Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Giovanni 9


font
BIBBIA RICCIOTTIGREEK BIBLE
1 - Passando, Gesù vide un uomo, cieco fin dalla nascita.1 Και ενω ανεχωρει, ειδεν ανθρωπον τυφλον εκ γενετης.
2 I discepoli gli domandarono: «Rabbi, perchè costui nascesse cieco, chi ha peccato, egli o i suoi genitori?».2 Και ηρωτησαν αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ραββι, τις ημαρτεν, ουτος η οι γονεις αυτου, ωστε να γεννηθη τυφλος;
3 Gesù rispose: «Nè egli nè i suoi genitori hanno peccato; bensì affinchè si manifestassero in lui le opere di Dio.3 Απεκριθη ο Ιησους? Ουτε ουτος ημαρτεν ουτε οι γονεις αυτου, αλλα δια να φανερωθωσι τα εργα του Θεου εν αυτω.
4 Bisogna che io compia le opere di Colui che mi ha mandato, finchè è giorno; poi viene la notte, quando nessuno può operare.4 Εγω πρεπει να εργαζωμαι τα εργα του πεμψαντος με, εωσου ειναι ημερα? ερχεται νυξ οτε ουδεις δυναται να εργαζηται.
5 Mentre sono nel mondo, sono la luce del mondo».5 Ενοσω ειμαι εν τω κοσμω, ειμαι φως του κοσμου.
6 Detto questo, sputò in terra, fece con lo sputo del fango, spalmò il fango sugli occhi di quello,6 Αφου ειπε ταυτα, επτυσε χαμαι και εκαμε πηλον εκ του πτυσματος και επεχρισε τον πηλον επι τους οφθαλμους του τυφλου
7 e gli disse: «Va' a lavarti alla piscina di Siloe» (che vuol dire: "Inviato"). Egli andò, si lavò e tornò che ci vedeva.7 και ειπε προς αυτον? Υπαγε, νιφθητι εις την κολυμβηθραν του Σιλωαμ, το οποιον ερμηνευεται απεσταλμενος. Υπηγε λοιπον και ενιφθη, και ηλθε βλεπων.
8 I vicini dunque e quelli che l'avevano veduto prima, giacchè faceva il mendicante, dicevano: «Non è costui l'uomo che stava seduto a mendicare?». Gli uni rispondevano: «È lui»,8 Οι δε γειτονες και οσοι εβλεπον αυτον προτερον οτι ητο τυφλος ελεγον δεν ειναι ουτος, οστις εκαθητο και εζητει;
9 altri invece: «No, ma è uno che gli rassomiglia». Ed egli diceva: «Io son quello».9 Αλλοι ελεγον οτι ουτος ειναι? αλλοι δε οτι ομοιος αυτου ειναι. Εκεινος ελεγεν οτι εγω ειμαι.
10 Allora gli domandarono: «Come mai ti sono stati aperti gli occhi?».10 Ελεγον λοιπον προς αυτον? Πως ηνοιχθησαν οι οφθαλμοι σου;
11 Rispose: «Quell'uomo che si chiama Gesù, fece del fango, lo stese sui miei occhi e mi ha detto: - Va' a lavarti alla piscina di Siloe. - Vi andai, dunque, mi lavai e adesso ci vedo».11 Απεκριθη εκεινος και ειπεν? Ανθρωπος λεγομενος Ιησους εκαμε πηλον και επεχρισε τους οφθαλμους μου και μοι ειπεν? Υπαγε εις την κολυμβηθραν του Σιλωαμ και νιφθητι? αφου δε υπηγα και ενιφθην, ανεβλεψα.
12 Ed essi gli chiesero: «Dov'è colui?». Ed egli rispose: «Non so».12 Ειπον λοιπον προς αυτον? Που ειναι εκεινος; Λεγει? Δεν εξευρω.
13 Condussero allora dai Farisei colui che era stato cieco.13 Φερουσιν αυτον τον ποτε τυφλον προς τους Φαρισαιους.
14 Era infatti un giorno di sabato quello in cui Gesù fece del fango e gli aprì gli occhi.14 Ητο δε σαββατον, οτε εκαμε τον πηλον ο Ιησους και ηνοιξε τους οφθαλμους αυτου.
15 I Farisei dunque domandarono di nuovo come ci vedesse. Ed egli rispose loro: «Mi ha posto del fango sugli occhi, mi son lavato e ci vedo».15 Παλιν λοιπον ηρωτων αυτον και οι Φαρισαιοι πως ανεβλεψε. Και εκεινος ειπε προς αυτους? Πηλον εβαλεν επι τους οφθαλμους μου, και ενιφθην, και βλεπω.
16 Dissero perciò alcuni Farisei: «Non può venir da Dio quest'uomo che non osserva il sabato». Altri osservarono: «Come mai può un peccatore compiere simili prodigi?». E v'era divisione tra loro.16 Ελεγον λοιπον τινες εκ των Φαρισαιων? Ουτος ο ανθρωπος δεν ειναι παρα του Θεου, διοτι δεν φυλαττει το σαββατον. Αλλοι ελεγον? Πως δυναται ανθρωπος αμαρτωλος να καμνη τοιαυτα θαυματα; Και ητο σχισμα μεταξυ αυτων.
17 Interrogarono un'altra volta il cieco: «Tu che dici di quest'uomo che ti ha aperto gli occhi?». E quello rispose: «Che è un profeta».17 Λεγουσι παλιν προς τον τυφλον? Συ τι λεγεις περι αυτου, επειδη ηνοιξε τους οφθαλμους σου; Και εκεινος ειπεν οτι προφητης ειναι.
18 I Giudei però non credettero che egli fosse stato cieco e avesse acquistato la vista, finchè non ebbero chiamati i genitori di questo tale che adesso ci vedeva;18 Δεν επιστευσαν λοιπον οι Ιουδαιοι περι αυτου οτι ητο τυφλος και ανεβλεψεν, εως οτου εφωναξαν τους γονεις αυτου του αναβλεψαντος
19 ai quali domandarono: «È questo il vostro figlio che voi dite nato cieco? In qual modo ora ci vede?».19 και ηρωτησαν αυτους, λεγοντες? Ουτος ειναι ο υιος σας, τον οποιον σεις λεγετε οτι εγεννηθη τυφλος; πως λοιπον βλεπει τωρα;
20 I genitori risposero: «Sappiamo che questo è nostro figlio, e che è nato cieco;20 Απεκριθησαν προς αυτους οι γονεις αυτου και ειπον? Εξευρομεν οτι ουτος ειναι ο υιος ημων και οτι εγεννηθη τυφλος?
21 come ora ci veda non sappiamo, e non sappiamo neppure chi gli abbia aperti gli occhi. Interrogate lui; ha l'età, ed egli parli di se stesso».21 Πως δε βλεπει τωρα δεν εξευρομεν, η τις ηνοιξε τους οφθαλμους αυτου ημεις δεν εξευρομεν? αυτος ηλικιαν εχει, αυτον ερωτησατε, αυτος περι εαυτου θελει λαλησει.
22 Così dissero i suoi genitori, perchè avevano paura dei Giudei. I Giudei infatti si erano accordati che chiunque avesse riconosciuto [Gesù] per il Cristo fosse scacciato dalla sinagoga.22 Ταυτα ειπον οι γονεις αυτου, διοτι εφοβουντο τους Ιουδαιους? επειδη ηδη ειχον συμφωνησει οι Ιουδαιοι, εαν τις ομολογηση αυτον Χριστον, να γεινη αποσυναγωγος.
23 Per questo i genitori del cieco risposero: «Ha l'età, interrogate lui».23 Δια τουτο οι γονεις αυτου ειπον οτι ηλικιαν εχει, αυτον ερωτησατε.
24 Chiamarono quindi novamente l'uomo, già cieco, e gli dissero: «Dà gloria a Dio; noi sappiamo che costui è un peccatore».24 Εφωναξαν λοιπον εκ δευτερου τον ανθρωπον, οστις ητο τυφλος, και ειπον προς αυτον? Δοξασον τον Θεον? ημεις εξευρομεν οτι ο ανθρωπος ουτος ειναι αμαρτωλος.
25 Egli rispose: «Io non so se egli sia un peccatore; una cosa sola so, che prima io ero cieco e ora ci vedo».25 Απεκριθη λοιπον εκεινος και ειπεν? Αν ηναι αμαρτωλος δεν εξευρω? εν εξευρω, οτι ημην τυφλος και τωρα βλεπω.
26 Gli domandarono ancora: «Che cosa ti ha fatto? Come ti ha aperto gli occhi?».26 Ειπον δε προς αυτον παλιν? τι σοι εκαμε; πως ηνοιξε τους οφθαλμους σου;
27 Rispose loro: «Ve l'ho già detto e non mi avete ascoltato; che cosa volete sapere di più? Forse volete anche voi diventargli discepoli?».27 Απεκριθη προς αυτους? Σας ειπον ηδη, και δεν ηκουσατε? δια τι παλιν θελετε να ακουητε; μηπως και σεις θελετε να γεινητε μαθηται αυτου;
28 Ma essi lo ingiuriarono, dicendo: «Sii tu discepolo di costui; quanto a noi siamo discepoli di Mosè.28 Ελοιδορησαν λοιπον αυτον και ειπον? Συ εισαι μαθητης εκεινου? ημεις δε του Μωυσεως ειμεθα μαθηται.
29 Noi sappiamo che Dio ha parlato a Mosè, mentre costui non sappiamo donde sia».29 ημεις εξευρομεν οτι προς τον Μωυσην ελαλησεν ο Θεος? τουτον ομως δεν εξευρομεν ποθεν ειναι.
30 Allora l'uomo riprese e disse loro: «E questo appunto è mirabile, che voi non sapete donde sia, eppure mi ha aperto gli occhi.30 Απεκριθη ο ανθρωπος και ειπε προς αυτους? Εν τουτω μαλιστα ειναι το θαυμαστον, οτι σεις δεν εξευρετε ποθεν ειναι, και ηνοιξε μου τους οφθαλμους.
31 Sappiamo bene che Dio non esaudisce i malvagi; ma se uno ha il timore di Dio e ne eseguisce la volontà, Egli lo ascolta.31 Εξευρομεν δε οτι αμαρτωλους ο Θεος δεν ακουει, αλλ' εαν τις ηναι βεοσεβης και καμνη το θελημα αυτου, τουτον ακουει.
32 Da che mondo è mondo non si è mai sentito dire che uno abbia aperto gli occhi a un cieco nato.32 Εκ του αιωνος δεν ηκουσθη οτι ηνοιξε τις οφθαλμους γεγεννημενου τυφλου.
33 Certamente se costui non fosse da Dio, non avrebbe potuto farlo».33 Εαν ουτος δεν ητο παρα Θεου, δεν ηδυνατο να καμη ουδεν.
34 Gli risposero: «Sei nato pieno di peccati e pretendi insegnare a noi?». E lo scacciarono fuori.34 Απεκριθησαν και ειπον προς αυτον? Συ εγεννηθης ολος εν αμαρτιαις, και συ διδασκεις ημας; και εξεβαλον αυτον εξω.
35 Gesù seppe che l'avevano scacciato fuori, e incontratolo, gli disse: «Credi tu nel Figliuol di Dio?».35 Ηκουσεν ο Ιησους οτι εξεβαλον αυτον εξω, και ευρων αυτον ειπε προς αυτον? Συ πιστευεις εις τον Υιον του Θεου;
36 Egli rispose: «Chi è, Signore, perchè io creda a lui?».36 Απεκριθη εκεινος και ειπε? Τις ειναι, Κυριε, δια να πιστευσω εις αυτον;
37 Gesù soggiunse: «Tu l'ha visto, e chi parla con te è quello».37 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Και ειδες αυτον και ο λαλων μετα σου εκεινος ειναι.
38 Egli allora replicò: «Signore, io credo». E si prostrò innanzi a lui e lo adorò.38 Ο δε ειπε? Πιστευω, Κυριε? και προσεκυνησεν αυτον.
39 Gesù disse: «Io sono venuto nel mondo per compiere un giudizio, affinchè quei che non vedono veggano, e quelli che vedono diventino ciechi».39 Και ειπεν ο Ιησους? Εγω δια κρισιν ηλθον εις τον κοσμον τουτον, δια να βλεπωσιν οι μη βλεποντες και να γεινωσι τυφλοι οι βλεποντες.
40 Alcuni Farisei, ch'erano con lui, avendo udito quelle parole, gli dissero: «Siamo forse ciechi anche noi?».40 Και ηκουσαν ταυτα οσοι εκ των Φαρισαιων ησαν μετ' αυτου, και ειπον προς αυτον? Μηπως και ημεις ειμεθα τυφλοι;
41 Rispose loro Gesù: «Se foste ciechi non avreste alcun peccato; ma voi affermate di vedere e perciò il vostro peccato perdura.41 Ειπε προς αυτους ο Ιησους? Εαν ησθε τυφλοι, δεν ηθελετε εχει αμαρτιαν? τωρα ομως λεγετε οτι βλεπομεν? η αμαρτια σας λοιπον μενει.