Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 28


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας συνηθροισαν οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων προς εκστρατειαν, δια να πολεμησωσι μετα του Ισραηλ. Και ειπεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, Εξευρε μετα βεβαιοτητος οτι θελεις εξελθει μετ' εμου εις τον πολεμον, συ και οι ανδρες σου.1 Történt pedig azokban a napokban, hogy a filiszteusok egybegyűjtötték seregeiket, hogy hadba szálljanak Izrael ellen. Azt mondta ekkor Ákis Dávidnak: »Vedd tudomásul, hogy embereiddel együtt velem kell jönnöd a táborba.«
2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αγχους, Θελεις βεβαιως γνωρισει τι θελει καμει ο δουλος σου. Και ειπεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, Δια τουτο θελω σε καμει αρχισωματοφυλακα μου διαπαντος.2 Azt mondta erre Dávid Ákisnak: »Most majd megtudod, mit fog művelni szolgád.« Azt mondta erre Ákis Dávidnak: »Fejem őrévé teszlek ezért mindenkorra.«
3 Απεθανε δε ο Σαμουηλ, και πας ο Ισραηλ εθρηνησεν αυτον και ενεταφιασεν αυτον εν Ραμα τη πολει αυτου. Και εξεβαλεν ο Σαουλ εκ του τοπου τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους μαγους.3 Sámuel ekkor meghalt már. El is siratta egész Izrael, és Ramátában, a városában el is temették. Saul pedig eltávolította már a halottidézőket s a jósokat az országból.
4 Συνηθροισθησαν λοιπον οι Φιλισταιοι και ηλθον και εστρατοπεδευσαν εν Σουνημ? και συνηθροισεν ο Σαουλ παντα τον Ισραηλ, και εστρατοπεδευσαν εν Γελβουε.4 Összegyűltek tehát a filiszteusok, elindultak, és Sunámban ütöttek tábort. Erre Saul is összegyűjtötte egész Izraelt és elment a Gilboára.
5 Και οτε ειδεν ο Σαουλ το στρατοπεδον των Φιλισταιων, εφοβηθη, και ετρομαξεν η καρδια αυτου σφοδρα.5 Amikor Saul meglátta a filiszteusok táborát, félelem fogta el és szíve igen megrémült.
6 Και ηρωτησεν ο Σαουλ τον Κυριον? αλλ' ο Κυριος δεν απεκριθη προς αυτον ουτε δι' ενυπνιων ουτε δια του Ουριμ ουτε δια προφητων.6 Tanácsot kért tehát az Úrtól, de az nem felelt neki sem álmok, sem a papok, sem a próféták által.
7 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Ζητησατε μοι γυναικα εχουσαν πνευμα μαντειας, δια να υπαγω προς αυτην και να ερωτησω αυτην. Και οι δουλοι αυτου ειπον προς αυτον, Ιδου, ειναι εν Εν-δωρ γυνη τις εχουσα πνευμα μαντειας.7 Ezért Saul így szólt szolgáihoz: »Keressetek nekem egy halottidézéshez értő asszonyt, s elmegyek hozzá és kérdezősködöm nála.« Azt mondták erre neki szolgái: »Endorban van egy halottidézéshez értő asszony.«
8 Και μετεσχηματισθη ο Σαουλ και ενεδυθη αλλα ιματια, και υπηγεν αυτος και δυο ανδρες μετ' αυτου και ηλθον προς την γυναικα δια νυκτος? και ειπε, Μαντευσον, παρακαλω, εις εμε δια του πνευματος της μαντειας και αναβιβασον μοι οντινα σοι ειπω.8 Erre ő megváltoztatta külsejét, más ruhákat öltött és két emberével elindult. Éjjel el is jutottak az asszonyhoz. Azt mondta tehát neki: »Jósolj nekem halottidézés által, s idézd fel nekem azt, akit mondok neked.«
9 Και ειπεν η γυνη προς αυτον, Ιδου, συ εξευρεις οσα εκαμεν ο Σαουλ, τινι τροπω εξωλοθρευσε τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους μαγους εκ του τοπου? δια τι λοιπον συ παγιδευεις την ζωην μου, δια να με θανατωσωσι;9 Ám az asszony azt mondta neki: »Íme, tudod, mit művelt Saul, hogyan irtotta ki a halottidézőket és jósokat az országból. Miért vetsz tehát csapdát életemnek, hogy megöljenek?«
10 Και ωμοσε προς αυτην ο Σαουλ εις τον Κυριον, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει σε συμβη ουδεν κακον δια τουτο.10 Erre Saul megesküdött neki az Úrra, ezekkel a szavakkal: »Az Úr életére mondom, hogy semmi baj sem ér téged e dolog miatt.«
11 Τοτε ειπεν η γυνη, Τινα να σοι αναβιβασω; Και ειπε, τον Σαμουηλ αναβιβασον μοι.11 Az asszony erre megkérdezte: »Kit idézzek fel neked?« Ő azt felelte: »Sámuelt idézd fel nekem.«
12 Και οτε ειδεν γυνη τον Σαμουηλ, εβοησε μετα φωνης μεγαλης? και ειπεν η γυνη προς τον Σαουλ, λεγουσα, Δια τι με ηπατησας; και συ εισαι ο Σαουλ.12 Amint az asszony meglátta Sámuelt, nagy hangon felkiáltott, s azt mondta Saulnak: »Miért szedtél rá engem? Hiszen te magad vagy Saul!«
13 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Μη φοβου? τι ειδες λοιπον; Και ειπεν η γυνη προς τον Σαουλ, Θεους ειδον αναβαινοντας εκ της γης.13 A király azonban azt mondta neki: »Ne félj! Mit látsz?« Azt mondta erre az asszony Saulnak: »Isteni alakot látok feljönni a földből.«
14 Και ειπε προς αυτην, Τις ειναι η μορφη αυτου; Η δε ειπε, Γερων τις αναβαινει και ειναι περιτετυλιγμενος με επενδυμα. Και εγνωρισεν ο Σαουλ οτι ητο ο Σαμουηλ, και εκυψε κατα προσωπον εις την γην και προσεκυνησε.14 Ő erre azt mondta neki: »Milyen az alakja?« Az azt mondta: »Öreg ember jön fel, s palást van rajta.« Erre Saul megértette, hogy Sámuel az. Arcát a földre hajtotta, és leborult.
15 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Δια τι με παρηνωχλησας, ωστε να με καμης να αναβω; Και απεκριθη ο Σαουλ, Ευρισκομαι εν μεγαλη αμηχανια? διοτι οι Φιλισταιοι πολεμουσιν εναντιον μου, και ο Θεος απεμακρυνθη απ' εμου και δεν μοι αποκρινεται πλεον ουτε δια προφητων ουτε δι' ενυπνιων? δια τουτο σε εκαλεσα δια να φανερωσης εις εμε τι να καμω.15 Azt mondta ekkor Sámuel Saulnak: »Miért háborgattál engem azzal, hogy felidéztettél?« Azt mondta erre Saul: »Nagy bajban vagyok, mert a filiszteusok hadakoznak ellenem, s Isten eltávozott tőlem, s nem akart meghallgatni sem próféták, sem álmok által: téged hívattalak tehát, hogy mutasd meg, mit cselekedjem.«
16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Δια τι λοιπον ερωτας εμε, αφου ο Κυριος απεμακρυνθη απο σου και εγεινεν εχθρος σου;16 Azt mondta erre Sámuel: »Mit kérdezel engem, ha az Úr eltávozott tőled, s vetélytársad pártjára állott?
17 ο Κυριος βεβαιως εκαμεν εις εαυτον ως ελαλησε δι' εμου? διοτι εξεσχισεν ο Κυριος την βασιλειαν εκ της χειρος σου και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον Δαβιδ?17 Úgy cselekszik ugyanis az Úr veled, ahogy általam szólt: kiszakítja királyságodat kezedből, s társadnak, Dávidnak adja,
18 επειδη δεν υπηκουσας εις την φωνην του Κυριου, ουδε εξετελεσας τον μεγαν θυμον αυτου κατα του Αμαληκ, δια τουτο ο Κυριος εκαμεν εις σε το πραγμα τουτο την ημεραν ταυτην?18 mert nem engedelmeskedtél az Úr szavának, s nem hajtottad végre haragjának bosszúját az amalekitákon. Ezért cselekedte ma veled az Úr azt, amit szenvedsz.
19 και θελει παραδωσει ο Κυριος και τον Ισραηλ μετα σου εις την χειρα των Φιλισταιων? και αυριον συ και οι υιοι σου θελετε εισθαι μετ' εμου? και το στρατοπεδον του Ισραηλ θελει παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα των Φιλισταιων.19 Sőt, veled együtt Izraelt is a filiszteusok kezébe adja az Úr, s holnap te és fiaid velem lesztek. Igen, Izrael táborát is a filiszteusok kezébe adja az Úr!«
20 Τοτε επεσεν ο Σαουλ ευθυς ολος εξηπλωμενος κατα γης? διοτι κατετρομαξεν εκ των λογων του Σαμουηλ? και δυναμις δεν ητο εν αυτω, επειδη δεν ειχε φαγει αρτον ολην την ημεραν και ολην την νυκτα.20 Saul erre hirtelen egész hosszában a földre esett, mert megrémült Sámuel szavaitól, és ereje sem volt, mivel egész nap semmit sem evett.
21 Και ηλθεν η γυνη προς τον Σαουλ και ειδεν οτι ητο σφοδρα τεταραγμενος, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η δουλη σου υπηκουσεν εις την φωνην σου, και εβαλον την ζωην μου εις την χειρα μου και υπεταχθην εις τους λογους σου, τους οποιους ελαλησας προς εμε?21 Erre odament az asszony Saulhoz, és mivel látta, hogy nagyon megrémült, azt mondta neki: »Íme, szolgálód engedelmeskedett szavadnak: életemet is kockára vetettem, s hallgattam beszédedre, amelyet hozzám intéztél.
22 τωρα λοιπον, ακουσον και συ, παρακαλω, την φωνην της δουλης σου, και ας βαλω ολιγον αρτον εμπροσθεν σου? και φαγε, δια να λαβης δυναμιν, επειδη υπαγεις εις οδοιποριαν.22 Most azért te is hallgass szolgálód szavára: hadd tegyek eléd egy falat kenyeret, s egyél, hogy erőre tégy szert, s megtehesd az utat.«
23 Πλην δεν ηθελε, λεγων, Δεν θελω φαγει? οι δουλοι ομως αυτου μετα της γυναικος εβιαζον αυτον, και εισηκουσεν εις την φωνην αυτων? και σηκωθεις απο της γης, εκαθησεν επι της κλινης.23 Ő azonban vonakodott és azt mondta: »Nem eszem!« Ám szolgái és az asszony addig unszolták, míg végre is hallgatott szavukra, felkelt a földről, s leült az ágyra.
24 ειχε δε η γυνη παχυ δαμαλιον εν τη οικια? και εσπευσε και εσφαξεν αυτο? και λαβουσα αλευρον, εζυμωσε και εψησεν αζυμα εξ αυτου.24 Az asszonynak éppen volt egy hízott borjúja a háznál, azt sietve levágta, majd lisztet vett elő, meggyúrta és kovásztalan kenyeret sütött,
25 Και εφερεν εμπροσθεν του Σαουλ και εμπροσθεν των δουλων αυτου? και εφαγον. Και εσηκωθησαν και ανεχωρησαν την νυκτα εκεινην.25 és Saul és szolgái elé tette. Miután ettek, felkerekedtek és még az éjjel elmentek.