Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Livre de Job 24


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Le Puissant n’aura-t-il pas son heure? Ses fidèles ne verront-ils jamais venir son jour?1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου;
2 Les méchants déplacent les bornes et font paître des troupeaux volés.2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν?
3 Ils emmènent l’âne des orphelins et confisquent le bœuf de la veuve.3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον?
4 24:9 Ils enlèvent l’orphelin à sa nourrice et prennent en gage le nourrisson du pauvre.4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται.
5 Comme les ânes du désert ils sortent dès le matin en quête de nourriture: au soir ils n’y a pas de pain pour leurs enfants.5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων.
6 De nuit ils moissonnent dans les champs ou récoltent dans la vigne du méchant.6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας.
7 Ils passent la nuit nus, sans vêtements, sans couverture contre le froid.7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος.
8 Trempés par les averses de montagne, faute d’abri ils se serrent contre le rocher.8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον.
9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου?
10 Ils vont et viennent, nus et sans vêtement, ils portent les gerbes, mais ils sont affamés.10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες.
11 Ils écrasent les olives entre les meules, ils foulent dans la cuve les grappes, mais ils ont soif.11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν.
12 Dans la ville les mourants gémissent les blessés appellent au secours, mais Dieu n’entend pas leur prière!12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην.
13 24:14 Avant le jour l’assassin s’est levé, pour tuer le pauvre et l’indigent;13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου.
14 24:15 mais déjà l’adultère attend l’ombre du soir: “Que nul œil ne me voie!” se dit-il, et il met une étoffe sur son visage. 14c Le voleur rôde dans la nuit;14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης.
15 24:16 de jour il avait repéré les maisons, dans l’obscurité il les force.15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου.
16 24:13 Tous ceux-là sont de ceux qui haïssent la lumière, ils n’ont pas reconnu ses chemins et ne reviendront pas par ses sentiers.16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως?
17 L’heure sombre, pour eux, c’est le matin; quand il brille, c’est alors qu’ils ont peur.17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου.
18 Ils sont comme l’écume à la surface des eaux et dans le pays on maudit leur domaine, on évite de traverser leurs vignes.18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων.
19 Comme la chaleur dessèche les eaux de neige, le royaume des morts absorbe le pécheur.19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους.
20 Le sein qui l’a formé l’oublie, nul ne rappelle son nom: l’injustice déjà n’est qu’un arbre brisé.20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον.
21 Il maltraitait la femme sans enfants, il ne faisait aucun bien à la veuve.21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν?
22 Mais quand le Puissant s’en prend aux grands seigneurs, quand il se lève, leur vie même n’est plus sûre.22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου.
23 Il les laissait confiants en leur sécurité, mais ses yeux veillaient sur leurs actes.23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων.
24 Un moment ils ont été grands, et puis plus rien. Ils retombent comme les herbes cueillies, ils se fanent comme la tête des épis.24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων?
25 Si tout cela n’est pas vrai, prouvez que j’ai menti: qui réfutera mes paroles?25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου;