωμεν τους υιους του βασιλεως και τους υιους της βασιλισσης.
14 Erre ő azt mondta: »Fogjátok meg őket elevenen.« Amikor aztán megfogták őket elevenen, lemészárolták őket – negyvenkét embert – a hajlék mellett levő vízveremnél. Egyet sem hagyott meg közülük.14 Και ειπε, Συλλαβετε αυτους ζωντας. Και συνελαβον αυτους ζωντας και εσφαξαν αυτους πλησιον του φρεατος της μανδρας, τεσσαρακοντα δυο ανθρωπους? δεν αφηκαν ουδε ενα εξ αυτων.
15 Amikor aztán tovább ment onnan, Jonadábbal, Rekáb fiával találkozott s köszöntötte őt s azt mondta: »Olyan igaz-e a szíved, mint amilyen az én szívem a te szívedhez?« Azt mondta erre Jonadáb: »Igen.« »Ha igen« – mondta, – »add kezedet.« Az kezét adta neki, mire ő felvette maga mellé a szekérre,15 Και αναχωρησας εκειθεν, ευρηκε τον Ιωναδαβ υιον του Ρηχαβ, ερχομενον εις συναντησιν αυτου? και εχαιρετησεν αυτον και ειπε προς αυτον, Η καρδια σου ειναι ευθεια, καθως η καρδια μου μετα της καρδιας σου; Και απεκριθη ο Ιωναδαβ, Ειναι. Εαν ναι, δος την χειρα σου. Και εδωκε την χειρα αυτου? και ανεβιβασεν αυτον προς εαυτον επι την αμαξαν.
16 és azt mondta neki: »Gyere velem s lásd buzgalmamat az Úrért.« Helyet adott tehát neki szekerén,16 Και ειπεν, Ελθε μετ' εμου και ιδε τον ζηλον μου υπερ του Κυριου. Και επεβιβασαν αυτον εις την αμαξαν αυτου.
17 elvitte Szamariába s ott megölte mindazokat, akik még megmaradtak Ácháb házából Szamariában, egy szálig, az Úr azon szava szerint, amelyet Illés által szólt.17 Και οτε ηλθεν εις Σαμαρειαν, επαταξε παντας τους εναπολειφθεντας εκ του Αχααβ εν Σαμαρεια, εωσου ηφανισεν αυτον, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε προς τον Ηλιαν.
18 Majd egybegyűjtötte Jéhu az egész népet és azt mondta: »Ácháb keveset tisztelte Baált, én többet fogom tisztelni.18 Τοτε συνηθροισεν ο Ιηου παντα τον λαον και ειπε προς αυτους, Ο Αχααβ εδουλευσε τον Βααλ ολιγον? ο Ιηου θελει δουλευσει αυτον πολυ?
19 Most azért hívjátok hozzám Baál minden prófétáját, minden szolgáját s minden papját. Senki se maradjon el, mert nagy áldozatot mutatok be Baálnak. Aki hiányozni fog, nem marad életben.« Jéhu azonban ezt cselből cselekedte, hogy elveszíthesse Baál tisztelőit.19 τωρα λοιπον καλεσατε προς εμε παντας τους προφητας του Βααλ, παντας τους λατρευτας αυτου και παντας τους ιερεις αυτου? ας μη λειψη μηδεις? διοτι εχω θυσιαν μεγαλην εις τον Βααλ? πας οστις λειψη, δεν θελει ζησει. Πλην ο Ιηου επραξε τουτο δολιως, επι σκοπω να εξολοθρευση τους λατρευτας του Βααλ.
20 Majd azt mondta: »Szenteljetek ünnepet Baálnak.« Ki is hirdettette20 Και ειπεν ο Ιηου, Κηρυξατε πανηγυριν δια τον Βααλ. Και εκηρυξαν.
21 és megüzente Izrael minden határába. Erre eljött Baál összes szolgája – nem maradt senki sem, aki el nem jött volna –, és bementek Baál templomába, úgyhogy Baál háza színültig megtelt.21 Και επεμψεν ο Ιηου προς παντα τον Ισραηλ? και ηλθον παντες οι λατρευται του Βααλ? και δεν εμεινεν ουδεις, οστις δεν ηλθε. Και ηλθον εις τον οικον του Βααλ? και επλησθη ο οικος του Βααλ, στομα εις στομα.
22 Azt mondta erre azoknak, akik a ruhákat kezelték: »Hozzatok ruhákat Baál minden szolgájának.« Azok elő is hozták nekik a ruhákat.22 Και ειπε προς τον ιματιοφυλακα, Εξαγαγε ιματια δια παντας τους λατρευτας του Βααλ. Και εξηγαγεν εις αυτους τα ιματια.
23 Erre bement Jéhu Jonadábbal, Rekáb fiával Baál templomába és azt mondta Baál tisztelőinek: »Vizsgálódjatok s nézzetek utána, nehogy legyen közöttetek valaki az Úr szolgái közül, s hogy Baál szolgái egyedül legyenek.«23 Και εισηλθεν ο Ιηου και ο Ιωναδαβ ο υιος του Ρηχαβ εις τον οικον του Βααλ? και ειπε προς τους λατρευτας του Βααλ, Ερευνησατε και ιδετε να μη ηναι εδω με σας μηδεις εκ των δουλων του Κυριου, αλλα μονον οι λατρευται του Βααλ.
24 Bementek tehát, hogy véresáldozatokat és egészen elégő áldozatokat tegyenek. Jéhu azonban elkészített magának kinn nyolcvan embert s azt mondta nekik: »Aki elszalaszt egyet ez emberek közül, akiket én a kezetekbe juttatok, életével lakol annak életéért.«24 Και οτε εισηλθον δια να προσφερωσι θυσιας και ολοκαυτωματα, ο Ιηου διεταξεν εξω ογδοηκοντα ανδρας και ειπεν, Οστις αφηση να διασωθη τις εκ των ανθρωπων, τους οποιους εγω εφερα εις τας χειρας σας, η ζωη αυτου θελει εισθαι αντι της ζωης εκεινου.
25 Amikor aztán bevégezték az egészen elégő áldozatot, az történt, hogy Jéhu megparancsolta vitézeinek s főtisztjeinek: »Menjetek be s üssétek le őket, el ne meneküljön egy sem!« Erre kardélre hányták és odadobták őket a vitézek s a főtisztek, majd behatoltak Baál templomának városába25 Και ως ετελειωσε προσφερων το ολοκαυτωμα, ειπεν ο Ιηου προς τους δορυφορους και προς τους ταγματαρχας, Εισελθετε, παταξατε αυτους? μηδεις ας μη εξελθη. Και επαταξαν αυτους οι δορυφοροι και οι ταγματαρχαι εν στοματι μαχαιρας και ερριψαν εξω? και υπηγαν εως της πολεως του οικου του Βααλ.
26 s kihozták a bálványt Baál templomából és elégették26 Και εξεβαλον τα ειδωλα του οικου του Βααλ και κατεκαυσαν αυτα.
27 s összetörték, aztán lerombolták Baál házát s árnyékszéket csináltak a helyére mind a mai napig.27 Και κατεσυντριψαν το ειδωλον του Βααλ και κατεκρημνισαν τον οικον του Βααλ, και εκαμον αυτον κοπρωνα εως της ημερας ταυτης.
28 Jéhu tehát kipusztította Baált Izraelből,28 Ουτως ηφανισεν ο Ιηου τον Βααλ εκ του Ισραηλ.
29 de Jeroboámnak, Nábát fiának bűneitől, aki vétekre vitte Izraelt, nem távozott el s nem hagyta el az aranyborjúkat, amelyek Bételben és Dánban voltak.29 Πλην δεν απεμακρυνθη ο Ιηου απο των αμαρτιων του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση, απο των χρυσων μοσχων των εν Βαιθηλ και των εν Δαν.
30 Pedig az Úr azt mondta Jéhunak: »Mivel oly serényen megcselekedted azt, ami igaz és kedves volt szemem előtt s végrehajtottad Ácháb házán mindazt, amit szívem akart, fiaid negyedíziglen fognak ülni Izrael trónján.«30 Και ειπε Κυριος προς τον Ιηου, Επειδη επραξας καλως εκτελεσας το αρεστον εις τους οφθαλμους μου, και εκαμες εις τον οικον του Αχααβ κατα παντα οσα ησαν εν τη καρδια μου, οι υιοι σου μεχρι της τεταρτης γενεας θελουσι καθισει επι του θρονου του Ισραηλ.
31 Jéhu azonban nem ügyelt arra, hogy teljes szívéből az Úrnak, Izrael Istenének törvénye szerint járjon: nem távozott ugyanis Jeroboám vétkeitől, aki vétekre vitte Izraelt.31 Και δεν επροσεξεν ο Ιηου να περιπατη εξ ολης της καρδιας αυτου εν τω νομω Κυριου του Θεου του Ισραηλ? δεν απεμακρυνθη απο των αμαρτιων του Ιεροβοαμ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση.
32 Abban az időben az Úrnak kezdett terhére lenni Izrael, s azért Házaél megverte őket Izraelnek azon egész területén,32 Εν εκειναις ταις ημεραις ηρχισεν ο Κυριος να κολοβονη τον Ισραηλ? και επαταξεν αυτους ο Αζαηλ εις παντα τα ορια του Ισραηλ?
33 amely a Jordántól keletre van, megverte Gileádnak egész földjét, azaz Gádot, Rúbent és Manasszét, Ároertől kezdve, amely az Arnon patak mellett van, Gileádot is, Básánt is.33 απο Ιορδανου, προς ανατολας ηλιου, πασαν την γην Γαλααδ, τους Γαδιτας και τους Ρουβηνιτας και τους Μανασσιτας απο Αροηρ, της επι του χειμαρρου Αρνων, την τε Γαλααδ και την Βασαν.
34 Jéhu egyéb dolgai pedig s mindaz, amit cselekedett, meg a vitézsége, nemde meg vannak írva Izrael királyainak krónikás könyvében?34 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιηου και παντα οσα επραξε και παντα τα κατορθωματα αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;
35 Amikor Jéhu aludni tért atyáihoz, eltemették Szamariában s fia, Joacház lett a király helyette.35 Και εκοιμηθη ο Ιηου μετα των πατερων αυτου? και εθαψαν αυτον εν Σαμαρεια. Εβασιλευσε δε αντ' αυτου Ιωαχαζ ο υιος αυτου.
36 Az idő, amely alatt Jéhu Izraelen, Szamariában uralkodott, huszonnyolc esztendő volt.36 Και ο καιρος, καθ' ον ο Ιηου εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ εν Σαμαρεια, ητο εικοσιοκτω ετη.