Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Jób könyve 3


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Ezután megnyitotta Jób a száját, elátkozta születése napját1 Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.
2 és mondta:2 Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν?
3 »Vesszen a nap, amelyen születtem, az éj, amelyen mondták: ‘Fiú fogantatott.’3 Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.
4 Legyen az a nap sötétség, Isten odafenn ne törődjék vele, napfény azon ne világítson.4 Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος? ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.
5 Lepje el sötétség s a halál árnya, ülje meg sűrű felleg, és borítsa keserűség!5 Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην? γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.
6 Sötét förgeteg vegye ez éjjelt birtokába; az év napjai közé be ne tudják, s a hónapokhoz ne számítsák!6 Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος? να μη συναφθη με τας ημερας του ετους? να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.
7 Maradjon az az éjjel magtalan, vígság azon ne legyen;7 Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη? φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.
8 átkozzák el azok, akik napot átokkal illetnek, akik készek felkelteni a Leviatánt!8 Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.
9 Öltözzenek sötétbe hajnalának csillagai, várja a világosságot, de hiába, ne lássa hajnal hasadását,9 Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης? να προσμενη το φως, και να μη ερχηται? και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης?
10 mert nem zárta el az engem hordozó méhnek kapuját, mert nem tartotta távol szememtől a nyomorúságot!10 διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.
11 Miért nem haltam meg a méhben? Miért nem pusztultam el mindjárt, amikor kijöttem a méhből?11 Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;
12 Térd engem miért fogadott, miért tápláltak emlők?12 Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;
13 Így most csendben aludnék, békességben szenderegnék együtt13 Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει? ηθελον υπνωττει? τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,
14 királyokkal, országok tanácsosaival, akik pusztaságot építettek maguknak,14 μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις?
15 vagy fejedelmekkel, akik aranyban bővelkedtek, akik ezüsttel töltötték meg házaikat.15 η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου?
16 Vagy mint az elásott idétlen gyermek, nem lennék többé, mint a magzat, amely nem látott napvilágot.16 η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.
17 Ott felhagynak a gonoszok a tombolással, és pihennek az erőben megfogyottak;17 Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι?
18 együtt vannak bántódás nélkül, akik hajdan foglyok voltak, nem hallják többé a börtönőr szavát.18 εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι? δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου?
19 Együtt van ott kicsiny és nagy egyaránt, s a szolga már nem függ urától.19 εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας? και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.
20 Mire való világosság a nyomorultnak és élet a keseredett léleknek?20 Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,
21 Azoknak, akik várják a halált, de nem jő, és ásva keresik, jobban mint a kincset;21 οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,
22 akik örülnének mérték nélkül, ha a sírt végre megtalálnák?22 οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;
23 Mire való az élet a férfinak, akinek útja el van rejtve, akit Isten homályba burkolt?23 Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;
24 Sóhajjal kezdem étkezésemet, mint víz árja ömlik hangos zokogásom;24 Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.
25 mert amitől félve féltem, az elért engem, s amitől rettegtem, eljött reám.25 Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.
26 Nem voltam álnok, nem hallgattam, nem nyugodtam, mégis rámborult a harag!«26 Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν? οργη επηλθεν επ' εμε.