1 O homem nascido da mulher vive pouco tempo e é cheio de muitas misérias; | 1 βροτος γαρ γεννητος γυναικος ολιγοβιος και πληρης οργης |
2 é como uma flor que germina e logo fenece, uma sombra que foge sem parar. | 2 η ωσπερ ανθος ανθησαν εξεπεσεν απεδρα δε ωσπερ σκια και ου μη στη |
3 E é sobre ele que abres os olhos, e o chamas a juízo contigo. | 3 ουχι και τουτου λογον εποιησω και τουτον εποιησας εισελθειν εν κριματι ενωπιον σου |
4 Quem fará sair o puro do impuro? Ninguém. | 4 τις γαρ καθαρος εσται απο ρυπου αλλ' ουθεις |
5 Se seus dias estão contados, se em teu poder está o número dos seus meses, e fixado um limite que ele não ultrapassará, | 5 εαν και μια ημερα ο βιος αυτου επι της γης αριθμητοι δε μηνες αυτου παρα σοι εις χρονον εθου και ου μη υπερβη |
6 afasta dele os teus olhos; deixa-o até que acabe o seu dia como um trabalhador. | 6 αποστα απ' αυτου ινα ησυχαση και ευδοκηση τον βιον ωσπερ ο μισθωτος |
7 Para uma árvore, há esperança; cortada, pode reverdecer, e os seus ramos brotam. | 7 εστιν γαρ δενδρω ελπις εαν γαρ εκκοπη ετι επανθησει και ο ραδαμνος αυτου ου μη εκλιπη |
8 Quando sua raiz tiver envelhecido na terra, e seu tronco estiver morto no solo, | 8 εαν γαρ γηραση εν γη η ριζα αυτου εν δε πετρα τελευτηση το στελεχος αυτου |
9 ao contato com a água, tornar-se-á verde de novo, e distenderá ramos como uma jovem planta. | 9 απο οσμης υδατος ανθησει ποιησει δε θερισμον ωσπερ νεοφυτον |
10 Mas quando o homem morre, fica estendido; o mortal expira; onde está ele? | 10 ανηρ δε τελευτησας ωχετο πεσων δε βροτος ουκετι εστιν |
11 As águas correm do lago, o rio se esgota e seca; | 11 χρονω γαρ σπανιζεται θαλασσα ποταμος δε ερημωθεις εξηρανθη |
12 assim o homem se deita para não mais levantar. Durante toda a duração dos céus, ele não despertará; jamais sairá de seu sono. | 12 ανθρωπος δε κοιμηθεις ου μη αναστη εως αν ο ουρανος ου μη συρραφη και ουκ εξυπνισθησονται εξ υπνου αυτων |
13 Se, pelo menos, me escondesses na região dos mortos, ao abrigo, até que tua cólera tivesse passado, se me fixasses um limite em que te lembrasses de mim! | 13 ει γαρ οφελον εν αδη με εφυλαξας εκρυψας δε με εως αν παυσηται σου η οργη και ταξη μοι χρονον εν ω μνειαν μου ποιηση |
14 Se um homem, uma vez morto, pudesse reviver! Todo o tempo de meu combate eu esperaria até que me viessem soerguer, | 14 εαν γαρ αποθανη ανθρωπος ζησεται συντελεσας ημερας του βιου αυτου υπομενω εως αν παλιν γενωμαι |
15 tu me chamarias e eu te responderia; estenderias a tua destra para a obra de tuas mãos. | 15 ειτα καλεσεις εγω δε σοι υπακουσομαι τα δε εργα των χειρων σου μη αποποιου |
16 Mas agora contas os meus passos, e observas todos os meus pecados; | 16 ηριθμησας δε μου τα επιτηδευματα και ου μη παρελθη σε ουδεν των αμαρτιων μου |
17 tu selaste como num saco os meus crimes, puseste um sinal sobre minhas iniqüidades. | 17 εσφραγισας δε μου τας ανομιας εν βαλλαντιω επεσημηνω δε ει τι ακων παρεβην |
18 Mas a montanha acaba por cair, e o rochedo desmorona longe de seu lugar; | 18 και πλην ορος πιπτον διαπεσειται και πετρα παλαιωθησεται εκ του τοπου αυτης |
19 as águas escavam a pedra, o aluvião leva a terra móvel; assim aniquilas a esperança do homem. | 19 λιθους ελεαναν υδατα και κατεκλυσεν υδατα υπτια του χωματος της γης και υπομονην ανθρωπου απωλεσας |
20 Tu o pões por terra; ele se vai embora para sempre; tu o desfiguras e o mandas embora. | 20 ωσας αυτον εις τελος και ωχετο επεστησας αυτω το προσωπον και εξαπεστειλας |
21 Estejam os seus filhos honrados, ele o ignora; sejam eles humilhados, não faz caso. | 21 πολλων δε γενομενων των υιων αυτου ουκ οιδεν εαν δε ολιγοι γενωνται ουκ επισταται |
22 É somente por ele que sua carne sofre; sua alma só se lamenta por ele. | 22 αλλ' η αι σαρκες αυτου ηλγησαν η δε ψυχη αυτου επενθησεν |