1 Le Puissant n’aura-t-il pas son heure? Ses fidèles ne verront-ils jamais venir son jour? | 1 Επειδη οι καιροι δεν ειναι κεκρυμμενοι απο του Παντοδυναμου, δια τι οι γνωριζοντες αυτον δεν βλεπουσι τας ημερας αυτου; |
2 Les méchants déplacent les bornes et font paître des troupeaux volés. | 2 Μετακινουσιν ορια? αρπαζουσι ποιμνια και ποιμαινουσιν? |
3 Ils emmènent l’âne des orphelins et confisquent le bœuf de la veuve. | 3 αφαιρουσι την ονον των ορφανων? λαμβανουσι τον βουν της χηρας εις ενεχυρον? |
4 24:9 Ils enlèvent l’orphelin à sa nourrice et prennent en gage le nourrisson du pauvre. | 4 εξωθουσι τους ενδεεις απο της οδου? οι πτωχοι της γης ομου κρυπτονται. |
5 Comme les ânes du désert ils sortent dès le matin en quête de nourriture: au soir ils n’y a pas de pain pour leurs enfants. | 5 Ιδου, ως αγριοι ονοι εν τη ερημω, εξερχονται εις τα εργα αυτων εγειρομενοι πρωι δια αρπαγην? η ερημος διδει τροφην δι' αυτους και δια τα τεκνα αυτων. |
6 De nuit ils moissonnent dans les champs ou récoltent dans la vigne du méchant. | 6 Θεριζουσιν αγρον μη οντα εαυτων, και τρυγωσιν αμπελον αδικιας. |
7 Ils passent la nuit nus, sans vêtements, sans couverture contre le froid. | 7 Καμνουσι τους γυμνους να νυκτερευωσιν ανευ ιματιου, και δεν εχουσι σκεπασμα εις το ψυχος. |
8 Trempés par les averses de montagne, faute d’abri ils se serrent contre le rocher. | 8 Υγραινονται εκ των βροχων των ορεων και εναγκαλιζονται τον βραχον, μη εχοντες καταφυγιον. |
| 9 Εκεινοι αρπαζουσι τον ορφανον απο του μαστου, και λαμβανουσιν ενεχυρον παρα του πτωχου? |
10 Ils vont et viennent, nus et sans vêtement, ils portent les gerbes, mais ils sont affamés. | 10 καμνουσιν αυτον να υπαγη γυμνος ανευ ιματιου, και οι βασταζοντες τα χειροβολα μενουσι πεινωντες. |
11 Ils écrasent les olives entre les meules, ils foulent dans la cuve les grappes, mais ils ont soif. | 11 Οι εκπιεζοντες το ελαιον εντος των τοιχων αυτων και πατουντες τους ληνους αυτων, διψωσιν. |
12 Dans la ville les mourants gémissent les blessés appellent au secours, mais Dieu n’entend pas leur prière! | 12 Ανθρωποι στεναζουσιν εκ της πολεως, και η ψυχη των πεπληγωμενων βοα? αλλ' ο Θεος δεν επιθετει εις αυτους αφροσυνην. |
13 24:14 Avant le jour l’assassin s’est levé, pour tuer le pauvre et l’indigent; | 13 Ουτοι ειναι εκ των ανθισταμενων εις το φως? δεν γνωριζουσι τας οδους αυτου, και δεν μενουσιν εν ταις τριβοις αυτου. |
14 24:15 mais déjà l’adultère attend l’ombre du soir: “Que nul œil ne me voie!” se dit-il, et il met une étoffe sur son visage. 14c Le voleur rôde dans la nuit; | 14 Ο φονευς εγειρομενος την αυγην φονευει τον πτωχον και τον ενδεη, την δε νυκτα γινεται ως κλεπτης. |
15 24:16 de jour il avait repéré les maisons, dans l’obscurité il les force. | 15 Ο οφθαλμος ομοιως του μοιχου παραφυλαττει το νυκτωμα, λεγων, Οφθαλμος δεν θελει με ιδει? και καλυπτει το προσωπον αυτου. |
16 24:13 Tous ceux-là sont de ceux qui haïssent la lumière, ils n’ont pas reconnu ses chemins et ne reviendront pas par ses sentiers. | 16 Εν τω σκοτει διατρυπωσι τας οικιας, τας οποιας την ημεραν εσημειωσαν δι' εαυτους. Δεν γνωριζουσι φως? |
17 L’heure sombre, pour eux, c’est le matin; quand il brille, c’est alors qu’ils ont peur. | 17 διοτι η αυγη ειναι εις παντας αυτους σκια θανατου? εαν τις γνωριση αυτους, ειναι τρομοι σκιας θανατου. |
18 Ils sont comme l’écume à la surface des eaux et dans le pays on maudit leur domaine, on évite de traverser leurs vignes. | 18 Ειναι ελαφροι επι το προσωπον των υδατων? η μερις αυτων ειναι κατηραμενη επι της γης? δεν βλεπουσι την οδον των αμπελων. |
19 Comme la chaleur dessèche les eaux de neige, le royaume des morts absorbe le pécheur. | 19 Η ξηρασια και η θερμοτης αρπαζουσι τα υδατα της χιονος, ο δε ταφος τους αμαρτωλους. |
20 Le sein qui l’a formé l’oublie, nul ne rappelle son nom: l’injustice déjà n’est qu’un arbre brisé. | 20 Η μητρα θελει λησμονησει αυτους? ο σκωληξ θελει βοσκεσθαι επ' αυτους? δεν θελουσιν ελθει πλεον εις ενθυμησιν? και η αδικια θελει συντριφθη ως ξυλον. |
21 Il maltraitait la femme sans enfants, il ne faisait aucun bien à la veuve. | 21 Κακοποιουσι την στειραν την ατεκνον? και δεν αγαθοποιουσι την χηραν? |
22 Mais quand le Puissant s’en prend aux grands seigneurs, quand il se lève, leur vie même n’est plus sûre. | 22 και κατακρατουσι τους δυνατους δια της δυναμεως αυτων? εγειρονται, και δεν ειναι ουδεις ασφαλης εν τη ζωη αυτου. |
23 Il les laissait confiants en leur sécurité, mais ses yeux veillaient sur leurs actes. | 23 Εδωκε μεν ο Θεος εις αυτους ασφαλειαν και αναπαυονται? ομως οι οφθαλμοι αυτου ειναι επι τας οδους αυτων. |
24 Un moment ils ont été grands, et puis plus rien. Ils retombent comme les herbes cueillies, ils se fanent comme la tête des épis. | 24 Υψονονται ολιγον καιρον και δεν υπαρχουσι, και καταβαλλονται ως παντες? σηκονονται εκ του μεσου και αποκοπτονται ως η κεφαλη των ασταχυων? |
25 Si tout cela n’est pas vrai, prouvez que j’ai menti: qui réfutera mes paroles? | 25 και εαν τωρα δεν ηναι ουτω, τις θελει με διαψευσει και εξουθενισει τους λογους μου; |