Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 18


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 David passa en revue les hommes qui étaient avec lui et il mit à leur tête des chefs de mille et des chefs de cent.1 Και απηριθμησεν ο Δαβιδ τον λαον τον μετ' αυτου, και κατεστησεν επ' αυτους χιλιαρχους και εκατονταρχους.
2 Ensuite David divisa la troupe en trois: il confia un tiers à Joab, un tiers à Abisaï, fils de Sérouya et frère de Joab, et un tiers à Ittaï de Gat. Le roi dit à la troupe: “Moi aussi j’irai avec vous.”2 Και απεστειλεν ο Δαβιδ τον λαον, εν τριτον υπο την χειρα του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα του Αβισαι, υιου της Σερουιας, αδελφου του Ιωαβ, και εν τριτον υπο την χειρα Ιτται του Γετθαιου. Και ειπεν ο βασιλευς προς τον λαον, Θελω βεβαιως εξελθει και εγω μεθ' υμων.
3 Mais la troupe répondit: “Non, ne viens pas, car si nous tournons le dos, personne n’y prêtera attention. Si la moitié d’entre nous meurt, personne n’y prêtera attention, mais toi, tu es comme dix mille d’entre nous. Il vaut mieux que tu restes en ville et que tu puisses nous porter secours.”3 Ο λαος ομως απεκριθη, Δεν θελεις εξελθει διοτι, εαν τραπωμεν εις φυγην, δεν μελει αυτους περι ημων? ουδε εαν το ημισυ εξ ημων αποθανη, δεν μελει αυτους περι ημων? επειδη τωρα συ εισαι ως ημεις δεκα χιλιαδες? οθεν τωρα ειναι καλητερον να ησαι βοηθος ημων εκ της πολεως.
4 Le roi leur dit: “Je ferai ce qui vous semble bon.” Il resta donc près de la porte de la ville et toute la troupe sortit par cents et par milles.4 Και ειπε προς αυτους ο βασιλευς, Ο, τι σας φαινεται καλον, θελω καμει. Και εσταθη ο βασιλευς εις το πλαγιον της πυλης? και πας ο λαος εξηρχετο κατα εκατονταδας και κατα χιλιαδας.
5 Le roi donna cet ordre à Joab, à Abisaï et à Ittaï: “Ménagez le jeune Absalom par égard pour moi.” Toute la troupe entendit cet ordre que le roi donnait aux chefs à propos d’Absalom.5 Και προσεταξεν ο βασιλευς εις τον Ιωαβ και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Σωσατε μοι τον νεον, τον Αβεσσαλωμ. Και πας ο λαος ηκουσεν, ενω ο βασιλευς προσεταττεν εις παντας τους αρχοντας υπερ του Αβεσσαλωμ.
6 L’armée se mit en campagne et marcha à la rencontre d’Israël; la bataille se déroula dans la forêt d’Éphraïm.6 Εξηλθε λοιπον ο λαος εις το πεδιον εναντιον του Ισραηλ? και η μαχη εγεινεν εν τω δασει Εφραιμ.
7 Ce fut une grande défaite pour l’armée d’Israël, les serviteurs de David l’écrasèrent et elle perdit 20 000 hommes.7 Και κατετροπωθη εκει ο λαος Ισραηλ υπο των δουλων του Δαβιδ? και εγεινεν εκει την ημεραν εκεινην θραυσις μεγαλη, εικοσι χιλιαδων.
8 Le combat s’étendit à tout le secteur et ce jour-là les abrupts de la forêt firent plus de morts que l’épée.8 διοτι η μαχη εγεινεν εκει διεσπαρμενη επι το προσωπον ολου του τοπου? και το δασος κατεφαγε πλειοτερον λαον, παρ' οσον κατεφαγεν η μαχαιρα, την ημεραν εκεινην.
9 Les serviteurs de David rencontrèrent Absalom par hasard, il était monté sur un mulet et le mulet arriva sous les branches d’un grand chêne. Sa tête se prit dans le chêne et il resta suspendu entre ciel et terre tandis que le mulet continuait sa course.9 Και συνηντησεν ο Αβεσσαλωμ τους δουλους του Δαβιδ. Και εκαθητο ο Αβεσσαλωμ επι ημιονου, και εισηλθεν ο ημιονος υπο τους πυκνους κλαδους μεγαλης δρυος, και επιασθη η κεφαλη αυτου εις την δρυν, και εκρεμασθη αναμεσον του ουρανου και της γης? ο δε ημιονος ο υποκατω αυτου διεπερασεν.
10 Un homme l’aperçut et il avertit Joab: “J’ai aperçu Absalom suspendu à un chêne.”10 Ιδων δε ανηρ τις, απηγγειλε προς τον Ιωαβ, και ειπεν, Ιδου, ειδον τον Αβεσσαλωμ κρεμαμενον εις δρυν.
11 Joab dit à celui qui lui apportait cette nouvelle: “Ainsi tu l’as vu! Pourquoi ne l’as-tu pas frappé sur-le-champ? Je t’aurais donné 10 pièces d’argent et une ceinture.”11 Και ειπεν ο Ιωαβ προς τον ανδρα, τον απαγγειλαντα προς αυτον, Και ιδου, ειδες, και δια τι παταξας δεν κατεβαλες αυτον εκει εις την γην; βεβαιως ηθελον σοι δωσει δεκα σικλους αργυριου και μιαν ζωνην.
12 Mais l’homme répondit à Joab: “Même si j’avais dans les mains tes 1 000 pièces d’argent, je ne porterais pas la main sur le fils du roi. Devant nous tous le roi a donné cet ordre à toi, à Abisaï et à Ittaï: ‘Épargnez le jeune Absalom par égard pour moi.’12 Ο δε ανηρ ειπε προς τον Ιωαβ, Και χιλιοι σικλοι αργυριου αν ηθελον μετρηθη εις την παλαμην μου, δεν ηθελον βαλει την χειρα μου επι τον υιον του βασιλεως? διοτι εις επηκοον ημων προσεταξεν ο βασιλευς εις σε και εις τον Αβισαι και εις τον Ιτται, λεγων, Φυλαχθητε μη εγγιση μηδεις τον νεον, τον Αβεσσαλωμ?
13 Même si je n’avais rien dit, le roi l’aurait su, et toi, tu te serais tenu à l’écart.”13 αλλα και εαν ηθελον πραξει δολιως εναντιον της ζωης μου, δεν κρυπτεται ουδεν απο του βασιλεως? και συ ηθελες σταθη εναντιος.
14 Joab dit: “Je perds mon temps avec toi.” Il prit dans sa main trois javelots et les enfonça dans le cœur d’Absalom qui était encore en vie dans le chêne.14 Τοτε ειπεν ο Ιωαβ, Δεν πρεπει να χρονοτριβω ουτω μετα σου. Και λαβων εις την χειρα αυτου τρια βελη, διεπερασεν αυτα δια της καρδιας του Αβεσσαλωμ, ενω ετι εζη εν τω μεσω της δρυος.
15 Ensuite 10 jeunes gens compagnons d’armes de Joab frappèrent Absalom et l’achevèrent.15 Και περικυκλωσαντες δεκα νεοι, οι βασταζοντες τα οπλα του Ιωαβ, επαταξαν τον Αβεσσαλωμ και εθανατωσαν αυτον.
16 Alors Joab sonna du cor: il fit retenir la troupe et l’on cessa de poursuivre Israël.16 Και εσαλπισεν ο Ιωαβ δια της σαλπιγγος, και επεστρεψεν ο λαος απο του να καταδιωκη οπισω του Ισραηλ? διοτι ανεχαιτισεν ο Ιωαβ τον λαον.
17 Ils prirent Absalom et le jetèrent dans une grande fosse au milieu de la forêt, et l’on éleva par-dessus un grand tas de pierres. Quant aux Israélites, ils avaient pris la fuite et ils étaient retournés chacun chez soi.17 Και λαβοντες τον Αβεσσαλωμ, ερριψαν αυτον εις λακκον μεγαν εντος του δασους? και εστησαν επ' αυτον σωρον λιθων μεγαν σφοδρα? και πας ο Ισραηλ εφυγεν εκαστος εις την σκηνην αυτου.
18 De son vivant Absalom s’était élevé une stèle dans la Vallée du Roi, car il se disait: “Je n’ai pas de fils pour conserver mon nom.” Il avait donné son nom à cette pierre dressée, et aujourd’hui encore on l’appelle ‘le monument d’Absalom.’18 Ετι δε ζων ο Αβεσσαλωμ ειχε λαβει και στησει δι' εαυτον στηλην, την εν τη κοιλαδι του βασιλεως? διοτι ειπεν, Δεν εχω υιον δια να διατηρη την μνημην του ονοματος μου? και εκαλεσε την στηλην με το ονομα αυτου? και καλειται εως της ημερας ταυτης Στηλη του Αβεσσαλωμ.
19 Ahimaas fils de Sadoq dit alors: “Je vais courir annoncer au roi cette bonne nouvelle, que Yahvé lui a rendu justice et l’a délivré de ses ennemis.”19 Τοτε ειπεν Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ, Ας τρεξω τωρα και ας φερω προς τον βασιλεα αγγελιας, οτι ο Κυριος εξεδικησεν αυτον εκ χειρος των εχθρων αυτου.
20 Mais Joab lui dit: “Tu ne serais pas porteur d’une bonne nouvelle aujourd’hui, tu le seras peut-être un autre jour mais aujourd’hui ce ne serait certainement pas une bonne nouvelle, puisque le fils du roi est mort.”20 Και ειπε προς αυτον ο Ιωαβ, Δεν θελεις εισθαι την ημεραν ταυτην αγγελιαφορος, αλλ' εις αλλην ημεραν θελεις φερει αγγελιας? εις ταυτην δε την ημεραν δεν θελεις φερει αγγελιας, επειδη ο υιος του βασιλεως απεθανε.
21 Joab dit alors au Kouchite: “Va annoncer au roi ce que tu as vu.” Le Kouchite se prosterna devant Joab et partit en courant.21 Τοτε ειπεν ο Ιωαβ προς τον Χουσει, Υπαγε, απαγγειλον προς τον βασιλεα οσα ειδες. Και ο Χουσει προσεκυνησε τον Ιωαβ και ετρεξε.
22 Ahimaas fils de Sadoq reprit la parole et dit à Joab: “Qu’importe ce qui arrivera. Moi aussi je veux courir derrière ce Kouchite.” Joab lui dit: “Pourquoi courir mon fils? Tu n’en tireras aucune récompense.”22 Τοτε Αχιμαας ο υιος του Σαδωκ ειπε παλιν προς τον Ιωαβ, Αλλ' ο, τι και αν ηναι, ας τρεξω και εγω, παρακαλω, κατοπιν του Χουσει. Ο δε Ιωαβ ειπε, Δια τι θελεις να τρεξης, τεκνον μου, ενω δεν εχεις αρμοδιους αγγελιας;
23 Il répondit: “Peu importe, je veux courir.” Alors Joab lui dit: “Eh bien, cours.” Ahimaas partit en courant, il prit le chemin de la plaine et il devança le Kouchite.23 Αλλ' ο, τι και αν ηναι, ειπεν, ας τρεξω. Τοτε ειπε προς αυτον, Τρεχε. Και ετρεξεν ο Αχιμαας δια της οδου της πεδιαδος και επερασε τον Χουσει.
24 David était assis entre les deux portes, et le guetteur faisait les cent pas sur le toit de la porte, au-dessus du rempart. Il leva les yeux et aperçut un homme qui courait seul.24 Εκαθητο δε ο Δαβιδ μεταξυ των δυο πυλων? και ανεβη ο σκοπος εις το δωμα της πυλης, επι το τειχος, και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε, και ιδου, ανθρωπος τρεχων μονος.
25 Le guetteur cria la nouvelle au roi, qui déclara: “S’il est seul, c’est qu’il est porteur de bonne nouvelle.” L’autre pendant ce temps approchait.25 Και ανεβοησεν ο σκοπος και απηγγειλε προς τον βασιλεα. Και ο βασιλευς ειπεν, Εαν ηναι μονος, εχει αγγελιας εις το στομα αυτου. Και ηρχετο προχωρων και επλησιαζε.
26 Le guetteur aperçut un autre homme qui courait derrière, il appela le portier et lui dit: “Il y a en un autre qui court aussi seul.” Le roi dit: “Celui-là aussi apporte une bonne nouvelle.”26 Και ειδεν ο σκοπος αλλον ανθρωπον τρεχοντα? και ανεβοησεν ο σκοπος προς τον θυρωρον, και ειπεν, Ιδου, αλλος ανθρωπος τρεχων μονος. Και ειπεν ο βασιλευς, Και ουτος ειναι αγγελιαφορος.
27 Le guetteur reprit: “Je reconnais le premier, c’est Ahimaas fils de Sadoq, je reconnais sa façon de courir.” Le roi dit: “C’est un homme qui vaut, il apporte sûrement une bonne nouvelle.”27 Και ειπεν ο σκοπος, Το τρεξιμον του πρωτου μοι φαινεται ως το τρεξιμον του Αχιμαας, υιου του Σαδωκ. Και ειπεν ο βασιλευς, Καλος ανθρωπος ειναι ουτος και ερχεται με αγαθας αγγελιας.
28 Lorsque Ahimaas fut tout près, il cria: “Salut!” Puis il se prosterna la face contre terre devant le roi. “Béni soit Yahvé ton Dieu, dit-il, il a livré les hommes qui s’étaient dressés contre mon seigneur le roi!”28 Και εβοησεν ο Αχιμαας και ειπε προς τον βασιλεα, Χαιρε. και προσεκυνησε τον βασιλεα κατα προσωπον αυτου εως εδαφους? και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος σου, οστις παρεδωκε τους ανθρωπους, τους σηκωσαντας την χειρα αυτων κατα του κυριου μου του βασιλεως.
29 Le roi dit alors: “Le jeune Absalom est-il sauf?” Ahimaas répondit: “Lorsque ton serviteur Joab m’a envoyé, j’ai vu une grande confusion, mais je ne sais pas exactement ce qui se passait.”29 Και ειπεν ο βασιλευς, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Αχιμαας, Οτε ο Ιωαβ απεστελλε τον δουλον του βασιλεως, και εμε τον δουλον σου, ειδον τον μεγαν θορυβον, πλην δεν ηξευρον τι ητο.
30 Le roi lui dit: “Mets-toi là et attendons.” Il se rangea de côté et attendit.30 Και ειπεν ο βασιλευς, Στρεψον, σταθητι εκει. Και εστραφη και εσταθη.
31 Derrière lui arrivait le Kouchite; il dit: “Que mon seigneur le roi apprenne la bonne nouvelle: Yahvé t’a fait justice aujourd’hui, il t’a délivré de tous ceux qui s’étaient dressés contre toi.”31 Και ιδου, ηλθεν ο Χουσει? και ειπεν ο Χουσει, Αγγελιας, κυριε μου βασιλευ? διοτι ο Κυριος σε εξεδικησε την ημεραν ταυτην εκ χειρος παντων των επανισταμενων επι σε.
32 Le roi demanda au Kouchite: “Le jeune Absalom est-il sauf?” Le Kouchite lui répondit: “Que les ennemis de mon seigneur le roi, que tous ceux qui se dressent contre lui pour faire le mal, aient le sort de ce jeune homme.”32 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Χουσει, Υγιαινει ο νεος, ο Αβεσσαλωμ; Και απεκριθη ο Χουσει, ειθε να γεινωσιν ως ο νεος εκεινος οι εχθροι του κυριου μου του βασιλεως, και παντες οι επανισταμενοι επι σε δια κακον.
33 Και εταραχθη ο βασιλευς και ανεβη εις το υπερωον της πυλης, και εκλαυσε? και ενω επορευετο, ελεγεν ουτως? Υιε μου Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου Αβεσσαλωμ? ειθε να απεθνησκον εγω αντι σου, Αβεσσαλωμ, υιε μου, υιε μου.