Scrutatio

Giovedi, 16 maggio 2024 - San Simone Stock ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 30


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Αλλα τωρα οι νεωτεροι μου την ηλικιαν με περιγελωσι, των οποιων τους πατερας δεν ηθελον καταδεχθη να βαλω μετα των κυνων του ποιμνιου μου.1 Ora, invece, si burlano di me
i più giovani di me in età,
i cui padri non avrei degnato
di mettere tra i cani del mio gregge.
2 Και εις τι τωοντι ηδυνατο να με ωφεληση η δυναμις των χειρων αυτων, εις τους οποιους η ισχυς εξελιπε;2 Anche la forza delle loro mani a che mi giova?
Hanno perduto ogni vigore;
3 Δι' ενδειαν και πειναν ησαν απομεμονωμενοι? εφευγον εις γην ανυδρον, σκοτεινην, ηφανισμενην και ερημον?3 disfatti dall’indigenza e dalla fame,
brucano per l’arido deserto,
4 εκοπτον μολοχην πλησιον των θαμνων και την ριζαν των αρκευθων δια τροφην αυτων.4 da lungo tempo regione desolata,
raccogliendo erbe amare accanto ai cespugli
e radici di ginestra per loro cibo.
5 Ησαν εκ μεσου δεδιωγμενοι? εφωναζον επ' αυτους ως κλεπτας.5 Espulsi dalla società,
si grida dietro a loro come al ladro;
6 Κατωκουν εν τοις κρημνοις των χειμαρρων, ταις τρυπαις της γης και τοις βροχοις.6 dimorano perciò in orrendi dirupi,
nelle grotte della terra e nelle rupi.
7 Μεταξυ των θαμνων ωγκωντο? υποκατω των ακανθων συνηγοντο?7 In mezzo alle macchie urlano
accalcandosi sotto i roveti,
8 αφρονες και δυσφημοι, εκδεδιωγμενοι εκ της γης.8 razza ignobile, razza senza nome,
cacciati via dalla terra.
9 Και τωρα εγω ειμαι το τραγωδιον αυτων, ειμαι και η παροιμια αυτων.9 Ora, invece, io sono la loro canzone,
sono diventato la loro favola!
10 Με βδελυττονται, απομακρυνονται απ' εμου, και δεν συστελλονται να πτυωσιν εις το προσωπον μου.10 Hanno orrore di me e mi schivano
né si trattengono dallo sputarmi in faccia!
11 Επειδη ο Θεος διελυσε την υπεροχην μου και με εθλιψεν, απερριψαν και αυτοι τον χαλινον εμπροσθεν μου.11 Egli infatti ha allentato il mio arco e mi ha abbattuto,
ed essi di fronte a me hanno rotto ogni freno.
12 Εκ δεξιων ανιστανται οι νεοι? απωθουσι τους ποδας μου, και ετοιμαζουσι κατ' εμου τας ολεθριους οδους αυτων.12 A destra insorge la plebaglia,
per far inciampare i miei piedi
e tracciare contro di me la strada dello sterminio.
13 Ανατρεπουσι την οδον μου, επαυξανουσι την συμφοραν μου, χωρις να εχωσι βοηθον.13 Hanno sconvolto il mio sentiero,
cospirando per la mia rovina,
e nessuno si oppone a loro.
14 Εφορμωσιν ως σφοδρα πλημμυρα, επι της ερημωσεως μου περικυλιονται.14 Irrompono come da una larga breccia,
sbucano in mezzo alle macerie.
15 Τρομοι εστραφησαν επ' εμε? καταδιωκουσι την ψυχην μου ως ανεμος? και η σωτηρια μου παρερχεται ως νεφος.15 I terrori si sono volti contro di me;
si è dileguata, come vento, la mia dignità
e come nube è svanita la mia felicità.
16 Και τωρα η ψυχη μου εξεχυθη εντος μου? ημεραι θλιψεως με κατελαβον.16 Ed ora mi consumo,
mi hanno colto giorni funesti.
17 Την νυκτα τα οστα μου διεπερασθησαν εν εμοι, και τα νευρα μου δεν αναπαυονται.17 Di notte mi sento trafiggere le ossa
e i dolori che mi rodono non mi danno riposo.
18 Υπο της σφοδρας δυναμεως ηλλοιωθη το ενδυμα μου? με περισφιγγει ως το περιλαιμιον του χιτωνος μου.18 A gran forza egli mi afferra per la veste,
mi stringe come il collo della mia tunica.
19 Με ερριψεν εις τον πηλον, και ωμοιωθην με χωμα και κονιν.19 Mi ha gettato nel fango:
sono diventato come polvere e cenere.
20 Κραζω προς σε, και δεν μοι αποκρινεσαι? ισταμαι, και με παραβλεπεις.20 Io grido a te, ma tu non mi rispondi,
insisto, ma tu non mi dai retta.
21 Εγεινες ανελεημων προς εμε? δια της κραταιας χειρος σου με μαστιγονεις.21 Sei diventato crudele con me
e con la forza delle tue mani mi perseguiti;
22 Με εσηκωσας επι τον ανεμον? με επεβιβασας και διελυσας την ουσιαν μου.22 mi sollevi e mi poni a cavallo del vento
e mi fai sballottare dalla bufera.
23 Εξευρω μεν οτι θελεις με φερει εις θανατον και τον οικον τον προσδιωρισμενον εις παντα ζωντα.23 So bene che mi conduci alla morte,
alla casa dove convengono tutti i viventi.
24 Αλλα δεν θελει εκτεινει χειρα εις τον ταφον, εαν κραζωσι προς αυτον οταν αφανιζη.24 Nella disgrazia non si tendono forse le braccia
e non si invoca aiuto nella sventura?
25 Δεν εκλαυσα εγω δια τον οντα εν ημεραις σκληραις, και ελυπηθη η ψυχη μου δια τον πτωχον;25 Non ho forse pianto con chi aveva una vita dura
e non mi sono afflitto per chi era povero?
26 Ενω περιεμενον το καλον, τοτε ηλθε το κακον? και ενω ανεμενον το φως, τοτε ηλθε το σκοτος.26 Speravo il bene ed è venuto il male,
aspettavo la luce ed è venuto il buio.
27 Τα εντοσθια μου ανεβρασαν και δεν ανεπαυθησαν? ημεραι θλιψεως με προεφθασαν.27 Le mie viscere ribollono senza posa
e giorni d’affanno mi hanno raggiunto.
28 Περιεπατησα μελαγχροινος ουχι υπο ηλιου? εσηκωθην, εβοησα εν συναξει.28 Avanzo con il volto scuro, senza conforto,
nell’assemblea mi alzo per invocare aiuto.
29 Εγεινα αδελφος των δρακοντων και συντροφος των στρουθοκαμηλων.29 Sono divenuto fratello degli sciacalli
e compagno degli struzzi.
30 Το δερμα μου εμαυρισεν επ' εμε, και τα οστα μου κατεκαυθησαν υπο της φλογωσεως.30 La mia pelle annerita si stacca,
le mie ossa bruciano per la febbre.
31 Η δε κιθαρα μου μετεβληθη εις πενθος και το οργανον μου εις φωνην κλαιοντων.31 La mia cetra accompagna lamenti
e il mio flauto la voce di chi piange.