1 - Chiama pur, se c'è chi ti risponda, e rivolgiti a qualcuno dei santi. | 1 Καλεσον τωρα, εαν τις σοι αποκριθη; και προς τινα των αγιων θελεις αποβλεψει; |
2 Però lo stolto lo uccide la rabbia e al dissennato dà morte l'invidia. | 2 Διοτι η οργη φονευει τον αφρονα, και η αγανακτησις θανατονει τον μωρον. |
3 Io ben vidi lo stolto [quale albero] con sode radici, ma imputridì la sua prosperità ad un tratto. | 3 Εγω ειδον τον αφρονα ριζουμενον? αλλ' ευθυς προειπα κατηραμενην την κατοικιαν αυτου. |
4 Lungi da salvezza finiranno i suoi figli, oppressi saranno sulla porta senza che alcun li salvi. | 4 Οι υιοι αυτου ειναι μακραν απο της σωτηριας, και καταπιεζονται εμπροσθεν της πυλης, και ουδεις ο ελευθερων? |
5 La sua mèsse la divorerà l'affamato, un armato rapirà via lui, gente assetata succhierà le sue ricchezze. | 5 των οποιων τον θερισμον κατατρωγει ο πεινων, και αρπαζει αυτον εκ των ακανθων και την περιουσιαν αυτων καταπινει ο διψων. |
6 Non avviene nulla in terra senza cagione, e dal suolo non germoglia l'affanno: | 6 Διοτι εκ του χωματος δεν εξερχεται η θλιψις, ουδε η λυπη βλαστανει εκ της γης? |
7 l'uomo nasce al travaglio, come l'uccello per il volo. | 7 αλλ' ο ανθρωπος γενναται δια την λυπην, και οι νεοσσοι των αετων δια να πετωσιν υψηλα. |
8 Io quindi, [fossi in te], pregherei il Signore, e innanzi a Dio proporrei la mia causa: | 8 Αλλ' εγω τον Θεον θελω επικαλεσθη, και εν τω Θεω θελω εναποθεσει την υποθεσιν μου? |
9 egli opera cose grandi e imperscrutabili, cose mirabili che non hanno numero; | 9 οστις καμνει μεγαλεια ανεξιχνιαστα, θαυμασια αναριθμητα? |
10 manda egli la pioggia sulla superficie della terraed irriga con le acque ogni cosa; | 10 οστις διδει βροχην επι το προσωπον της γης, και πεμπει υδατα επι το προσωπον των αγρων? |
11 egli mette in alto tutti gli umiliati, e gli afflitti eleva in salvezza; | 11 οστις υψονει τους ταπεινους, και ανεγειρει εις σωτηριαν τους τεθλιμμενους? |
12 egli dissipa i pensieri dei maligni, sì che le lor mani non compiano ciò che cominciarono; | 12 οστις διασκεδαζει τας βουλας των πανουργων, και δεν δυνανται αι χειρες αυτων να εκτελεσωσι την επιχειρησιν αυτων? |
13 comprende egli i sapienti nella loro accortezza, e disperde il disegno dei malvagi: | 13 οστις συλλαμβανει τους σοφους εν τη πανουργια αυτων? και η βουλη των δολιων ανατρεπεται? |
14 di giorno incappano essi nelle tenebre, e come di notte brancolano a mezzodì. | 14 την ημεραν απαντωσι σκοτος, και εν μεσημβρια ψηλαφωσι καθως εν νυκτι. |
15 Egli quindi salverà il misero dalla spada della lor bocca, e il poverello dalla mano del violento: | 15 Τον πτωχον ομως λυτρονει εκ της ρομφαιας, εκ του στοματος αυτων και εκ της χειρος του ισχυρου. |
16 sì che v'abbia per l'infelice una speranza, e l'iniquità chiuda la sua bocca. | 16 Και ο πτωχος εχει ελπιδα, της δε ανομιας το στομα εμφραττεται. |
17 Beato l'uomo che da Dio è corretto: la riprensione del Signore tu dunque non spregiare! | 17 Ιδου, μακαριος ο ανθρωπος, τον οποιον ελεγχει ο Θεος? δια τουτο μη καταφρονει την παιδειαν του Παντοδυναμου? |
18 Poichè egli ferisce e pur medica, percuote e pur le sue mani guariscono. | 18 διοτι αυτος πληγονει και επιδενει? κτυπα, και αι χειρες αυτου ιατρευουσιν. |
19 In sei angustie egli ti salverà, e nella settima non ti toccherà il male: | 19 Εν εξ θλιψεσι θελει σε ελευθερωσει? και εν τη εβδομη δεν θελει σε εγγισει κακον. |
20 nella fame ti libererà dalla morte, e nella mischia dal poter della spada; | 20 Εν τη πεινη θελει σε λυτρωσει εκ θανατου? και εν πολεμω εκ χειρος ρομφαιας. |
21 dal flagello della lingua [calunniatrice] sarai celato, nè temerai della calamità se venga; | 21 Απο μαστιγος γλωσσης θελεις εισθαι πεφυλαγμενος? και δεν θελεις φοβηθη απο του επερχομενου ολεθρου. |
22 della desolazione e carestia ti farai beffe, delle fiere della terra non avrai paura; | 22 Τον ολεθρον και την πειναν θελεις καταγελα? και δεν θελεις φοβηθη απο των θηριων της γης. |
23 pur dalle pietre dei campi tu trarrai vantaggio, e le fiere della terra saranno in pace con te. | 23 Διοτι θελεις εχει συμμαχιαν μετα των λιθων της πεδιαδος? και τα θηρια του αγρου θελουσιν ειρηνευει μετα σου. |
24 Proverai che la tua tenda gode di pace, e visitando la tua dimora non troverai mancanza. | 24 Και θελεις γνωρισει οτι ειρηνη ειναι εν τη σκηνη σου, και θελεις επισκεφθη την κατοικιαν σου, και δεν θελει σοι λειπει ουδεν. |
25 Proverai pure che la tua prole s'accresce, e la tua progenie sarà come l'erba della terra. | 25 Και θελεις γνωρισει οτι ειναι πολυ το σπερμα σου, και οι εκγονοι σου ως η βοτανη της γης. |
26 Giungerai in decrepitezza alla tombacome racchiudesi la bica del grano a suo tempo. | 26 Θελεις ελθει εις τον ταφον εν βαθει γηρατι, καθως συσσωρευεται η θημωνια του σιτου εν τω καιρω αυτης. |
27 Ecco, la cosa sta come abbiamo investigato; su ciò che hai ascoltato tu rifletti.» | 27 Ιδου, τουτο εξιχνιασαμεν, ουτως εχει? ακουσον αυτο και γνωρισον εν σεαυτω. |