Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Actes des Apôtres 22


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 “Frères et pères, écoutez un peu, laissez-moi m’expliquer.”1 Ανδρες αδελφοι και πατερες, ακουσατε με απολογουμενον τωρα προς εσας.
2 Quand ils ont vu qu’il leur parlait en hébreu, ils se sont tenus plus tranquilles.2 Ακουσαντες δε οτι ελαλει προς αυτους εις την Εβραικην διαλεκτον, εδειξαν περισσοτεραν ησυχιαν. Και ειπεν?
3 Il a alors continué: "Je suis né Juif, je suis de Tarse en Cilicie mais j’ai été éduqué ici dans cette ville. Avec Gamaliel comme maître, j’ai été instruit de la Loi de nos pères de la façon la plus correcte et j’étais fanatique pour Dieu comme vous l’êtes tous aujourd’hui.3 Εγω μεν ειμαι ανθρωπος Ιουδαιος, γεγεννημενος εν Ταρσω της Κιλικιας, ανατεθραμμενος δε εν τη πολει ταυτη παρα τους ποδας του Γαμαλιηλ, πεπαιδευμενος κατα την ακριβειαν του πατροπαραδοτου νομου, ζηλωτης ων του Θεου, καθως παντες σεις εισθε σημερον?
4 “J’ai donc poursuivi à mort ce Chemin: je faisais arrêter et mettre en prison les femmes comme les hommes.4 οστις κατετρεξα μεχρι θανατου ταυτην την οδον, δεσμευων και παραδιδων εις φυλακας ανδρας τε και γυναικας,
5 Le grand prêtre et tout le conseil des Anciens peuvent le dire: avec des lettres de pouvoir qu’ils m’ont données, je suis parti chez nos frères de Damas. Je devais faire arrêter ceux du Chemin qui s’y trouvaient et les ramener à Jérusalem pour y recevoir leur condamnation.5 καθως και ο αρχιερευς μαρτυρει εις εμε και ολον το πρεσβυτεριον? παρα των οποιων και επιστολας λαβων προς τους αδελφους, επορευομην εις Δαμασκον δια να φερω δεδεμενους εις Ιερουσαλημ και τους εκει οντας, δια να τιμωρηθωσιν.
6 “J’étais sur la route et déjà proche de Damas quand, aux environs de midi, tout d’un coup il y a eu comme un éclair, une lumière qui du ciel se projetait sur moi.6 Ενω δε οδοιπορων επλησιαζον εις την Δαμασκον, περι την μεσημβριαν εξαιφνης εστραψε περι εμε φως πολυ εκ του ουρανου,
7 Je suis tombé à terre et j’ai entendu une voix qui me disait: ‘Saul, Saul, pourquoi me persécutes-tu?’7 και επεσον εις το εδαφος και ηκουσα φωνην λεγουσαν προς εμε? Σαουλ, Σαουλ, τι με διωκεις;
8 “J’ai répondu: ‘Qui es-tu, Seigneur?’ et lui m’a dit: ‘Je suis Jésus de Nazareth que tu persécutes.’8 Εγω δε απεκριθην? Τις εισαι, Κυριε; Και ειπε προς εμε? Εγω ειμαι Ιησους ο Ναζωραιος, τον οποιον συ διωκεις.
9 “Ceux qui m’accompagnaient avaient vu la lumière, mais ils n’entendaient pas celui qui me parlait.9 Οι οντες δε μετ' εμου το μεν φως ειδον και κατεφοβηθησαν, την φωνην ομως του λαλουντος προς εμε δεν ηκουσαν.
10 Alors j’ai dit: ‘Seigneur, que dois-je faire?’ Le Seigneur m’a répondu: ‘Relève-toi, va à Damas et là on te dira ce que tu dois faire, comme c’est déjà prévu pour toi.’10 Και ειπον? Τι να καμω, Κυριε; Και ο Κυριος ειπε προς εμε? Σηκωθεις υπαγε εις Δαμασκον, και εκει θελει σοι λαληθη περι παντων οσα ειναι διωρισμενα να καμης.
11 “La lumière avait été telle que je restais sans voir; mes compagnons m’ont donc pris par la main jusqu’à l’arrivée à Damas.11 Και επειδη εκ της λαμπροτητος του φωτος εκεινου δεν εβλεπον, χειραγωγουμενος υπο των οντων μετ' εμου ηλθον εις Δαμασκον.
12 Il y avait là un certain Ananias, un homme très observant de la Loi: tous les Juifs installés là-bas en disent du bien.12 Ανανιας δε τις, ανθρωπος ευσεβης κατα τον νομον, μαρτυρουμενος υπο παντων των εκει κατοικουντων Ιουδαιων,
13 Il est venu me trouver et il m’a dit: ‘Frère Saul, recouvre la vue!’ Au même moment j’ai pu voir.13 ηλθε προς εμε και σταθεις επανω μου μοι, ειπε? Σαουλ αδελφε, αναβλεψον. Και εγω τη αυτη ωρα ανεβλεψα εις αυτον.
14 Il m’a dit alors: ‘Le Dieu de nos pères t’a choisi d’avance pour connaître ses desseins, pour voir le Juste et entendre sa propre voix.14 Ο δε ειπεν? Ο Θεος των πατερων ημων σε διωρισε να γνωρισης το θελημα αυτου και να ιδης τον δικαιον και να ακουσης φωνην εκ του στοματος αυτου,
15 Avec tout ce que tu as vu et entendu, tu lui rendras témoignage devant les personnes les plus diverses.15 διοτι θελεις εισθαι μαρτυς περι αυτου προς παντας τους ανθρωπους των οσα ειδες και ηκουσας.
16 Que te reste-t-il à faire? Reçois le baptême et invoque son Nom: ainsi tu seras lavé de tes péchés.’16 Και τωρα τι βραδυνεις; σηκωθεις βαπτισθητι και απολουσθητι απο των αμαρτιων σου, επικαλεσθεις το ονομα του Κυριου.
17 “Après mon retour à Jérusalem, un jour où je priais au Temple, j’ai eu une extase.17 Αφου δε υπεστρεψα εις Ιερουσαλημ, ενω προσηυχομην εν τω ιερω, ηλθον εις εκστασιν
18 Je l’ai vu qui me disait: ‘N’attends pas davantage, sors au plus tôt de Jérusalem, car ils ne feront aucun cas de ton témoignage à mon sujet.’18 και ειδον αυτον λεγοντα προς εμε? Σπευσον και εξελθε ταχεως εξ Ιερουσαλημ, διοτι δεν θελουσι παραδεχθη την περι εμου μαρτυριαν σου.
19 “J’ai répondu: ‘Seigneur, ils savent bien que j’emprisonnais ceux qui croient en toi et que je les faisais flageller dans les synagogues.19 Και εγω ειπον? Κυριε, αυτοι εξευρουσιν οτι εγω εφυλακιζον και εδερον εν ταις συναγωγαις τους πιστευοντας εις σε?
20 Et quand on a versé le sang d’Étienne, ton martyr, j’étais présent et j’étais d’accord. Même je gardais les vêtements de ceux qui le mettaient à mort.’20 και οτε εχυνετο το αιμα Στεφανου του μαρτυρος σου, και εγω ημην παρων και συνεφωνουν εις τον φονον αυτου και εφυλαττον τα ιματια των φονευοντων αυτον.
21 Mais le Seigneur m’a dit: ‘Pars, je t’envoie au loin, vers les païens!’… ”21 Και ειπε προς εμε? Υπαγε, διοτι εγω θελω σε εξαποστειλει εις εθνη μακραν.
22 Jusqu’à cette dernière phrase on avait écouté Paul. Mais alors ils se mirent à crier: "Débarrassez le monde de cet individu, il n’a pas le droit de vivre!”22 Και μεχρι τουτου του λογου ηκουον αυτον? τοτε δε υψωσαν την φωνην αυτων, λεγοντες? Σηκωσον απο της γης τον τοιουτον? διοτι δεν πρεπει να ζη.
23 Ils criaient, ils déchiraient leurs vêtements et soulevaient des nuages de poussière.23 Και επειδη αυτοι εκραυγαζον και ετιναζον τα ιματια και ερριπτον κονιορτον εις τον αερα,
24 Le commandant ordonna de faire passer Paul dans la forteresse, puis il demanda de le flageller jusqu’à ce qu’on sache pourquoi on criait tellement contre lui.24 ο χιλιαρχος προσεταξε να φερθη εις το φρουριον, παραγγειλας να εξετασθη δια μαστιγων, δια να γνωριση δια ποιαν αιτιαν εφωναζον ουτω κατ' αυτου.
25 Mais quand on voulut lui enlever ses vêtements, Paul dit au centurion: "Avez-vous le droit de flageller un citoyen romain tant qu’il n’a pas été jugé?”25 Και καθως εξηπλωσεν αυτον δεδεμενον με τα λωρια, ο Παυλος ειπε προς τον παρεστωτα εκατονταρχον? Ειναι ταχα νομιμον εις εσας ανθρωπον Ρωμαιον και ακατακριτον να μαστιγονητε;
26 Le centurion alla aussitôt trouver le commandant pour lui dire: "Il est romain, qu’est-ce que tu veux faire?”26 Ακουσας δε ο εκατονταρχος, υπηγε και απηγγειλε προς τον χιλιαρχον, λεγων? Βλεπε τι μελλεις να καμης? διοτι ο ανθρωπος ουτος ειναι Ρωμαιος.
27 Le commandant s’approcha de Paul: "Dis-moi: tu es citoyen romain?” Paul répondit: "Oui.”27 Προσελθων δε ο χιλιαρχος, ειπε προς αυτον? Λεγε μοι, συ Ρωμαιος εισαι; Ο δε ειπε? Ναι.
28 Le commandant fit cette réflexion: "J’ai dû payer cher pour acheter ce titre.” Paul lui dit: "Moi, je le suis de naissance.”28 Και απεκριθη ο χιλιαρχος? Εγω δια πολλων χρηματων απεκτησα ταυτην την πολιτογραφησιν. Ο δε Παυλος ειπεν? Αλλ' εγω και εγεννηθην Ρωμαιος.
29 Aussitôt se retirèrent les soldats qui devaient faire avouer Paul, et le commandant eut peur en pensant qu’il avait passé des chaînes à un citoyen romain.29 Ευθυς λοιπον απεσυρθησαν απ' αυτου οι μελλοντες να βασανισωσιν αυτον. Και ο χιλιαρχος ετι εφοβηθη γνωρισας οτι ειναι Ρωμαιος, και διοτι ειχε δεσει αυτον.
30 Le lendemain il fit délier Paul. Il voulait savoir avec certitude de quoi les Juifs l’accusaient. Il demanda aux grands prêtres de se réunir avec tout le Sanhédrin, et il fit descendre Paul pour qu’il s’explique devant eux.30 Τη δε επαυριον θελων να μαθη το βεβαιον, περι τινος κατηγορειται παρα των Ιουδαιων, ελυσεν αυτον απο των δεσμων, και προσεταξε να ελθωσιν οι αρχιερεις και ολον το συνεδριον αυτων και καταβιβασας τον Παυλον, εστησεν εμπροσθεν αυτων.