Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 5


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Un homme appelé Ananias vendit également une propriété en accord avec sa femme Saphire,1 Ανθρωπος δε τις Ανανιας το ονομα μετα της γυναικος αυτου Σαπφειρης επωλησε κτημα
2 mais il mit de côté une partie de cet argent et sa femme le savait. Il apporta et déposa l’autre partie aux pieds des apôtres.2 και εκρατησεν απο της τιμης, εν γνωσει και της γυναικος αυτου, και φερων μερος τι εθεσεν εις τους ποδας των αποστολων.
3 Pierre alors lui dit: "Qu’est-ce que Satan t’a mis dans la tête, Ananias? Tu as mis de côté une partie de l’argent et tu viens mentir à l’Esprit Saint!3 Ειπε δε ο Πετρος? Ανανια, δια τι εγεμισεν ο Σατανας την καρδιαν σου, ωστε να ψευσθης εις το Πνευμα το Αγιον και να κρατησης απο της τιμης του αγρου;
4 Tu pouvais garder ton champ, tu pouvais le vendre et l’argent t’appartenait; pourquoi as-tu monté cette histoire? Ce n’est pas à des hommes que tu as menti, mais à Dieu.”4 Ενω εμενε, δεν ητο σου; και αφου επωληθη, δεν ητο εν τη εξουσια σου; δια τι εβαλες εν τη καρδια σου το πραγμα τουτο; δεν εψευσθης εις ανθρωπους, αλλ' εις τον Θεον.
5 En entendant ces paroles, Ananias s’écroula, sans vie: la crainte s’empara de tous ceux qui l’apprirent.5 Ενω δε ηκουεν ο Ανανιας τους λογους τουτους, επεσε και εξεψυχησε, και επεπεσε φοβος μεγας επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
6 Les jeunes se mirent d’accord pour son convoi, ils enlevèrent son corps et le mirent en terre.6 Σηκωθεντες δε οι νεωτεροι, ετυλιξαν αυτον και εκβαλοντες εθαψαν.
7 Mais voici que trois heures plus tard sa femme arrive sans rien savoir de ce qui s’est passé.7 Μετα δε περιπου τρεις ωρας εισηλθεν η γυνη αυτου, μη εξευρουσα το γεγονος.
8 Pierre lui adresse la parole: "Dis-moi, c’est à ce prix-là que vous avez vendu le terrain?” Elle lui répond: "Mais oui, c’est exact.”8 Και απεκριθη προς αυτην ο Πετρος? Ειπε μοι, δια τοσον επωλησατε τον αγρον; Και εκεινη ειπε? Ναι, δια τοσον.
9 Et Pierre lui dit: "Alors, vous vous êtes mis d’accord pour mentir à l’Esprit Saint? Entends les pas de ceux qui viennent d’enterrer ton mari: ils sont à la porte et ils vont t’emporter.”9 Και ο Πετρος ειπε προς αυτην? Δια τι συνεφωνησατε να πειραζητε το Πνευμα του Κυριου; ιδου, εις την θυραν οι ποδες των θαψαντων τον ανδρα σου και θελουσιν εκβαλει και σε.
10 Au même instant elle s’écroule à ses pieds et rend l’âme. Les jeunes gens étaient de retour; ils la trouvèrent morte et ils l’emportèrent pour l’enterrer à côté de son mari.10 Και επεσε παρευθυς εις τους ποδας αυτου και εξεψυχησεν? εισελθοντες δε οι νεανισκοι, ευρον αυτην νεκραν και εκβαλοντες εθαψαν πλησιον του ανδρος αυτης.
11 À la suite de quoi une grande crainte s’empara de l’Église et de tous ceux qui furent mis au courant.11 Και επεπεσε φοβος μεγας εφ' ολην την εκκλησιαν και επι παντας τους ακουοντας ταυτα.
12 Beaucoup de miracles et de choses prodigieuses survenaient dans le peuple par les mains des apôtres. Ils se retrouvaient tous au Portique de Salomon12 Πολλα δε σημεια και τερατα εγινοντο εν τω λαω δια των χειρων των αποστολων? και ησαν ομοθυμαδον απαντες εν τη στοα του Σολομωντος.
13 et personne d’autre n’osait se mêler à eux, mais le peuple les avait en grande estime.13 Εκ δε των λοιπων ουδεις ετολμα να προσκολληθη εις αυτους, ο λαος ομως εμεγαλυνεν αυτους?
14 Mieux: une quantité d’hommes et de femmes croyaient dans le Seigneur et venaient augmenter leur nombre.14 και προσετιθεντο μαλλον πιστευοντες εις τον Κυριον, πληθη ανδρων τε και γυναικων,
15 On allait jusqu’à amener les malades à la rue, on les déposait sur des lits ou des civières là où Pierre allait passer, pour que son ombre au moins fasse effet sur l’un d’eux.15 ωστε εφερον εξω εις τας πλατειας τους ασθενεις και εθετον επι κλινων και κραββατων, δια να επισκιαση καν η σκια του Πετρου ερχομενου τινα εξ αυτων.
16 Une foule de gens accouraient des villes voisines de Jérusalem, amenant leurs malades et les personnes possédées par des esprits impurs: tous étaient guéris.16 Συνηρχετο δε και το πληθος των περιξ πολεων εις Ιερουσαλημ φεροντες ασθενεις και ενοχλουμενους υπο πνευματων ακαθαρτων, οιτινες εθεραπευοντο απαντες.
17 Le grand prêtre intervint avec tous ceux de son groupe, le parti des Saducéens, car ils étaient décidés à en finir.17 Και σηκωθεις ο αρχιερευς και παντες οι μετ' αυτου, οιτινες ησαν αιρεσις των Σαδδουκαιων, επλησθησαν ζηλου
18 Ils firent arrêter les apôtres et on les mit dans la prison publique.18 και επεβαλον τας χειρας αυτων επι τους αποστολους, και εβαλον αυτους εις δημοσιαν φυλακην.
19 Mais voici que durant la nuit un ange du Seigneur ouvrit les portes de la prison et les mit dehors en leur disant:19 Αγγελος ομως Κυριου δια της νυκτος ηνοιξε τας θυρας της φυλακης, και εκβαλων αυτους ειπεν.
20 "Allez, vous vous tiendrez dans le Temple et vous redirez au peuple tout ce message porteur de vie.”20 Υπαγετε, και σταθεντες λαλειτε εν τω ιερω προς τον λαον παντας τους λογους της ζωης ταυτης.
21 Suivant ce qu’on leur disait, ils entrèrent au Temple dès le matin et commencèrent à enseigner. Au même moment le grand prêtre et son entourage convoquaient le Sanhédrin avec tous les Anciens. C’est alors qu’on envoie un ordre à la prison pour les faire amener.21 Και ακουσαντες εισηλθον την αυγην εις το ιερον και εδιδασκον. Ελθων δε ο αρχιερευς και οι μετ' αυτου, συνεκαλεσαν το συνεδριον και ολην την γερουσιαν των υιων του Ισραηλ και εστειλαν εις το δεσμωτηριον, δια να φερωσιν αυτους.
22 Les gardes du Temple y vont et ne les trouvent pas; ils reviennent et disent:22 Οι δε υπηρεται ελθοντες δεν ευρον αυτους εν τη φυλακη, και επιστρεψαντες απηγγειλαν,
23 "Nous avons trouvé la prison verrouillée, les gardes étaient à leur poste devant les portes, mais quand nous avons ouvert, il n’y avait personne à l’intérieur.”23 λεγοντες οτι το μεν δεσμωτηριον ευρομεν κεκλεισμενον μετα πασης ασφαλειας, και τους φυλακας ισταμενους εξω εμπροσθεν των θυρων, ανοιξαντες δε ουδενα ευρομεν εσω.
24 En entendant ce rapport, le chef de la police du Temple et les chefs des prêtres se demandent ce qui a bien pu leur arriver.24 Ως δε ηκουσαν τους λογους τουτους και ο ιερευς και ο στρατηγος του ιερου και οι αρχιερεις, ησαν εν απορια περι αυτων εις τι εμελλε να καταντηση τουτο.
25 Quelqu’un arrive sur ces entrefaites et leur donne la nouvelle: "Les hommes que vous avez envoyés à la prison sont en ce moment dans le Temple, ils enseignent le peuple.”25 Και ελθων τις απηγγειλε προς αυτους, λεγων οτι ιδου, οι ανθρωποι, τους οποιους εβαλετε εις την φυλακην, ιστανται εν τω ιερω και διδασκουσι τον λαον.
26 Le chef de la police du Temple s’y rend alors avec les auxiliaires et il les amène, mais sans violence, car ils n’ont pas envie de se faire lapider par le peuple26 Τοτε υπηγεν ο στρατηγος μετα των υπηρετων και εφερεν αυτους, ουχι μετα βιας? διοτι εφοβουντο τον λαον, μη λιθοβοληθωσι.
27 Donc on les amène, on les fait comparaître devant le Sanhédrin et le grand prêtre les interroge.27 Και αφου εφεραν αυτους, εστησαν εν τω συνεδριω. Και ηρωτησεν αυτους ο αρχιερευς
28 Il leur dit: "Nous vous avons strictement défendu d’enseigner au nom de cet homme, mais à présent on n’entend plus que votre enseignement dans Jérusalem et vous nous rendez responsables de la mort de cet homme.”28 λεγων? Δεν σας παρηγγειλαμεν ρητως να μη διδασκητε εν τω ονοματι τουτω; και ιδου, εγεμισατε την Ιερουσαλημ απο της διδαχης σας, και θελετε να φερητε εφ' ημας το αιμα του ανθρωπου τουτου.
29 Alors Pierre leur dit, avec les apôtres: "C’est à Dieu qu’il faut obéir d’abord, non aux hommes.29 Αποκριθεις δε ο Πετρος και οι αποστολοι, ειπον? Πρεπει να πειθαρχωμεν εις τον Θεον μαλλον παρα εις τους ανθρωπους.
30 Le Dieu de nos pères a ressuscité ce Jésus que vous avez fait mourir, suspendu au bois.30 Ο Θεος των πατερων ημων ανεστησε τον Ιησουν, τον οποιον σεις εθανατωσατε κρεμασαντες επι ξυλου?
31 Dieu l’a élevé, il l’a mis à sa droite comme un chef, un Sauveur, pour donner à Israël la repentance et le pardon des péchés.31 τουτον ο Θεος υψωσε δια της δεξιας αυτου Αρχηγον και Σωτηρα, δια να δωση μετανοιαν εις τον Ισραηλ και αφεσιν αμαρτιων.
32 Nous sommes témoins de ces choses, et avec nous l’Esprit Saint que Dieu a donné à ceux qui lui obéissent.”32 Και ημεις ειμεθα μαρτυρες αυτου περι των λογων τουτων, και το Πνευμα δε το Αγιον, το οποιον εδωκεν ο Θεος εις τους πειθαρχουντας εις αυτον.
33 Les autres écoutaient tout cela les dents serrées, ils auraient voulu les tuer.33 Οι δε ακουσαντες ετριζον τους οδοντας και εβουλευοντο να θανατωσωσιν αυτους.
34 C’est alors que se leva, dans le Conseil, un Pharisien nommé Gamaliel, un docteur de la Loi fort estimé de tout le peuple. Il donna un ordre: "Faites sortir un instant ces hommes”.34 Σηκωθεις δε εν τω συνεδριω Φαρισαιος τις Γαμαλιηλ το ονομα, νομοδιδασκαλος τιμωμενος υπο παντος του λαου, προσεταξε να εκβαλωσι τους αποστολους δι' ολιγην ωραν,
35 Puis il dit à ceux du Conseil: "Israélites, n’agissez pas à la légère avec ces hommes.35 και ειπε προς αυτους? Ανδρες Ισραηλιται, προσεχετε εις εαυτους περι των ανθρωπων τουτων τι μελλετε να πραξητε.
36 Rappelez-vous Theudas qui s’est lancé il y a un certain nombre d’années. Il se présentait comme un grand personnage et 400 hommes ont pris son parti. Puis il a été tué et tous ceux qui croyaient en lui se sont désorganisés, il n’en est rien resté.36 Διοτι προ τουτων των ημερων εσηκωθη ο Θευδας, λεγων εαυτον οτι ειναι μεγας τις, εις τον οποιον προσεκολληθη αριθμος ανδρων εως τετρακοσιων? οστις εφονευθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διελυθησαν και κατηντησαν εις ουδεν.
37 Plus tard est venu Judas le Galiléen, à l’époque du recensement; il a entraîné tout un monde derrière lui. Puis il s’est fait tuer lui aussi, et tous ceux qui croyaient en lui se sont dispersés.37 Μετα τουτον εσηκωθη Ιουδας ο Γαλιλαιος εν ταις ημεραις της απογραφης και εσυρεν οπισω αυτου αρκετον λαον? και εκεινος απωλεσθη, και παντες οσοι επειθοντο εις αυτον διεσκορπισθησαν.
38 “Voilà pourquoi je vous dis: Laissez ces hommes, ne vous occupez plus d’eux.38 Και τωρα σας λεγω, απεχετε απο των ανθρωπων τουτων και αφησατε αυτους? διοτι εαν η βουλη αυτη η το εργον τουτο ηναι εξ ανθρωπων, θελει ματαιωθη?
39 Si leur projet, ou leur activité, vient des hommes, cela se défera. Mais si cela vient de Dieu, vous ne pourrez pas le détruire: voudriez-vous vous retrouver luttant contre Dieu?” Ils se laissèrent convaincre39 εαν ομως ηναι εκ Θεου, δεν δυνασθε να ματαιωσητε αυτο, και προσεχετε μηπως ευρεθητε και θεομαχοι. Και επεισθησαν εις αυτον,
40 et ils firent appeler les apôtres. Ils les firent bâtonner, puis ils leur défendirent de proclamer le Nom de Jésus et ils les remirent en liberté.40 και προσκαλεσαντες τους αποστολους, εδειραν και παρηγγειλαν να μη λαλωσιν εν τω ονοματι του Ιησου, και απελυσαν αυτους.
41 Eux sortirent tout joyeux de leur comparution devant le Sanhédrin, car ils avaient été jugés dignes de se faire maltraiter pour ce Nom.41 Εκεινοι λοιπον ανεχωρουν απο προσωπου του συνεδριου, χαιροντες οτι υπερ του ονοματος αυτου ηξιωθησαν να ατιμασθωσι.
42 Et de tout le jour ils n’arrêtaient pas: dans le Temple et de maison en maison ils enseignaient et proclamaient Jésus, le Messie.42 Και πασαν ημεραν εν τω ιερω και κατ' οικον δεν επαυον διδασκοντες και ευαγγελιζομενοι τον Ιησουν Χριστον.