ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 105
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | DIODATI |
---|---|
1 Δοξολογειτε τον Κυριον? επικαλεισθε το ονομα αυτου? καμετε γνωστα εν τοις λαοις τα εργα αυτου. | 1 CELEBRATE il Signore; predicate il suo Nome; Fate assapere i suoi fatti fra i popoli. |
2 Ψαλλετε εις αυτον? ψαλμωδειτε εις αυτον? λαλειτε περι παντων των θαυμασιων αυτου. | 2 Cantategli, salmeggiategli, Ragionate di tutte le sue maraviglie. |
3 Καυχασθε εις το αγιον αυτου ονομα? ας ευφραινεται η καρδια των εκζητουντων τον Κυριον. | 3 Gloriatevi nel Nome della sua santità; Rallegrisi il cuor di coloro che cercano il Signore. |
4 Ζητειτε τον Κυριον και την δυναμιν αυτου? εκζητειτε το προσωπον αυτου διαπαντος. | 4 Cercate il Signore, e la sua forza; Cercate del continuo la sua faccia. |
5 Μνημονευετε των θαυμασιων αυτου τα οποια εκαμε? των τεραστιων αυτου και των κρισεων του στοματος αυτου? | 5 Ricordate le sue maraviglie ch’egli ha fatte; I suoi miracoli e i giudicii della sua bocca; |
6 Σπερμα Αβρααμ του δουλου αυτου, υιοι Ιακωβ, οι εκλεκτοι αυτου. | 6 O voi, progenie d’Abrahamo, suo servitore; Figliuoli di Giacobbe, suoi eletti. |
7 Αυτος ειναι Κυριος ο Θεος ημων? εν παση τη γη ειναι αι κρισεις αυτου. | 7 Egli è il Signore Iddio nostro; I suoi giudicii son per tutta la terra |
8 Μνημονευετε παντοτε της διαθηκης αυτου, του λογου, τον οποιον προσεταξεν εις χιλιας γενεας, | 8 Egli si ricorda in eterno del suo patto, E in mille generazioni della parola ch’egli ha comandata; |
9 της διαθηκης, την οποιαν εκαμε προς τον Αβρααμ, και του ορκου αυτου προς τον Ισαακ? | 9 Del suo patto, ch’egli fece con Abrahamo; E del suo giuramento, ch’egli fece ad Isacco; |
10 και εβεβαιωσεν αυτον προς τον Ιακωβ δια νομου, προς τον Ισραηλ δια διαθηκην αιωνιον, | 10 Il quale egli confermò a Giacobbe per istatuto, E ad Israele per patto eterno; |
11 λεγων, Εις σε θελω δωσει την γην Χανααν, μεριδα της κληρονομιας σας. | 11 Dicendo: Io ti darò il paese di Canaan, Per sorte della vostra eredità. |
12 Ενω ησαν αυτοι ολιγοστοι τον αριθμον, ολιγοι, και παροικοι εν αυτη, | 12 Quantunque fosser ben poca gente, E forestieri in esso. |
13 και διηρχοντο απο εθνους εις εθνος, απο βασιλειου εις αλλον λαον, | 13 E mentre essi andavano da una gente ad un’altra, Da un regno ad un altro popolo, |
14 δεν αφηκεν ανθρωπον να αδικηση αυτους? μαλιστα υπερ αυτων ηλεγξε βασιλεις, | 14 Egli non permise che alcuno li oppressasse; Anzi gastigò eziandio dei re per amor loro, |
15 λεγων, μη εγγισητε τους κεχρισμενους μου και μη κακοποιησητε τους προφητας μου. | 15 E disse: Non toccate i miei unti, E non fate alcun male a’ miei profeti. |
16 Και εκαλεσε πειναν επι την γην? συνετριψε παν στηριγμα αρτου. | 16 Poi egli chiamò la fame sopra la terra; E ruppe tutto il sostegno del pane. |
17 Απεστειλεν εμπροσθεν αυτων ανθρωπον, Ιωσηφ τον πωληθεντα ως δουλον? | 17 Egli aveva mandato dinanzi a loro un uomo, Cioè Giuseppe, che fu venduto per servo; |
18 του οποιου τους ποδας εσφιγξαν εν δεσμοις? εβαλον αυτον εις τα σιδηρα? | 18 I cui piedi furono serrati ne’ ceppi; La cui persona fu messa ne’ ferri. |
19 εωσου ελθη ο λογος αυτου? ο λογος του Κυριου εδοκιμασεν αυτον. | 19 La parola del Signore lo tenne al cimento, Fino al tempo che venne ciò ch’egli aveva detto. |
20 Απεστειλεν ο βασιλευς και ελυσεν αυτον? ο αρχων των λαων, και ηλευθερωσεν αυτον. | 20 Allora il re mandò a farlo sciorre; Il dominator di popoli mandò a largheggiarlo. |
21 Κατεστησεν αυτον κυριον του οικου αυτου, και αρχοντα επι παντων των κτηματων αυτου? | 21 Egli lo costituì padrone sopra la sua casa, E rettore sopra tutto il suo stato; |
22 δια να παιδευη τους αρχοντας αυτου κατα την αρεσκειαν αυτου, και να διδαξη σοφιαν τους πρεσβυτερους αυτου. | 22 Per tenere a freno i suoi principi a suo senno; E per dare ammaestramento a’ suoi anziani. |
23 Τοτε ηλθεν ο Ισραηλ εις την Αιγυπτον, και ο Ιακωβ παρωκησεν εν γη Χαμ. | 23 Poi Israele entrò in Egitto; E Giacobbe dimorò come forestiere nel paese di Cam. |
24 Και ο Κυριος ηυξησε σφοδρα τον λαον αυτου, και εκραταιωσεν αυτον υπερ τους εχθρους αυτου. | 24 E Iddio fece grandemente moltiplicare il suo popolo; E lo rendè più possente che i suoi nemici |
25 Εστραφη η καρδια αυτων εις το να μισωσι τον λαον αυτου, εις το να δολιευωνται εναντιον των δουλων αυτου. | 25 Egli rivolse il cuor loro a odiare il suo popolo, A macchinar frode contro a’ suoi servitori. |
26 Εξαπεστειλε Μωυσην τον δουλον αυτου, και Ααρων, τον οποιον εξελεξεν. | 26 Egli mandò Mosè, suo servitore; Ed Aaronne, il quale egli aveva eletto. |
27 Εξετελεσαν εν μεσω αυτων τους λογους των σημειων αυτου και τα θαυμασια αυτου εν γη Χαμ. | 27 Essi eseguirono fra loro i miracoli ch’egli aveva loro detti, E i suoi prodigi nella terra di Cam. |
28 Εξαπεστειλε σκοτος, και εσκοτασε? και δεν ηπειθησαν εις τους λογους αυτου. | 28 Egli mandò le tenebre, e fece oscurar l’aria; Ed essi non furono ribelli alle sue parole. |
29 Μετεβαλε τα υδατα αυτων εις αιμα και εθανατωσε τους ιχθυας αυτων. | 29 Egli cangiò le acque loro in sangue, E fece morire il lor pesce. |
30 Η γη αυτων ανεβρυσε βατραχους, εως των ταμειων των βασιλεων αυτων. | 30 La terra loro produsse rane, Ch’entrarono fin nelle camere de’ loro re. |
31 Ειπε, και ηλθε κυνομυια, και σκνιπες εις παντα τα ορια αυτων. | 31 Alla sua parola venne una mischia d’insetti, E pidocchi in tutte le lor contrade. |
32 Εδωκεν εις αυτους χαλαζαν αντι βροχης, και πυρ φλογερον εις την γην αυτων? | 32 Egli mutò le lor pioggie in gragnuola, E in fuoco divampante nel lor paese; |
33 και επαταξε τας αμπελους αυτων και τας συκεας αυτων, και συνετριψε τα δενδρα των οριων αυτων. | 33 E percosse le lor vigne, e i lor fichi; E fracassò gli alberi della lor contrada. |
34 Ειπε, και ηλθεν ακρις, και βρουχος αναριθμητος? | 34 Alla sua parola vennero locuste, E bruchi senza numero; |
35 και κατεφαγε παντα τον χορτον εν τη γη αυτων, και κατεφαγε τον καρπον της γης αυτων. | 35 Che rosero tutta l’erba nel lor paese, E mangiarono il frutto della lor terra. |
36 Και επαταξε παν πρωτοτοκον εν τη γη αυτων, την απαρχην πασης δυναμεως αυτων. | 36 Poi egli percosse ogni primogenito nel lor paese, Le primizie d’ogni lor forza. |
37 Και εξηγαγεν αυτους μετα αργυριου και χρυσιου, και δεν υπηρχεν ασθενης εν ταις φυλαις αυτων. | 37 E condusse fuori Israele con oro e con argento; E non vi fu alcuno, fra le sue tribù, che fosse fiacco. |
38 Ευφρανθη η Αιγυπτος εις την εξοδον αυτων? διοτι ο φοβος αυτων ειχεν επιπεσει επ' αυτους. | 38 Gli Egizi si rallegrarono della lor partita; Perciocchè lo spavento di essi era caduto sopra loro. |
39 Εξηπλωσε νεφελην δια να σκεπαζη αυτους, και πυρ δια να φεγγη την νυκτα. | 39 Egli distese la nuvola, per coverta; Ed accese un fuoco, per alluminarli di notte. |
40 Εζητησαν, και εφερεν ορτυκια? και αρτον ουρανου εχορτασεν αυτους. | 40 Alla lor richiesta egli addusse delle quaglie, E li saziò del pane del cielo. |
41 Διηνοιξε την πετραν, και ανεβλυσαν υδατα, και διερρευσαν ποταμοι εν τοποις ανυδροις. | 41 Egli aperse la roccia, e ne colarono acque; Rivi corsero per i luoghi aridi. |
42 Διοτι ενεθυμηθη τον λογον τον αγιον αυτου, τον προς Αβρααμ τον δουλον αυτου. | 42 Perciocchè egli si ricordò della parola della sua santità, Detta ad Abrahamo, suo servitore; |
43 Και εξηγαγε τον λαον αυτου εν αγαλλιασει, τους εκλεκτους αυτου εν χαρα? | 43 E trasse fuori il suo popolo con allegrezza, E i suoi eletti con giubilo; |
44 και εδωκεν εις αυτους τας γαιας των εθνων, και εκληρονομησαν τους κοπους των λαων? | 44 E diede loro i paesi delle genti; Ed essi possedettero le fatiche de’ popoli; |
45 δια να φυλαττωσι τα διαταγματα αυτου, και να εκτελωσι τους νομους αυτου. Αλληλουια. | 45 Acciocchè osservassero i suoi statuti, E guardassero le sue leggi. Alleluia |