І Царів 8
12345678910111213141516171819202122
Буття
Вихід
Левіт
Числа
Второзаконня
Ісуса Навина
Суддів
Рути
І Самуїла
ІІ Самуїла
І Царів
ІІ Царів
І Хронік
ІІ Хронік
Езри
Неємії
Товита
Юдити
Естери
1Mac
2Mac
Йова
Псалмів
Приповідок
Проповідник
Пісня Пісень
Мудрости
Сирах
Ісая
Єремія
Плач Єремії
Лист Єремії
Єзекиїл
Даниїл
Осій
Йоіл
Амос
Авдій
Йона
Міхей
Наум
Авакум
Софонія
Аггей
Захарій
Малахія
Матей
Марко
Лука
Іван
Діяння Апостолів
Римлян
І Корінтян
ІІ Корінтян
Галатів
Ефесян
Филип’ян
Колосян
І Солунян
І Солунян
І Тимотея
ІI Тимотея
Тита
Филимона
Євреїв
Якова
І Петра
ІI Петра
І Івана
ІІ Івана
ІІІ Івана
Юди
Одкровення
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
Біблія | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Тоді Соломон скликав до себе в Єрусалим усіх старших Ізраїля, усіх голів над колінами і князів ізраїльських родин, щоб перенести кивот Господнього союзу з Давидгороду, тобто з Сіону. | 1 Τοτε συνηθροισεν ο βασιλευς Σολομων προς εαυτον εν Ιερουσαλημ τους πρεσβυτερους του Ισραηλ και παντας τους αρχηγους των φυλων, τους οικογεναρχας των υιων Ισραηλ, δια να αναβιβασωσι την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εκ της πολεως Δαβιδ, ητις ειναι η Σιων. |
2 Усі ізраїльські мужі зібрались до Соломона на свято в місяці Етанім, що був сьомий місяць. | 2 Και συνηθροισθησαν παντες οι ανδρες Ισραηλ προς τον βασιλεα Σολομωντα εν τη εορτη κατα τον μηνα Εθανειμ, οστις ειναι ο εβδομος μην. |
3 Як же прибули старші Ізраїля, священики взяли кивот, | 3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ και εσηκωσαν οι ιερεις την κιβωτον. |
4 і понесли кивот Господній і намет зборів з усім святим посудом, що був у наметі. Священики й левіти несли їх. | 4 Και ανεβιβασαν την κιβωτον του Κυριου και την σκηνην του μαρτυριου και παντα τα σκευη τα αγια τα εν τη σκηνη? οι ιερεις και οι Λευιται ανεβιβασαν αυτα. |
5 Цар же Соломон і вся ізраїльська громада, що зібралась коло нього перед кивотом, жертвували з ним волів і овець, — стільки, що їм не було ні числа, ні ліку. | 5 Και ο βασιλευς Σολομων και πασα η συναγωγη του Ισραηλ, οι συναχθεντες προς αυτον, ησαν μετ' αυτου εμπροσθεν της κιβωτου, θυσιαζοντες προβατα και βοας, οσα δεν ητο δυνατον να λογαριασθωσι και να αριθμηθωσι δια το πληθος. |
6 Священики внесли кивот Господнього завіту на його місце, в дебір храму, у всесвяте, під крила херувимів, | 6 Και εισηγαγον οι ιερεις την κιβωτον της διαθηκης του Κυριου εις τον τοπον αυτης, εις το χρηστηριον του οικου, εις τα αγια των αγιων, υποκατω των πτερυγων των χερουβειμ. |
7 бо херувими простягали крила над місцем кивота і покривали зверху кивот та його носила. | 7 Διοτι τα χερουβειμ ειχον εξηπλωμενας τας πτερυγας επι τον τοπον της κιβωτου, και τα χερουβειμ εκαλυπτον την κιβωτον και τους μοχλους αυτης ανωθεν. |
8 А носила були такі довгі, що їх кінці можна було бачити з святині перед всесвятим, але знадвору не було їх видко. Вони там зостаються по цей день. | 8 Και εξειχον οι μοχλοι, και εφαινοντο τα ακρα των μοχλων εκ του αγιου τοπου εμπροσθεν του χρηστηριου, εξωθεν ομως δεν εφαινοντο? και ειναι εκει εως της σημερον. |
9 В ковчезі не було нічого, крім двох кам’яних таблиць, що там поклав Мойсей на Хориві, коли уклав був Господь союз із синами Ізраїля по виході їх з Єгипетської землі. | 9 Δεν ησαν εν τη κιβωτω ειμη αι δυο λιθιναι πλακες, τας οποιας ο Μωυσης εθεσεν εκει εν Χωρηβ, οπου ο Κυριος εκαμε διαθηκην προς τους υιους Ισραηλ, οτε εξηλθον εκ γης Αιγυπτου. |
10 Як же священики вийшли з святині, сповнила хмара храм Господній, | 10 Και ως εξηλθον οι ιερεις εκ του αγιαστηριου, η νεφελη ενεπλησε τον οικον του Κυριου? |
11 так що священики через хмару не могли там стояти й служити службу; слава бо Господня сповнила храм Господній. | 11 και δεν ηδυναντο οι ιερεις να σταθωσι δια να λειτουργησωσιν, εξ αιτιας της νεφελης? διοτι η δοξα του Κυριου ενεπλησε τον οικον του Κυριου. |
12 Тоді Соломон промовив: («Господь установив на небі сонце), а сам захотів у мряці пробувати. | 12 Τοτε ελαλησεν ο Σολομων, Ο Κυριος ειπεν οτι θελει κατοικει εν γνοφω? |
13 Тим я й спорудив тобі дім на мешкання, місце, де ти повіки будеш жити.» | 13 ωκοδομησα εις σε οικον κατοικησεως, τοπον δια να κατοικης αιωνιως. |
14 І обернувся цар лицем, і поблагословив усю ізраїльську громаду, під час коли ізраїльська громада стояла, | 14 Και στρεψας ο βασιλευς το προσωπον αυτου, ευλογησε πασαν την συναγωγην του Ισραηλ? πασα δε η συναγωγη του Ισραηλ ιστατο. |
15 і сказав: «Благословен Господь, Бог Ізраїля, що виконав власною рукою те, що обіцяв був своїми устами моєму батькові Давидові, коли сказав був: | 15 Και ειπεν, Ευλογητος Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, οστις εξετελεσε δια της χειρος αυτου εκεινο το οποιον ελαλησε δια του στοματος αυτου προς Δαβιδ τον πατερα μου, λεγων, |
16 З того часу, як вивів я народ мій, Ізраїля, з Єгипту, не вибрав я міста ні в одному з колін Ізраїля, щоб мені збудовано дім, де перебувало б моє ім’я, а вибрав Єрусалим, щоб там перебувало моє ім’я, і вибрав Давида, щоб він був над моїм народом Ізраїлем. | 16 Αφ' ης ημερας εξηγαγον τον λαον μου τον Ισραηλ εξ Αιγυπτου, δεν εξελεξα απο πασων των φυλων του Ισραηλ ουδεμιαν πολιν δια να οικοδομηθη οικος, ωστε να ηναι το ονομα μου εκει? αλλ' εξελεξα τον Δαβιδ, δια να ηναι επι τον λαον μου Ισραηλ. |
17 Вже в мого батька Давида було на думці збудувати храм імені Господа, Бога Ізраїля, | 17 Και ηλθεν εις την καρδιαν Δαβιδ του πατρος μου να οικοδομηση οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ. |
18 та Господь сказав моєму батькові Давидові: Що ти задумав збудувати дім моєму імені, це добра в тебе думка, | 18 Αλλ' ο Κυριος ειπε προς Δαβιδ τον πατερα μου, Επειδη ηλθεν εις την καρδιαν σου να οικοδομησης οικον εις το ονομα μου, καλως μεν εκαμες οτι συνελαβες τουτο εν τη καρδια σου? |
19 тільки ж не тобі будувати мені дім, а твоєму синові, що вийде з твого лона, — той збудує храм імені моєму, — | 19 πλην συ δεν θελεις οικοδομησει τον οικον? αλλ' ο υιος σου, οστις θελει εξελθει εκ της οσφυος σου, ουτος θελει οικοδομησει τον οικον εις το ονομα μου. |
20 Господь справдив своє слово що сказав був: я бо вступив на місце Давида, мого батька, і сів на престолі Ізраїля, як сказав Господь, і збудував храм імені Господа, Бога Ізраїля, | 20 Ο Κυριος λοιπον εξεπληρωσε τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε? και εγω ανεστην αντι Δαβιδ του πατρος μου, και εκαθησα επι του θρονου του Ισραηλ, καθως ελαλησεν ο Κυριος, και ωκοδομησα τον οικον εις το ονομα Κυριου του Θεου του Ισραηλ. |
21 і приладив місце на кивот, в якім є (свідоцтво) союзу Господнього, що він, Господь, уклав з нашими батьками, як вивів їх з Єгипетської землі.» | 21 Και διωρισα εκει τοπον δια την κιβωτον, εν η κειται η διαθηκη του Κυριου, την οποιαν εκαμε προς τους πατερας ημων, οτε εξηγαγεν αυτους εκ γης Αιγυπτου. |
22 Став Соломон перед Господнім жертовником, перед усією громадою Ізраїля, зняв руки до неба | 22 Και σταθεις ο Σολομων εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, ενωπιον πασης της συναγωγης του Ισραηλ, εξετεινε τας χειρας αυτου προς τον ουρανον, |
23 і промовив: «Господи, Боже Ізраїля! Нема Бога, що був би тобі рівня, ні на небі вгорі, ні на землі внизу. Ти бережеш завіт і милость слугам твоїм, що ходять перед тобою усім серцем. | 23 και ειπε, Κυριε Θεε του Ισραηλ, δεν ειναι Θεος ομοιος σου εκ τω ουρανω ανω και επι της γης κατω, οστις φυλαττεις την διαθηκην και το ελεος προς τους δουλους σου τους περιπατουντας ενωπιον σου εν ολη τη καρδια αυτων? |
24 Ти додержав слузі твоєму Давидові, моєму батькові, те, що обіцяв йому і що устами твоїми промовив, — те сьогодні справдив рукою твоєю, | 24 οστις εφυλαξας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου οσα ελαλησας προς αυτον? και ελαλησας δια του στοματος σου και εξετελεσας δια της χειρος σου, καθως την ημεραν ταυτην. |
25 Тепер же, Господи, Боже Ізраїля, дотримай слузі твоєму Давидові, моєму батькові, те, що обіцяв йому словами: Не переведеться у тебе передо мною той, що сидітиме на престолі Ізраїля, як тільки сини твої вважатимуть на свої вчинки та ходитимуть передо мною, як ти ходив передо мною. | 25 Και τωρα, Κυριε Θεε του Ισραηλ, φυλαξον προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου εκεινο το οποιον υπεσχεθης προς αυτον, λεγων, Δεν θελει εκλειψει εις σε ανηρ απ' εμπροσθεν μου καθημενος επι του θρονου του Ισραηλ, μονον εαν προσεχωσιν οι υιοι σου εις την οδον αυτων, δια να περιπατωσιν ενωπιον μου, καθως συ περιεπατησας ενωπιον μου. |
26 Отже тепер, Боже Ізраїля, нехай справдиться, прошу, твоя обіцянка, що ти дав слузі твоєму Давидові, моєму батькові! | 26 Τωρα λοιπον, Θεε του Ισραηλ, ας αληθευση, δεομαι, ο λογος σου, τον οποιον ελαλησας προς τον δουλον σου Δαβιδ τον πατερα μου. |
27 Чи ж Богові бо справді жити на землі? Таже ж небо і небо небес не можуть тебе вмістити! А що вже цей храм, що я збудував тобі! | 27 Αλλα θελει αληθως κατοικησει Θεος επι της γης; ιδου, ο ουρανος και ο ουρανος των ουρανων δεν ειναι ικανοι να σε χωρεσωσι? ποσον ολιγωτερον ο οικος ουτος, τον οποιον ωκοδομησα. |
28 Однак зглянься, Господи, мій Боже, на молитву й на благання слуги твого й вислухай взивання та мольбу, якими слуга твій оце сьогодні тебе молить. | 28 Πλην επιβλεψον επι την προσευχην του δουλου σου και επι την δεησιν αυτου, Κυριε Θεε μου, ωστε να εισακουσης της κραυγης και της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου δεεται ενωπιον σου την σημερον. |
29 Нехай очі твої споглядають уночі й удень на храм цей, на місце, про яке ти сказав: Ім’я моє буде там! — Вислухай молитву, якою слуга твій молитиметься на цьому місці! | 29 δια να ηναι οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι προς τον οικον τουτον νυκτα και ημεραν, προς τον τοπον περι του οποιου ειπας, Το ονομα μου θελει εισθαι εκει? δια να εισακουης της δεησεως, την οποιαν ο δουλος σου θελει δεεσθαι εν τω τοπω τουτω. |
30 Вислухай, благання слуги твого і народу твого, Ізраїля, коли вони будуть молитися на цьому місці. Вислухай з місця, де ти перебуваєш, з неба; вислухай і прости. | 30 Και επακουε της δεησεως του δουλου σου και του λαου σου Ισραηλ, οταν προσευχωνται εν τω τοπω τουτω? και ακουε συ εκ του τοπου της κατοικησεως σου, εκ του ουρανου? και ακουων, γινου ιλεως. |
31 Коли хтось провиниться перед своїм ближнім, і той візьме на себе клятву, щоб спонукати й другого поклястися і він прийде, щоб поклястися перед твоїм жертовником у цім храмі, | 31 Εαν αμαρτηση τις ανθρωπος εις τον πλησιον αυτου και ζητηση ορκον παρ' αυτου δια να καμη αυτον να ορκισθη, και ο ορκος ελθη εμπροσθεν του θυσιαστηριου σου εν τω οικω τουτω, |
32 то ти вислухай з неба і вчини суд над слугами твоїми: осуди винного, обернувши його переступ на його ж голову, а безвинного виправдай, воздавши йому за його правдою. | 32 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και ενεργησον και κρινον τους δουλους σου, καταδικαζων μεν τον ανομον, ωστε να στρεψης κατα της κεφαλης αυτου την πραξιν αυτου, δικαιονων δε τον δικαιον, ωστε να αποδωσης εις αυτον κατα την δικαιοσυνην αυτου. |
33 Коли твій народ Ізраїль буде розгромлений ворогом за гріхи перед тобою і повернеться до тебе та й стане хвалити ім’я твоє, та молитися й тебе благати в цьому домі, | 33 Οταν κτυπηθη ο λαος σου Ισραηλ εμπροσθεν του εχθρου, διοτι ημαρτησαν εις σε, και επιστρεψωσι προς σε και δοξασωσι το ονομα σου και προσευχηθωσι και δεηθωσιν ενωπιον σου εν τω οικω τουτω, |
34 то ти вислухай з неба і прости гріхи твого народу Ізраїля, і приведи їх назад у землю, що ти дав батькам їхнім. | 34 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν του λαου σου Ισραηλ, και επαναγαγε αυτους εις την γην, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων. |
35 Коли небо буде замкнене і не буде дощу за те, що согрішили проти тебе, і коли будуть молитись на цьому місці і хвалити твоє ім’я і каятись у своїх гріхах, бо ти їх упокорив, | 35 Οταν ο ουρανος κλεισθη, και δεν γινηται βροχη, διοτι ημαρτησαν εις σε, εαν προσευχηθωσι προς τον τοπον τουτον και δοξασωσι το ονομα σου και επιστρεψωσιν απο των αμαρτιων αυτων, αφου ταπεινωσης αυτους, |
36 то ти вислухай з неба і прости гріхи слуг твоїх і народу твого, Ізраїля. Вкажи їм добру путь, щоб нею простували, і пошли дощ на твою землю, що її дав ти твоєму народові у спадщину. | 36 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου και συγχωρησον την αμαρτιαν των δουλων σου και του λαου σου Ισραηλ, διδαξας αυτους την οδον την αγαθην, εις την οποιαν πρεπει να περιπατωσι, και δος βροχην επι την γην σου, την οποιαν εδωκας εις τον λαον σου δια κληρονομιαν. |
37 Коли настане голод на землі або чума, або посуха, або іржа, або сарана, або черва, коли ворог тіснитиме його у власних воротях у його краї, або буде якась біда чи якась хвороба, — | 37 Πεινα εαν γεινη εν τη γη, θανατικον εαν γεινη, ανεμοφθορια, ερυσιβη, ακρις, βρουχος εαν γεινη, ο εχθρος αυτων εαν πολιορκηση αυτους εν τω τοπω της κατοικιας αυτων, οποιαδηποτε πληγη, οποιαδηποτε νοσος γεινη, |
38 всяку молитву, всяке благання чи то окремої людини, а чи всього народу твого, Ізраїля, коли хтось із них почує біль у серці і простягне руки свої до цього храму, — | 38 πασαν προσευχην, πασαν δεησιν γινομενην υπο παντος ανθρωπου, υπο παντος του λαου σου Ισραηλ, οταν γνωριση εκαστος την πληγην της καρδιας αυτου και εκτεινη τας χειρας αυτου προς τον οικον τουτον, |
39 то ти вислухай з неба, з місця, де перебуваєш, і прости; вчини й відплати кожному за його заслугою, ти, що знаєш його серце, — ти бо єдиний знаєш серце всіх синів людських, — | 39 τοτε συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και συγχωρησον και ενεργησον και δος εις εκαστον κατα πασας τας οδους αυτου, οπως γνωριζεις την καρδιαν αυτου, διοτι συ, μονος συ, γνωριζεις τας καρδιας παντων των υιων ανθρωπων. |
40 щоб вони боялись тебе по всі дні, покіль житимуть на землі, що ти дав батькам нашим. | 40 δια να σε φοβωνται πασας τας ημερας οσας ζωσιν επι προσωπου της γης, την οποιαν εδωκας εις τους πατερας ημων. |
41 Навіть як і чужинець, що не з твого народу, Ізраїля, прийде з далекого краю задля імени твого, — | 41 Και τον ξενον ετι, οστις δεν ειναι εκ του λαου σου Ισραηλ, αλλ' ερχεται απο γης μακρας δια το ονομα σου, |
42 бо чути буде скрізь про твоє велике ім’я, про твою руку потужну і про твоє простягнуте рам’я, — як він прийде та й стане молитись у цім храмі, | 42 διοτι θελουσιν ακουσει το ονομα σου το μεγα και την χειρα σου την κραταιαν και τον βραχιονα σου τον εξηπλωμενον, οταν ελθη και προσευχηθη προς τον οικον τουτον, |
43 то ти вислухай його з неба, з місця, де перебуваєш, і вчини все, чого чужинець проситиме у тебе, щоб усі народи на землі знали ім’я твоє та мали страх, як твій народ Ізраїль, та щоб зрозуміли, що твоє ім’я покоїться на цім храмі, що я збудував. | 43 συ επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, και ενεργησον κατα παντα περι οσων ο ξενος σε επικαλεσθη? δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης το ονομα σου, να σε φοβωνται, καθως ο λαος σου Ισραηλ? και δια να γνωρισωσιν οτι το ονομα σου εκληθη επι τον οικον τουτον, τον οποιον ωκοδομησα. |
44 Коли народ твій вийде на війну проти ворога свого шляхом, яким його пошлеш, і молитиметься Господеві, повернувшись до міста, що ти вибрав, і до храму, який я збудував для імени твого, | 44 Οταν ο λαος σου εξελθη εις πολεμον εναντιον των εχθρων αυτων, οπου αποστειλης αυτους, και προσευχηθωσιν εις τον Κυριον, προς την πολιν, την οποιαν εξελεξας, και τον οικον, τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου, |
45 то вислухай з неба його молитву і його благання, і заступися за його правом. | 45 τοτε επακουσον εκ του ουρανου της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων, και καμε το δικαιον αυτων. |
46 Коли ж согрішать проти тебе, — нема бо чоловіка, що не грішив би, — і ти, розгнівавшись на них, видаси їх на поталу ворогові і той займе їх у полон та й відведе їх у ворожу землю, чи то далеко чи близько, | 46 Οταν αμαρτησωσιν εις σε, διοτι ουδεις ανθρωπος ειναι αναμαρτητος, και οργισθης εις αυτους και παραδωσης αυτους εις τον εχθρον, ωστε οι αιχμαλωτισται να φερωσιν αυτους αιχμαλωτους εις την γην του εχθρου, μακραν η πλησιον, |
47 і вони схаменуться в землі, куди їх зайнято в полон, і навернуться і будуть молитись до тебе у землі тих, що їх полонили, і говорити: Ми согрішили, ми вчинили несправедливо, ми робили зле! — | 47 και ελθωσιν εις εαυτους εν τη γη, οπου εφερθησαν αιχμαλωτοι, και επιστρεψωσι και δεηθωσι προς σε εν τη γη των αιχμαλωτισαντων αυτους, λεγοντες, Ημαρτομεν, ηνομησαμεν, ηδικησαμεν, |
48 і коли обернуться до тебе усім своїм серцем й усією душею своєю в ворожій землі, куди їх зайнято в полон, і молитимуться до тебе, звернувшись до землі, що ти дав батькам їхнім, до міста, що ти вибрав, і до храму, що я збудував для імени твого, — | 48 και επιστρεψωσι προς σε εξ ολης της καρδιας αυτων και εξ ολης της ψυχης αυτων, εν τη γη των εχθρων των αιχμαλωτισαντων αυτους, και προσευχηθωσι προς σε προς την γην αυτων την οποιαν εδωκας εις τους πατερας αυτων, την πολιν την οποιαν εξελεξας, και τον οικον τον οποιον ωκοδομησα εις το ονομα σου, |
49 то вислухай з неба, з місця, де перебуваєш, їхню молитву і їх благання, і вчини їм правду. | 49 τοτε επακουσον εκ του ουρανου, του τοπου της κατοικησεως σου, της προσευχης αυτων και της δεησεως αυτων και καμε το δικαιον αυτων, |
50 Прости тоді твоєму народові, що согрішив проти тебе, усі його провини проти тебе і нехай змилуються над ними ті, що зайняли їх у полон, і змилосердяться над ними, | 50 και συγχωρησον εις τον λαον σου, τον αμαρτησαντα εις σε, και αφες πασας τας παραβασεις αυτων, δια των οποιων εγειναν παραβαται εναντιον σου, και κινησον εις οικτιρμον αυτων τους αιχμαλωτισαντας αυτους ωστε να οικτειρωσιν αυτους? |
51 бо вони — народ твій і твоя спадщина, що ти вивів з Єгипту, з залізної печі. | 51 διοτι λαος σου και κληρονομια σου ειναι, τον οποιον εξηγαγες εξ Αιγυπτου, εκ μεσου του σιδηρου χωνευτηριου. |
52 Нехай очі твої будуть відкриті на благання слуги твого і на благання народу твого, Ізраїля, щоб вислуховувати їх завжди, коли взиватимуть до тебе, | 52 Ας ηναι λοιπον οι οφθαλμοι σου ανεωγμενοι εις την δεησιν του δουλου σου και εις την δεησιν του λαου σου Ισραηλ, δια να εισακουης αυτους περι οσων σε επικαλεσθωσι, |
53 бо ти їх виділив собі як спадкоємство з-між усіх народів на землі, як об’явив через слугу твого Мойсея, коли виводив, Владико Господи, батьків наших з Єгипту.» | 53 διοτι συ εξεχωρισας αυτους απο παντων των λαων της γης, δια να ηναι κληρονομια σου, καθως ελαλησας δια χειρος Μωυσεως του δουλου σου, οτε εξηγαγες τους πατερας ημων εξ Αιγυπτου, Δεσποτα Κυριε. |
54 Як скінчив Соломон усю цю молитву й це благання до Господа, встав з-перед Господнього жертовника, де стояв навколішках з простягнутими до неба руками, | 54 Και αφου ετελειωσεν ο Σολομων να καμνη ολην την προσευχην και την δεησιν ταυτην προς τον Κυριον, εσηκωθη απ' εμπροσθεν του θυσιαστηριου του Κυριου, οπου ητο γονυπετης με τας χειρας αυτου εξηπλωμενας προς τον ουρανον. |
55 і, стоячи, поблагословив голосно всю громаду Ізраїля такими словами: | 55 Και εσταθη και ευλογησε πασαν την συναξιν του Ισραηλ μετα φωνης μεγαλης, λεγων, |
56 «Благословен Господь, що дав народові своєму Ізраїлю спокій, повнотою так, як обіцяв був. Ні одне слово не зосталось марним з усіх тих прекрасних обітниць, що дав через раба свого Мойсея. | 56 Ευλογητος Κυριος, οστις εδωκεν αναπαυσιν εις τον λαον αυτου Ισραηλ, κατα παντα οσα υπεσχεθη? δεν επεσεν ουδε εις εκ παντων των λογων των αγαθων, τους οποιους ελαλησε δια χειρος Μωυσεως του δουλου αυτου. |
57 Нехай же буде з нами Бог наш, як був і з нашими батьками. Нехай нас не покидає, нехай нас не відштовхує! | 57 Γενοιτο Κυριος ο Θεος ημων μεθ' ημων, καθως ητο μετα των πατερων ημων να μη αφηση ημας, μηδε να εγκαταλειψη ημας? |
58 Нехай нахилить наші серця до себе, щоб ми ходили його путями та пильнували його заповіді, його установи та його закони, що заповідав батькам нашим. | 58 δια να επικλινη τας καρδιας ημων εις εαυτον ωστε να περιπατωμεν εις πασας τας οδους αυτου και να φυλαττωμεν τας εντολας αυτου και τα διαταγματα αυτου και τας κρισεις αυτου, τα οποια προσεταξεν εις τους πατερας ημων. |
59 Нехай ці слова, що я промовив у молитві перед Господом, будуть приявні вдень і вночі перед Господом, Богом нашим, щоб він день-у-день творив правду своєму слузі й своєму народові Ізраїлеві, | 59 Και ουτοι οι λογοι μου, τους οποιους εδεηθην ενωπιον του Κυριου, να ηναι ημεραν και νυκτα πλησιον Κυριου του Θεου ημων, δια να καμνη το δικαιον του δουλου αυτου και το δικαιον του λαου αυτου Ισραηλ, κατα την αναγκην εκαστης ημερας? |
60 щоб усі народи на землі зрозуміли, що тільки Господь — Бог, і ніхто інший. | 60 δια να γνωρισωσι παντες οι λαοι της γης, οτι ο Κυριος, αυτος ειναι ο Θεος, ουδεις αλλος. |
61 Нехай наше серце буде суцільно віддане Господеві, Богу нашому, щоб ми ходили в його установах і пильнували його заповіді, як сьогодні.» | 61 Ας ηναι λοιπον η καρδια σας τελεια προς Κυριον τον Θεον ημων, δια να περιπατητε εις τα διαταγματα αυτου και να φυλαττητε τας εντολας αυτου, καθως εν τη ημερα ταυτη. |
62 Після цього цар і ввесь Ізраїль принесли жертви перед Господом. | 62 Και ο βασιλευς και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, προσεφεραν θυσιαν ενωπιον του Κυριου. |
63 Соломон приніс у мирну жертву Господеві 22 000 волів і 120 000 овець. Так цар і ввесь Ізраїль посвятили храм Господній. | 63 Και εθυσιασεν Σολομων τας θυσιας τας ειρηνικας, τας οποιας προσεφερεν εις τον Κυριον, εικοσιδυο χιλιαδας βοων και εκατον εικοσι χιλιαδας προβατων? ουτως εγκαινιασαν τον οικον του Κυριου ο βασιλευς και παντες οι υιοι Ισραηλ. |
64 Того дня цар освятив середню частину двору перед храмом Господнім, бо там приніс він усепалення й офіри та жир мирних жертв, тому що мідяний жертовник, який стояв перед Господом, був надто малий, щоб умістити всепалення, офіри й тук мирних жертв. | 64 Την αυτην ημεραν καθιερωσεν ο βασιλευς το μεσον της αυλης της κατα προσωπον του οικου του Κυριου? διοτι εκει προσεφερε τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων? επειδη το θυσιαστηριον το χαλκινον, το κατ' εμπροσθεν του Κυριου, ητο μικρον ωστε να χωρεση τα ολοκαυτωματα και την εξ αλφιτων προσφοραν και το στεαρ των ειρηνικων προσφορων. |
65 І справив Соломон того часу свято, і ввесь Ізраїль з ним, — величезний збір, що зійшовся від входу Хамату аж до єгипетського потоку, перед Господом, Богом нашим, 7 день, (а потім ще 7 день — 14 разом). | 65 Και κατ' εκεινον τον καιρον εκαμεν Σολομων την εορτην, και πας ο Ισραηλ μετ' αυτου, συναξις μεγαλη, απο της εισοδου Αιμαθ μεχρι του ποταμου Αιγυπτου, ενωπιον Κυριου του Θεου ημων, επτα ημερας και επτα ημερας, δεκατεσσαρας ημερας. |
66 На восьмий же день він відпустив народ. Вони хвалили царя й розійшлися по хатах, веселі та раді серцем з-за всього добра, що Господь учинив своєму слузі Давидові й своєму народові Ізраїлеві. | 66 την ογδοην ημεραν απελυσε τον λαον? και ευλογησαν τον βασιλεα και ανεχωρησαν εις τας σκηνας αυτων, χαιροντες και ευφραινομενοι εκ καρδιας, δια παντα τα αγαθα οσα ο Κυριος εκαμε προς Δαβιδ τον δουλον αυτου και προς Ισραηλ τον λαον αυτου. |