Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Jeremiás könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Így hangzott az Úr igéje hozzám:1 Και εγεινε λογος Κυριου προς εμε λεγων,
2 »Menj, és kiáltsd Jeruzsálem fülébe: Így szól az Úr: Emlékszem rád: ifjúkorod hűségére, jegyességed idejének szeretetére; amikor utánam jöttél a pusztában, a be nem vetett földön.2 Υπαγε και βοησον εις τα ωτα της Ιερουσαλημ λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? Ενθυμουμαι περι σου την προς σε ευμενειαν μου εν τη νεοτητι σου, την αγαπην της νυμφευσεως σου, οτε με ηκολουθεις εν τη ερημω, εν γη ασπαρτω?
3 Szent tulajdona Izrael az Úrnak, termésének zsengéje; akik eszik, mind megbűnhődnek, baj jön rájuk, – mondja az Úr. –3 ο Ισραηλ ητο αγιος εις τον Κυριον, απαρχη των γεννηματων αυτου? παντες οι κατατρωγοντες αυτον ησαν ενοχοι? κακον ηλθεν επ' αυτους, λεγει Κυριος.
4 Halljátok az Úr igéjét, Jákob háza, és Izrael házának minden nemzetsége!4 Ακουσατε τον λογον του Κυριου, οικος Ιακωβ και πασαι αι συγγενειαι του οικου Ισραηλ?
5 Így szól az Úr: Milyen gonoszságot találtak bennem atyáitok, hogy eltávolodtak tőlem? A semmiség után mentek, és semmivé lettek.5 Ουτω λεγει Κυριος? Ποιαν αδικιαν ευρηκαν εν εμοι οι πατερες σας, ωστε απεμακρυνθησαν απ' εμου και περιεπατηααν οπισω της ματαιοτητος και εματαιωθησαν;
6 Nem mondták: ‘Hol van az Úr, aki felhozott minket Egyiptom földjéről, aki vezetett minket a sivatagban, a puszta és szakadékos földön, a szikkadt és homályos földön, a földön, melyen senki sem jár, és ahol nem lakik ember?’6 και δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος, ο αναβιβασας ημας εκ γης Αιγυπτου, ο οδηγησας ημας δια της ερημου, δια τοπου ερημιας και χασματων, δια τοπου ανυδριας και σκιας θανατου, δια τοπου τον οποιον δεν επερασεν ανθρωπος και οπου ανθρωπος δεν κατωκησε;
7 Bevezettelek titeket a gyümölcsöskert földjére, hogy egyétek annak gyümölcsét és javait; de amikor bejöttetek, tisztátalanná tettétek földemet, és örökségemet utálatossággá.7 Και σας εισηγαγον εις τοπον καρποφορον, δια να τρωγητε τους καρπους αυτου και τα αγαθα αυτου? αφου ομως εισηλθετε, εμιανατε την γην μου και κατεστησατε βδελυγμα την κληρονομιαν μου.
8 A papok nem mondták: ‘Hol van az Úr?’ A törvény magyarázói nem ismertek engem, és a pásztorok elpártoltak tőlem; a próféták Baál nevében prófétáltak, és azok után jártak, amik nem használnak.8 Οι ιερεις δεν ειπον, Που ειναι ο Κυριος; και οι κρατουντες τον νομον δεν με εγνωρισαν? και οι ποιμενες εγινοντο παραβαται εναντιον μου, και οι προφηται προεφητευον δια του Βααλ και περιεπατουν οπισω πραγματων ανωφελων.
9 Ezért még perbe szállok veletek, – mondja az Úr –, és fiaitok fiaival is perbe szállok.9 Δια τουτο ετι θελω κριθη με εσας, λεγει Κυριος, και με τους υιους των υιων σας θελω κριθη.
10 Keljetek csak át a kittiek szigeteire, és lássátok, küldjetek Kedárba, és figyeljetek jól! Lássátok: vajon történt-e ilyesmi?10 Διοτι διαβητε εις τας νησους των Κητιαιων και ιδετε? και πεμψατε εις Κηδαρ? και παρατηρησατε επιμελως, και ιδετε αν εσταθη τοιουτον πραγμα.
11 Cserélt-e valamelyik nemzet isteneket? Pedig azok nem is istenek! Népem mégis fölcserélte Dicsőségét azzal, ami nem használ.11 Ηλλαξεν εθνος θεους, αν και ουτοι δεν ηναι θεοι; ο λαος μου ομως ηλλαξε την δοξαν αυτου με πραγμα ανωφελες.
12 Borzadjatok el ettől, ti egek, irtózzatok és dermedjetek meg nagyon! – mondja az Úr. –12 Εκπλαγητε, ουρανοι, δια τουτο, και φριξατε, συνταραχθητε σφοδρα, λεγει Κυριος.
13 Mert két gonoszságot művelt népem: engem elhagytak, az élő víz forrását, hogy ciszternákat ássanak maguknak, repedező ciszternákat, melyek nem tartják meg a vizet.13 Διοτι δυο κακα επραξεν ο λαος μου? εμε εγκατελιπον, την πηγην των ζωντων υδατων, και εσκαψαν εις εαυτους λακκους, λακκους συντετριμμενους, οιτινες δεν δυνανται να κρατησωσιν υδωρ.
14 Vajon szolga Izrael, vagy a házban született rabszolga? Miért lett prédává?14 Μηπως ειναι δουλος ο Ισραηλ; η δουλος οικογενης; δια τι κατεσταθη λαφυρον;
15 Oroszlánkölykök ordítanak fölötte, kieresztik hangjukat. Földjét pusztasággá tették, városai leégtek, nincs lakójuk.15 Οι σκυμνοι εβρυχησαν επ' αυτον, εξεδωκαν την φωνην αυτων και κατεστησαν την γην αυτου ερημον? αι πολεις αυτου κατεκαησαν και εμειναν ακατοικητοι.
16 Memfisz és Tafnesz fiai is kopaszra nyírják fejed tetejét.16 Οι υιοι προσετι της Νωφ και της Ταφνης συνετριψαν την κορυφην σου.
17 Nemde ezt az okozza neked, hogy elhagytad az Urat, a te Istenedet, abban az időben, amikor vezetett az úton?17 Δεν εκαμες τουτο συ εις σεαυτον, διοτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου οτε σε ωδηγει εν τη οδω;
18 És most mi közöd Egyiptom útjához, hogy a Nílus vizét iszod? És mi közöd Asszíria útjához, hogy a Folyam vizét iszod?18 Και τωρα τι εχεις να καμης εν τη οδω της Αιγυπτου, δια να πιης τα υδατα Σιωρ; η τι εχεις να καμης εν τη οδω της Ασσυριας, δια να πιης τα υδατα του ποταμου;
19 Megfenyít téged saját gonoszságod, és elpártolásaid büntetnek téged. Tudd meg és lásd, milyen rossz és keserves, hogy elhagytad az Urat, a te Istenedet, és nincs benned félelem irántam! – mondja az Úr, a Seregek Istene. –19 Η ασεβεια σου θελει σε παιδευσει και αι παραβασεις σου θελουσι σε ελεγξει? γνωρισον λοιπον και ιδε, οτι ειναι κακον και πικρον, το οτι εγκατελιπες Κυριον τον Θεον σου, και δεν ειναι ο φοβος μου εν σοι, λεγει Κυριος ο Θεος των δυναμεων.
20 Bizony, már régtől fogva összetörted igádat, széttépted bilincseidet, és azt mondtad: ‘Nem szolgálok!’ Mert minden magas dombon és minden zöldellő fa alatt lefekszel, mint egy parázna.20 Επειδη προ πολλου συνετριψα τον ζυγον σου, διεσπασα τα δεσμα σου, και συ ειπας, δεν θελω σταθη παραβατης πλεον? ενω επι παντα υψηλον λοφον και υποκατω παντος δενδρου πρασινου περιεπλανηθης εκπορνευων.
21 Én mint nemes szőlőfajtát ültettelek el, mint egészen valódi magot; hogyan változtál át nekem idegen szőlőtő vadhajtásává?21 Εγω δε σε εφυτευσα αμπελον εκλεκτην, σπερμα ολως αληθινον? πως λοιπον μετεβληθης εις παρεφθαρμενον κλημα αμπελου ξενης εις εμε;
22 Ha meg is mosod magad lúggal, és bőven használsz is szappant, bűnöd szennyfolt marad előttem – mondja az Úristen. –22 Δια τουτο και εαν πλυθης με νιτρον και πληθυνης εις σεαυτον το σμηγμα, η ανομια σου μενει σεσημειωμενη ενωπιον μου, λεγει Κυριος ο Θεος.
23 Hogyan mondhatod: ‘Nem vagyok tisztátalan, nem jártam a Baálok után?’ Nézd utadat a völgyben, ismerd fel, mit tettél, te gyors lábú tevekanca, mely össze-vissza futkos útjain!23 Πως δυνασαι να ειπης, δεν εμιανθην, δεν υπηγα οπισω των Βααλειμ; ιδε την οδον σου εν τη φαραγγι, γνωρισον τι επραξας? εισαι ταχεια δρομας διατρεχουσα εν ταις οδοις αυτης?
24 Pusztához szokott vadszamár, mely érzéki vágyában levegő után kapkod! Gerjedelmét ki fékezhetné meg? Bárki keresi, nem kell fáradnia, rátalál a maga hónapjában.24 ονος αγρια συνειθισμενη εις την ερημον, αναπνεουσα τον αερα κατα την επιθυμιαν της καρδιας αυτης? την ορμην αυτης, τις δυναται να επιστρεψη αυτην; παντες οι ζητουντες αυτην δεν θελουσι κοπιαζει? εν τω μηνι αυτης θελουσιν ευρει αυτην.
25 Óvd lábadat a mezítláb járástól, és torkodat a szomjúságtól! De te így szóltál: ‘Hiába, nem lehet! Mert szeretem az idegeneket, és utánuk járok.’25 Κρατησον τον ποδα σου απο του να περιπατησης ανυποδητος, και τον λαρυγγα σου απο διψης? αλλα συ ειπας, εις ματην? ουχι? διοτι ηγαπησα ξενους και κατοπιν αυτων θελω υπαγει.
26 Ahogy megszégyenül a tolvaj, ha rajtakapják, úgy szégyenült meg Izrael háza: ők maguk, királyaik és fejedelmeik, papjaik és prófétáik,26 Καθως ο κλεπτης αισχυνεται οταν ευρεθη, ουτω θελει αισχυνθη ο οικος Ισραηλ, αυτοι, οι βασιλεις αυτων, οι αρχοντες αυτων και οι ιερεις αυτων και οι προφηται αυτων?
27 akik így szólnak a fához: ‘Atyám vagy te’, és a kőhöz: ‘Te szültél engem.’ Mert hátukat fordítják felém, és nem arcukat. De bajuk idején így szólnak majd: ‘Kelj fel, és szabadíts meg minket!’27 οιτινες λεγουσι προς το ξυλον, Πατηρ μου εισαι? και προς τον λιθον, Συ με εγεννησας? διοτι εστρεψαν νωτα προς εμε και ουχι προσωπον? εν τω καιρω ομως της συμφορας αυτων θελουσιν ειπει, Αναστηθι και σωσον ημας.
28 Hol vannak isteneid, melyeket alkottál magadnak? Keljenek fel, ha meg tudnak szabadítani bajod idején! Hiszen amennyi városaid száma, annyi lett az istened, Júda!28 Και που ειναι οι θεοι σου, τους οποιους εκαμες εις σεαυτον; ας αναστηθωσιν, εαν δυνανται να σε σωσωσιν εν τω καιρω της συμφορας σου? διοτι κατα τον αριθμον των πολεων σου ησαν οι θεοι σου, Ιουδα.
29 Miért pereltek velem? Mindnyájan elpártoltatok tőlem, – mondja az Úr. –29 Δια τι ηθελετε κριθη μετ' εμου; σεις παντες εισθε παραβαται εις εμε, λεγει Κυριος.
30 Hiába vertem meg fiaitokat, az intelmet nem fogadták meg; elemésztette kardotok prófétáitokat, mint pusztító oroszlán.30 Εις ματην επαταξα τα τεκνα σας? δεν εδεχθησαν διορθωσιν? η μαχαιρα σας κατεφαγε τους προφητας σας ως λεων εξολοθρευων.
31 Ó, te nemzedék! Lássátok az Úr igéjét! Vajon pusztaság voltam Izraelnek, vagy a sűrű sötétség földje? Miért mondta népem: ‘Szabadon kószálunk, nem megyünk többé hozzád?’31 Ω γενεα, ιδετε τον λογον του Κυριου? Εσταθην ερημος εις τον Ισραηλ, γη σκοτους; δια τι λεγει ο λαος μου, Ημεις ειμεθα κυριοι? δεν θελομεν ελθει πλεον προς σε;
32 Megfeledkezik-e ékszeréről a szűz, vagy díszes övéről a menyasszony? Népem mégis megfeledkezett rólam számtalan napon át.32 Δυναται η κορη να λησμονηση τους στολισμους αυτης, η νυμφη τον καλλωπισμον αυτης; και ομως ο λαος μου με ελησμονησεν ημερας αναριθμητους.
33 Milyen jól tudod utadat, amikor szerelmet keresel! Így a gonoszságokhoz is hozzászoktattad útjaidat.33 Δια τι καλλωπιζεις την οδον σου δια να ζητης εραστας; εις τροπον ωστε και εδιδαξας τας οδους σου εις τας κακας.
34 Még ruhád szegélyén is található szegény, ártatlan emberek vére, akiket nem betörésen kaptál rajta, hanem mindezeknek ellene voltak.34 Ετι εις τα κρασπεδα σου ευρεθησαν αιματα ψυχων πτωχων αθωων? δεν ευρηκα αυτα ανορυττων, αλλ' επι παντα ταυτα.
35 Mégis így szóltál: ‘Ártatlan vagyok, igen, elfordult haragja tőlem.’ Íme, én ítéletet tartok fölötted, mert azt mondtad: ‘Nem vétkeztem.’35 Και ομως λεγεις, Επειδη ειμαι αθωος, βεβαιως ο θυμος αυτου θελει αποστραφη απ' εμου. Ιδου, εγω θελω κριθη μετα σου, διοτι λεγεις, Δεν ημαρτησα.
36 Milyen könnyelműen változtatod utadat! De Egyiptommal is szégyent vallasz, ahogyan szégyent vallottál Asszíriával.36 Δια τι περιπλανασαι τοσον δια να αλλαξης την οδον σου; θελεις καταισχυνθη και υπο της Αιγυπτου, καθως κατησχυνθης υπο της Ασσυριας.
37 Onnan is kijössz majd, és kezeddel fogod a fejedet; mert elvetette az Úr azokat, akikben bízol, és nem lesz szerencséd velük.37 Ναι, θελεις εξελθει εντευθεν με τας χειρας σου επι την κεφαλην σου? διοτι ο Κυριος απεβαλε τας ελπιδας σου και δεν θελεις ευημερησει εις αυτας.