Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 30


font
GREEK BIBLESAGRADA BIBLIA
1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.1 Agora zombam de mim os mais jovens do que eu, aqueles cujos pais eu desdenharia de colocar com os cães de meu rebanho.
2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;2 Que faria eu com o vigor de seus braços? Não atingirão a idade madura.
3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?3 Reduzidos a nada pela miséria e a fome, roem um solo árido e desolado.
4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.4 Colhem ervas e cascas dos arbustos, por pão têm somente a raiz das giestas.
5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.5 São postos para fora do povo, gritam com eles como se fossem ladrões,
6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.6 moram em barrancos medonhos, em buracos de terra e de rochedos.
7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?7 Ouvem-se seus gritos entre os arbustos, amontoam-se debaixo das urtigas,
8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.8 filhos de infames e de gente sem nome que são expulsos da terra!
9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.9 Agora sou o assunto de suas canções, o tema de seus escárnios;
10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.10 afastam-se de mim com horror, não receiam cuspir-me no rosto.
11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.11 Desamarraram a corda para humilhar-me, sacudiram de si todo o freio diante de mim.
12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.12 À minha direita levanta-se a raça deles, tentam atrapalhar meus pés, abrem diante de mim o caminho da sua desgraça.
13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.13 Cortam minha vereda para me perder, trabalham para minha ruína.
14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.14 Penetram como por uma grande brecha, irrompem entre escombros.
15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.15 O pavor me invade. Minha esperança é varrida como se fosse pelo vento, minha felicidade passa como uma nuvem.
16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.16 Agora minha alma se dissolve, os dias de aflição me dominaram.
17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.17 A noite traspassa meus ossos, consome-os; os males que me roem não dormem.
18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.18 Com violência segura a minha veste, aperta-me como o colarinho de minha túnica.
19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.19 Deus jogou-me no lodo, tenho o aspecto da poeira e da cinza.
20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.20 Clamo a ti, e não me respondes; ponho-me diante de ti, e não olhas para mim.
21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.21 Tornaste-te cruel para comigo, atacas-me com toda a força de tua mão.
22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.22 Arrebatas-me, fazes-me cavalgar o tufão, aniquilas-me na tempestade.
23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.23 Eu bem sei, levas-me à morte, ao lugar onde se encontram todos os viventes.
24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.24 Mas poderá aquele que cai não estender a mão, poderá não pedir socorro aquele que perece?
25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;25 Não chorei com os oprimidos? Não teve minha alma piedade dos pobres?
26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.26 Esperava a felicidade e veio a desgraça, esperava a luz e vieram as trevas.
27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.27 Minhas entranhas abrasam-se sem nenhum descanso, assaltaram-me os dias de aflição.
28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.28 Caminho no luto, sem sol; levanto-me numa multidão de gritos,
29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.29 tornei-me irmão dos chacais e companheiro dos avestruzes.
30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.30 Minha pele enegrece-se e cai, e meus ossos são consumidos pela febre.
31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.31 Minha cítara só dá acordes lúgubres, e minha flauta sons queixosos.