Királyok második könyve 1
12345678910111213141516171819202122232425
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Ácháb halála után Moáb elszakadt Izraeltől. | 1 και ηθετησεν μωαβ εν ισραηλ μετα το αποθανειν αχααβ |
2 Ahaszja pedig átesett Szamariában levő felső termének korlátján, és megbetegedett. Ekkor elküldte követeit ezekkel a szavakkal: »Menjetek, kérdezzétek meg Beelzebubot, Akkaron istenét, meggyógyulok-e ebből a betegségemből?« | 2 και επεσεν οχοζιας δια του δικτυωτου του εν τω υπερωω αυτου τω εν σαμαρεια και ηρρωστησεν και απεστειλεν αγγελους και ειπεν προς αυτους δευτε και επιζητησατε εν τη βααλ μυιαν θεον ακκαρων ει ζησομαι εκ της αρρωστιας μου ταυτης και επορευθησαν επερωτησαι δι' αυτου |
3 Így szólt ekkor az Úr angyala a tisbei Illéshez: »Kelj fel, menj Szamaria királyának követei elé, és mondd nekik: Hát nincs Isten Izraelben, hogy Beelzebubot, Akkaron istenét mentek megkérdezni? | 3 και αγγελος κυριου ελαλησεν προς ηλιου τον θεσβιτην λεγων αναστας δευρο εις συναντησιν των αγγελων οχοζιου βασιλεως σαμαρειας και λαλησεις προς αυτους ει παρα το μη ειναι θεον εν ισραηλ υμεις πορευεσθε επιζητησαι εν τη βααλ μυιαν θεον ακκαρων |
4 Ezért ezt üzeni az Úr: Az ágyról, amelyre felszálltál, leszállni nem fogsz, hanem bizony meghalsz!« – Illés elment, | 4 και ουχ ουτως οτι ταδε λεγει κυριος η κλινη εφ' ης ανεβης εκει ου καταβηση απ' αυτης οτι εκει θανατω αποθανη και επορευθη ηλιου και ειπεν προς αυτους |
5 azután a követek visszatértek Ahaszjához. A király megkérdezte tőlük: »Miért jöttetek vissza?« | 5 και επεστραφησαν οι αγγελοι προς αυτον και ειπεν προς αυτους τι οτι επεστρεψατε |
6 Azok azt felelték neki: »Elénk jött egy ember, és azt mondta nekünk: ‘Menjetek, térjetek vissza a királyhoz, aki küldött titeket, és mondjátok neki: Ezt üzeni az Úr: Talán azért küldesz Beelzebubhoz, Akkaron istenéhez válaszért, mert nincs Isten Izraelben? Ezért az ágyról, amelyre felszálltál, leszállni nem fogsz, hanem bizony meghalsz.’« | 6 και ειπαν προς αυτον ανηρ ανεβη εις συναντησιν ημων και ειπεν προς ημας δευτε επιστραφητε προς τον βασιλεα τον αποστειλαντα υμας και λαλησατε προς αυτον ταδε λεγει κυριος ει παρα το μη ειναι θεον εν ισραηλ συ πορευη ζητησαι εν τη βααλ μυιαν θεον ακκαρων ουχ ουτως η κλινη εφ' ης ανεβης εκει ου καταβηση απ' αυτης οτι θανατω αποθανη |
7 Erre ő megkérdezte őket: »Milyen formájú és öltözetű az az ember, aki elétek jött, és ezeket a szavakat mondta?« | 7 και ελαλησεν προς αυτους λεγων τις η κρισις του ανδρος του αναβαντος εις συναντησιν υμιν και λαλησαντος προς υμας τους λογους τουτους |
8 Azok ezt felelték: »Egy ember szőrpalástban és a derekán bőrövvel.« A király erre így szólt: »A tisbei Illés az!« | 8 και ειπον προς αυτον ανηρ δασυς και ζωνην δερματινην περιεζωσμενος την οσφυν αυτου και ειπεν ηλιου ο θεσβιτης ουτος εστιν |
9 Elküldött tehát hozzá egy ötvenes hadnagyot, ötven alattvalójával együtt. Az felment hozzá – ő éppen a hegy tetején üldögélt –, és azt mondta neki: »Isten embere! A király azt parancsolta, hogy jöjj le.« | 9 και απεστειλεν προς αυτον ηγουμενον πεντηκονταρχον και τους πεντηκοντα αυτου και ανεβη και ηλθεν προς αυτον και ιδου ηλιου εκαθητο επι της κορυφης του ορους και ελαλησεν ο πεντηκονταρχος προς αυτον και ειπεν ανθρωπε του θεου ο βασιλευς εκαλεσεν σε καταβηθι |
10 Illés azt felelte az ötvenes hadnagynak: »Ha Isten embere vagyok, szálljon le tűz az égből, és emésszen meg téged és ötven emberedet.« Erre tűz szállt le az égből, és megemésztette őt a vele levő ötven emberrel együtt. | 10 και απεκριθη ηλιου και ειπεν προς τον πεντηκονταρχον και ει ανθρωπος του θεου εγω καταβησεται πυρ εκ του ουρανου και καταφαγεται σε και τους πεντηκοντα σου και κατεβη πυρ εκ του ουρανου και κατεφαγεν αυτον και τους πεντηκοντα αυτου |
11 Erre ismét elküldött a király egy másik ötvenes hadnagyot, és vele ötven embert. Ez így szólt hozzá: »Isten embere: ezt üzeni a király: ‘Siess, jöjj le!’« | 11 και προσεθετο ο βασιλευς και απεστειλεν προς αυτον αλλον πεντηκονταρχον και τους πεντηκοντα αυτου και ανεβη και ελαλησεν ο πεντηκονταρχος προς αυτον και ειπεν ανθρωπε του θεου ταδε λεγει ο βασιλευς ταχεως καταβηθι |
12 Illés azt válaszolta: »Ha Isten embere vagyok, szálljon le tűz az égből, és emésszen meg téged és ötven emberedet.« Erre tűz szállt le az égből, és megemésztette őt ötven emberével együtt. | 12 και απεκριθη ηλιου και ελαλησεν προς αυτον και ειπεν ει ανθρωπος του θεου εγω ειμι καταβησεται πυρ εκ του ουρανου και καταφαγεται σε και τους πεντηκοντα σου και κατεβη πυρ εκ του ουρανου και κατεφαγεν αυτον και τους πεντηκοντα αυτου |
13 Erre ismét elküldött egy harmadik ötvenes hadnagyot, ötven emberével együtt. Amikor az odaért, térdet hajtott Illés előtt, könyörgött neki, és azt mondta: »Isten embere, gondolj életemre és velem levő szolgáid életére! | 13 και προσεθετο ο βασιλευς ετι αποστειλαι ηγουμενον πεντηκονταρχον τριτον και τους πεντηκοντα αυτου και ηλθεν προς αυτον ο πεντηκονταρχος ο τριτος και εκαμψεν επι τα γονατα αυτου κατεναντι ηλιου και εδεηθη αυτου και ελαλησεν προς αυτον και ειπεν ανθρωπε του θεου εντιμωθητω δη η ψυχη μου και η ψυχη των δουλων σου τουτων των πεντηκοντα εν οφθαλμοις σου |
14 Íme, tűz szállt le az égből, és megemésztette a két első ötvenes hadnagyot és azt az ötven-ötven embert, aki velük volt; most azonban kérlek, irgalmazz életemnek!« | 14 ιδου κατεβη πυρ εκ του ουρανου και κατεφαγεν τους δυο πεντηκονταρχους τους πρωτους και τους πεντηκοντα αυτων και νυν εντιμωθητω δη η ψυχη των δουλων σου εν οφθαλμοις σου |
15 Így szólt erre az Úr angyala Illéshez: »Menj le vele, ne félj!« Felkelt tehát, lement vele a királyhoz, | 15 και ελαλησεν αγγελος κυριου προς ηλιου και ειπεν καταβηθι μετ' αυτου μη φοβηθης απο προσωπου αυτων και ανεστη ηλιου και κατεβη μετ' αυτου προς τον βασιλεα |
16 és így szólt hozzá: »Ezt üzeni az Úr: Mivel Beelzebubhoz, Akkaron istenéhez küldtél követeket válaszért, mintha Izraelben nem volna Isten, akitől feleletet kérhetnél, azért az ágyról, amelyre felszálltál, leszállni nem fogsz, hanem bizony meghalsz.« | 16 και ελαλησεν προς αυτον και ειπεν ηλιου ταδε λεγει κυριος τι οτι απεστειλας αγγελους ζητησαι εν τη βααλ μυιαν θεον ακκαρων ουχ ουτως η κλινη εφ' ης ανεβης εκει ου καταβηση απ' αυτης οτι θανατω αποθανη |
17 Meg is halt, az Úr szava szerint, amelyet Illés mondott. Mivel fia nem volt, a testvére, Jórám lett a király helyette, Jórámnak, Jozafát fiának, Júda királyának második esztendejében. | 17 και απεθανεν κατα το ρημα κυριου ο ελαλησεν ηλιου |
18 Ahaszja egyéb dolgai pedig, amelyeket cselekedett, ugye, meg vannak írva Izrael királyainak krónikás könyvében? | 18 και τα λοιπα των λογων οχοζιου οσα εποιησεν ουκ ιδου ταυτα γεγραμμενα επι βιβλιου λογων των ημερων τοις βασιλευσιν ισραηλ [18α] και ιωραμ υιος αχααβ βασιλευει επι ισραηλ εν σαμαρεια ετη δεκα δυο εν ετει οκτωκαιδεκατω ιωσαφατ βασιλεως ιουδα [18β] και εποιησεν το πονηρον ενωπιον κυριου πλην ουχ ως οι αδελφοι αυτου ουδε ως η μητηρ αυτου [18χ] και απεστησεν τας στηλας του βααλ ας εποιησεν ο πατηρ αυτου και συνετριψεν αυτας πλην εν ταις αμαρτιαις οικου ιεροβοαμ ος εξημαρτεν τον ισραηλ εκολληθη ουκ απεστη απ' αυτων [18δ] και εθυμωθη οργη κυριος εις τον οικον αχααβ |