Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Deutéronome 9


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Écoute, Israël, aujourd’hui tu vas traverser le Jourdain, tu vas déloger des nations plus grandes et plus puissantes que toi. Leurs villes sont grandes et leurs murailles s’élèvent jusqu’au ciel,1 Ακουε, Ισραηλ? συ διαβαινεις σημερον τον Ιορδανην, δια να εισελθης να κληρονομησης εθνη μεγαλητερα και ισχυροτερα σου, πολεις μεγαλας και τετειχισμενας εως του ουρανου,
2 leur peuple est nombreux et de haute taille, c’est la race des Anakim (tu les connais et tu as entendu dire: Qui peut résister aux fils d’Anak?)2 λαον μεγαν και υψηλον το αναστημα, υιους των Ανακειμ, τους οποιους γνωριζεις και ηκουσας, Τις δυναται να σταθη εμπροσθεν των υιων του Ανακ;
3 Mais tu dois savoir que Yahvé ton Dieu passera lui-même devant toi comme un feu dévorant. Il exterminera ces peuplades, il te les soumettra pour que tu les dépouilles et que tu les élimines rapidement comme Yahvé te l’a dit.3 Γνωρισον λοιπον σημερον, οτι Κυριος ο Θεος σου ειναι ο προπορευομενος εμπροσθεν σου? ειναι πυρ καταναλισκον? αυτος θελει εξολοθρευσει αυτους και αυτος θελει καταστρεψει αυτους απ' εμπροσθεν σου? και θελεις εκδιωξει αυτους και ταχεως εξολοθρευσει αυτους, καθως σοι ειπεν ο Κυριος.
4 Mais lorsque Yahvé ton Dieu les aura chassées devant toi, ne dis pas: “Je méritais bien que Yahvé me fasse venir et conquérir ce pays.” Car Yahvé chasse ces peuplades devant toi pour les punir de leurs fautes.4 Αφου Κυριος ο Θεος σου εκδιωξη αυτους απ' εμπροσθεν σου, μη ειπης εν τη καρδια σου λεγων, Δια την δικαιοσυνην μου με εισηγαγεν ο Κυριος να κληρονομησω την γην ταυτην? αλλα δια την ασεβειαν των εθνων τουτων εκδιωκει αυτους ο Κυριος απ' εμπροσθεν σου.
5 Ce n’est ni ton mérite, ni ta bonne conscience qui te font conquérir ce pays. Yahvé ton Dieu chasse ces nations devant toi pour punir leurs fautes et pour accomplir la promesse jurée à tes pères Abraham, Isaac et Jacob.5 Ουχι δια την δικαιοσυνην σου ουδε δια την ευθυτητα της καρδιας σου εισερχεσαι να κληρονομησης την γην αυτων? αλλα δια την ασεβειαν των εθνων τουτων Κυριος ο Θεος σου εκδιωκει αυτα απ' εμπροσθεν σου, και δια να στερεωση τον λογον, τον οποιον ο Κυριος ωμοσε προς τους πατερας σου, προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ.
6 Sache-le donc bien, ce n’est pas à cause de tes mérites que Yahvé ton Dieu te donne ce bon pays et que tu le possèdes, car tu es un peuple à la nuque raide.6 Γνωρισον λοιπον, οτι Κυριος ο Θεος σου δεν σοι διδει την γην ταυτην την αγαθην να κληρονομησης αυτην δια την δικαιοσυνην σου? διοτι εισαι λαος σκληροτραχηλος.
7 Souviens-toi, ne l’oublie pas, tu as irrité Yahvé ton Dieu dans le désert, depuis le jour où tu es sorti du pays d’Égypte jusqu’à ton arrivée en ce lieu. Sans cesse, vous vous êtes révoltés contre Yahvé.7 Ενθυμου, μη λησμονησης ποσον παρωργισας Κυριον τον Θεον σου εν τη ερημω αφ' ης ημερας εξηλθετε εκ γης Αιγυπτου, εωσου εφθασατε εις τον τοπον τουτον, παντοτε εστασιασατε κατα του Κυριου.
8 Vous avez irrité Yahvé à l’Horeb, et Yahvé s’est mis en colère contre vous au point de vouloir vous exterminer.8 Και εν Χωρηβ παρωργισατε τον Κυριον και εθυμωθη ο Κυριος εναντιον σας δια να σας εξολοθρευση,
9 J’étais alors monté sur la montagne pour recevoir les tables de pierre, les tables de l’Alliance que Yahvé concluait avec vous, et j’étais resté sur la montagne quarante jours et quarante nuits sans manger de pain et sans boire d’eau.9 οτε ανεβην εις το ορος δια να λαβω τας πλακας τας λιθινας, τας πλακας της διαθηκης την οποιαν ο Κυριος εκαμε προς εσας. Τοτε εμεινα εν τω ορει τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας? αρτον δεν εφαγον και υδωρ δεν επιον?
10 Alors Yahvé m’a donné les deux tables de pierre écrites du doigt de Dieu. Toutes ses paroles y étaient écrites, toutes celles que Yahvé avait dites devant vous sur la montagne, du milieu du feu, le jour où vous étiez rassemblés.10 και εδωκεν εις εμε ο Κυριος τας δυο λιθινας πλακας, γεγραμμενας δια του δακτυλου του Θεου? και επ' αυτας ησαν γεγραμμενοι παντες οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Κυριος προς εσας επι του ορους εκ μεσου του πυρος εν τη ημερα της συναξεως.
11 Au bout de quarante jours et de quarante nuits, Yahvé m’a donné les deux tables de pierre, les tables de l’Alliance.11 Και εις το τελος των τεσσαρακοντα ημερων και τεσσαρακοντα νυκτων εδωκεν εις εμε ο Κυριος τας δυο λιθινας πλακας, τας πλακας της διαθηκης.
12 Puis il m’a dit: “Lève-toi, descends vite, car ton peuple que j’ai fait sortir d’Égypte a déjà mal tourné. Tout de suite ils se sont détournés de la voie que je leur avais ordonnée, ils se sont fait une idole de métal fondu.”12 Και ειπε Κυριος προς εμε, Σηκωθητι, καταβα ταχεως εντευθεν? διοτι ο λαος σου, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου, ηνομησεν? ταχεως εξεκλιναν απο της οδου, την οποιαν προσεταξα εις αυτους? εκαμον εις εαυτους ειδωλον χυτον.
13 Yahvé me dit encore: “J’ai vu que ce peuple a la tête dure.13 Ειπεν οτι ο Κυριος προς εμε, λεγων, Ειδον τον λαον τουτον και ιδου, ειναι λαος σκληροτραχηλος?
14 Laisse-moi faire, je vais les exterminer et j’effacerai leurs noms de dessous les cieux, puis je ferai sortir de toi une nation plus puissante et plus nombreuse que celle-là.”14 αφες με να εξολοθρευσω αυτους και να εξαλειψω το ονομα αυτων υποκατωθεν του ουρανου? και θελω σε καμει εις εθνος δυνατωτερον και μεγαλητερον παρα τουτους.
15 Je suis alors redescendu de la montagne qui était tout en feu, je tenais de mes deux mains les deux tables de l’Alliance.15 Και επεστρεψα και κατεβην απο του ορους, και το ορος εκαιετο με πυρ, και αι δυο πλακες της διαθηκης ησαν εις τας δυο χειρας μου.
16 Alors j’ai vu que vous aviez péché contre Yahvé votre Dieu, vous vous étiez fait un veau de métal fondu. Vous n’aviez vraiment pas tardé à vous détourner de la voie que Yahvé vous avait indiquée.16 Και ειδον και ιδου, ειχετε αμαρτησει εναντιον Κυριου του Θεου σας, καμνοντες εις εαυτους μοσχον χυτον? ειχετε εκκλινει ταχεως εκ της οδου, την οποιαν προσεταξεν εις εσας ο Κυριος?
17 J’ai pris les tables à deux mains, je les ai jetées à terre et je les ai brisées sous vos yeux.17 και πιασας τας δυο πλακας, ερριψα αυτας απο των δυο χειρων μου και συνετριψα αυτας εμπροσθεν των οφθαλμων σας?
18 Puis je me suis jeté à terre devant Dieu et, comme la première fois, je suis resté 40 jours et 40 nuits sans manger de pain et sans boire d’eau, à cause de votre péché: vous aviez fait ce qui est mal aux yeux de Yahvé et vous l’aviez irrité.18 και προσεπεσον ενωπιον του Κυριου, καθως προτερον, τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας? αρτον δεν εφαγον και υδωρ δεν επιον εξ αιτιας πασων των αμαρτιων σας, τας οποιας ημαρτησατε, πραττοντες πονηρα ενωπιον του Κυριου, ωστε να παροργισητε αυτον?
19 Je tremblais, pensant à la colère et à la fureur de Yahvé envers vous. Il voulait vous exterminer mais, une fois encore, Yahvé m’a écouté.19 διοτι κατεφοβηθην δια τον θυμον και την οργην, με την οποιαν ο Κυριος ητο θυμωμενος εναντιον σας δια να σας εξολοθρευση. Αλλ' ο Κυριος εισηκουσε μου και ταυτην την φοραν.
20 Yahvé se mit aussi en colère contre Aaron, il voulait le faire mourir. Pour Aaron aussi, je me suis mis en prière.20 Και ητο ο Κυριος θυμωμενος σφοδρα κατα του Ααρων, δια να εξολοθρευση αυτον? και εδεηθην και υπερ του Ααρων εν τω καιρω εκεινω.
21 J’ai pris votre péché, ce veau que vous aviez fabriqué, et je l’ai jeté au feu; je l’ai fait passer par la meule, je l’ai réduit en poudre et j’ai jeté cette poudre dans le torrent qui descend de la montagne.21 Και ελαβον την αμαρτιαν σας, τον μοσχον τον οποιον εκαμετε, και κατεκαυσα αυτον εν πυρι και συνετριψα αυτον και κατελεπτυνα αυτον εωσου εγεινε λεπτον ως σκονη? και ερριψα την σκονην τουτου εις τον χειμαρρον τον καταβαινοντα απο του ορους.
22 Ce fut pareil à Tabéra, à Massa, et à Kibrot-Ha-Taava: vous avez irrité Yahvé.22 Και εν Ταβερα και εν Μασσα και εν Κιβρωθ-αττααβα παρωργισατε τον Κυριον.
23 Lorsque Yahvé vous a envoyés de Qadesh-Barné en vous disant: “Montez et prenez possession du pays que je vous ai donné!”, vous vous êtes révoltés contre les ordres de Yahvé votre Dieu; vous n’avez pas eu confiance en lui et vous ne l’avez pas écouté.23 Και οτε ο Κυριος σας απεστειλεν απο Καδης-βαρνη, λεγων, Αναβητε και κληρονομησατε την γην, την οποιαν εδωκα εις εσας, τοτε σεις εστασιασατε εναντιον της προσταγης Κυριου του Θεου σας, και δεν επιστευσατε εις αυτον ουδε εισηκουσατε της φωνης αυτου.
24 Depuis le jour où je vous ai connus vous avez été rebelles à Yahvé.24 Παντοτε εστασιασατε εναντιον του Κυριου, αφ' ης ημερας σας εγνωρισα.
25 Je me suis donc jeté à terre devant Yahvé. Oui, pendant quarante jours et quarante nuits j’étais à terre devant Yahvé, car il parlait de vous exterminer.25 Και προσεπεσον ενωπιον του Κυριου τεσσαρακοντα ημερας και τεσσαρακοντα νυκτας, καθως προσεπεσον προτερον? διοτι ο Κυριος ειπε να σας εξολοθρευση.
26 J’ai supplié Yahvé, je lui ai dit: “Seigneur Yahvé, ne détruis pas ce peuple qui est ton bien propre, que tu t’es acquis par ta puissance, que tu as fait sortir d’Égypte à main forte.26 Και εδεηθην του Κυριου λεγων, Κυριε Θεε, μη εξολοθρευσης τον λαον σου και την κληρονομιαν σου, τον οποιον ελυτρωσας δια της μεγαλωσυνης σου, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου εν χειρι κραταια?
27 Souviens-toi de tes serviteurs Abraham, Isaac et Jacob, et oublie que ce peuple a été insupportable, mauvais et pécheur.27 ενθυμηθητι τους δουλους σου, τον Αβρααμ, τον Ισαακ και τον Ιακωβ? μη επιβλεψης εις την σκληροτητα του λαου τουτου, μητε εις τας ασεβειας αυτων, μητε εις τας αμαρτιας αυτων?
28 Sinon l’on dira au pays dont tu nous as délivrés: Yahvé n’a pas été capable de les faire entrer dans le pays qu’il leur avait promis; les Israélites l’ont tellement dégoûté, qu’après les avoir fait sortir il les a laissés mourir dans le désert.28 μηπως ειπωσιν οι κατοικοι της γης, εκ της οποιας εξηγαγες ημας, Επειδη ο Κυριος δεν ηδυνατο να εισαγαγη αυτους εις την γην, την οποιαν υπεσχεθη προς αυτους, και επειδη εμισει αυτους, εξηγαγεν αυτους δια να φονευση αυτους εν τη ερημω?
29 “Rappelle-toi qu’ils sont ton peuple et ton bien propre, et que tu les as fait sortir par la force, en frappant de grands coups.”29 αλλ' ουτοι ειναι λαος σου και κληρονομια σου, τους οποιους εξηγαγες με την δυναμιν σου την μεγαλην και με τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον.