| 1 Το πνευμα μου φθειρεται, αι ημεραι μου σβυνονται, οι ταφοι ειναι ετοιμοι δι' εμε. | 1 «Мій дух розбитий, | дні мої погасли, | для мене залишається лише могила. |
| 2 Δεν ειναι χλευασται πλησιον μου; και δεν διανυκτερευει ο οφθαλμος μου εν ταις πικριαις αυτων; | 2 Чи не став я посміховиськом? | Чи не в гіркоті ночують мої очі? |
| 3 Ασφαλισον με, δεομαι? γενου εις εμε εγγυητης πλησιον σου? τις ηθελεν εγγυηθη εις εμε; | 3 О, поручися за мене сам перед собою! | Бо хто б ручився за мене? |
| 4 Διοτι συ εκρυψας την καρδιαν αυτων απο συνεσεως? δια τουτο δεν θελεις υψωσει αυτους. | 4 Та ти позбавив розуму їхнє серце, | тому й не піднесеш їх угору. |
| 5 Του λαλουντος με απατην προς τους φιλους, και οι οφθαλμοι των τεκνων αυτου θελουσι τηκεσθαι. | 5 Вони призначають здобич друзям, | тоді як очі власних дітей меркнуть. |
| 6 Και με κατεστησε παροιμιαν των λαων? και ενωπιον αυτων κατεσταθην ονειδος. | 6 Ти зробив мене притчею народу, | мені плюють у вічі. |
| 7 Και ο οφθαλμος μου εμαρανθη υπο της θλιψεως, και παντα τα μελη μου εγειναν ως σκια. | 7 В очах моїх від смутку потемніло, | і мої члени, наче тінь, виснажуються. |
| 8 Οι ευθεις θελουσι θαυμασει εις τουτο, και ο αθωος θελει διεγερθη κατα του υποκριτου. | 8 Дивуються над оцим праведні люди, | і невинний обурюється на безбожника. |
| 9 Ο δε δικαιος θελει κρατει την οδον αυτου, και ο καθαρος τας χειρας θελει επαυξησει την δυναμιν αυτου. | 9 Та праведник тримається путі своєї | і чистий руками ще більш набирає духу. |
| 10 σεις δε παντες επιστραφητε, και ελθετε τωρα? διοτι ουδενα συνετον θελω ευρει μεταξυ σας. | 10 Вернітеся ж, усі ви, приступіте; | може, бодай одного мудрого знайду між вами! |
| 11 Αι ημεραι μου παρηλθον, εκοπησαν οι σκοποι μου, αι επιθυμιαι της καρδιας μου. | 11 Дні мої відпливли, думки мої розбиті! | Зідхання мого серця |
| 12 Την νυκτα μετεβαλον εις ημεραν? το φως ειναι πλησιον του σκοτους. | 12 з ночі день роблять, | і супроти темряви світло близько. |
| 13 Εαν προσμενω, ο ταφος ειναι η κατοικια μου? εστρωσα την κλινην μου εν τω σκοτει. | 13 Чи можу сподіватись? Шеол — моя домівка! | У темряві стелю я собі постіль. |
| 14 Εβοησα προς την φθοραν, Εισαι, πατηρ μου? προς τον σκωληκα, Μητηρ μου και αδελφη μου εισαι. | 14 Кричу до гробу: Ти мій батько! | А до хробака: Моя сестра й моя мати! |
| 15 Και που τωρα η ελπις μου; και την ελπιδα μου τις θελει ιδει; | 15 Де ж тут моя надія? | І щастя моє. — хто його бачив? |
| 16 εις το βαθος του αδου θελει καταβη? βεβαιως θελει αναπαυθη μετ' εμου εν τω χωματι. | 16 Зійдуть у Шеол зо мною? | коли зануримося разом у порох?» |