Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 24


font
GREEK BIBLECATHOLIC PUBLIC DOMAIN
1 24-2 24-2 Και αφου επεστρεψεν ο Σαουλ απο οπισθεν των Φιλισταιων, ανηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ιδου, ο Δαβιδ ειναι εν τη ερημω Εν-γαδδι.1 Then David ascended from there, and he lived in very secure places in Engedi.
2 24-3 24-3 Τοτε ελαβεν ο Σαουλ τρεις χιλιαδας ανδρων, εκλεκτων απο παντος του Ισραηλ, και υπηγε να ζητη τον Δαβιδ και τους ανδρας αυτου επι τους βραχους των αγριων αιγων.2 And when Saul had returned after pursuing the Philistines, they reported to him, saying, “Behold, David is in the desert of Engedi.”
3 24-4 24-4 Και ηλθεν εις τας μανδρας των προβατων επι της οδου, οπου ητο σπηλαιον? και εισηλθεν ο Σαουλ δια να σκεπαση τους ποδας αυτου? ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου εκαθηντο εις το ενδοτερον του σπηλαιου.3 Therefore, Saul, taking three thousand elect men from all of Israel, traveled in order to search for David and his men, even upon the most broken rocks, which are passable only to mountain goats.
4 24-5 24-5 Και ειπον οι ανδρες του Δαβιδ προς αυτον, Ιδου, η ημερα περι της οποιας ο Κυριος ελαλησε προς σε, λεγων, Ιδου, εγω θελω παραδωσει τον εχθρον σου εις την χειρα σου, και θελεις καμει εις αυτον οπως σοι φανη καλον. Τοτε εσηκωθη ο Δαβιδ και απεκοψε κρυφιως το κρασπεδον του επενδυματος του Σαουλ.4 And he arrived at the sheepfolds, which presented themselves along the way. And a cave was in that place, which Saul entered, so that he might ease his bowels. But David and his men were hiding in the interior part of the cave.
5 24-6 24-6 Και μετα ταυτα η καρδια του Δαβιδ εκτυπησεν αυτον, επειδη ειχεν αποκοψει το κρασπεδον του Σαουλ.5 And the servants of David said to him: “Behold the day, about which the Lord said to you, ‘I will deliver your enemy to you, so that you may do to him as it will be pleasing in your eyes.’ ” Then David rose up, and he quietly cut off the edge of Saul’s cloak.
6 24-7 24-7 Και ειπε προς τους ανδρας αυτου, Μη γενοιτο εις εμε παρα Κυριου να καμω το πραγμα τουτο εις τον κυριον μου, τον κεχρισμενον του Κυριου, να επιβαλω την χειρα μου επ' αυτον? διοτι ειναι κεχρισμενος του Κυριου.6 After this, his own heart struck David, because he had cut off the edge of Saul’s cloak.
7 24-8 24-8 Και εμποδισεν ο Δαβιδ τους ανδρας αυτου δια των λογων τουτων και δεν αφηκεν αυτους να σηκωθωσι κατα του Σαουλ. Σηκωθεις δε ο Σαουλ εκ του σπηλαιου, υπηγεν εις την οδον αυτου.7 And he said to his men: “May the Lord be gracious to me, lest I do this thing to my lord, the Christ of the Lord, so that I lay my hand upon him. For he is the Christ of the Lord.”
8 24-9 24-9 Και μετα ταυτα σηκωθεις ο Δαβιδ εξηλθεν εκ του σπηλαιου και εβοησεν οπισθεν του Σαουλ, λεγων, Κυριε μου βασιλευ. Και οτε εβλεψεν ο Σαουλ οπισω αυτου, ο Δαβιδ εκυψε με το προσωπον εις την γην και προσεκυνησεν αυτον.8 And David restrained his men with his words, and he would not permit them to rise up against Saul. And so Saul, going out of the cave, continued to undertake his journey.
9 24-10 24-10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δια τι ακουεις τους λογους ανθρωπων λεγοντων, Ιδου, ο Δαβιδ ζητει το κακον σου;9 Then David also rose up after him. And departing from the cave, he cried out behind the back of Saul, saying: “My lord, the king!” And Saul looked behind him. And David, bowing himself face down to the ground, reverenced.
10 24-11 24-11 Ιδου, εν τη ημερα ταυτη ειδον οι οφθαλμοι σου τινι τροπω σε παρεδωκεν ο Κυριος εις την χειρα μου σημερον, εν τω σπηλαιω? και ειπον τινες να σε θανατωσω? πλην ο οφθαλμος μου σε εφεισθη? και ειπα, Δεν θελω επιβαλει την χειρα μου κατα του κυριου μου? διοτι ειναι κεχρισμενος του Κυριου.10 And he said to Saul: “Why do you listen to the words of men who say: ‘David seeks evil against you?’
11 24-12 24-12 Ιδε προσετι, πατερ μου, ιδε μαλιστα το κρασπεδον του επενδυματος σου εν τη χειρι μου? επειδη, εκ του οτι απεκοψα το κρασπεδον του επενδυματος σου και δεν σε εθανατωσα, γνωρισον και ιδε οτι δεν ειναι κακια ουδε παραβασις εν τη χειρι μου και δεν ημαρτησα εναντιον σου? συ ομως θηρευεις την ζωην μου δια να αφαιρεσης αυτην.11 Behold, this day your eyes have seen that the Lord has delivered you into my hand, in the cave. And I thought that I might kill you. But my eye has spared you. For I said: I will not extend my hand against my lord, for he is the Christ of the Lord.
12 24-13 24-13 Ας κρινη ο Κυριος μεταξυ εμου και σου, και ας με εκδικηση ο Κυριος απο σου? η χειρ μου ομως δεν θελει εισθαι επι σε?12 Moreover, see and know, O my father, the edge of your cloak in my hand. For though I cut off the top of your cloak, I was not willing to extend my hand against you. Turn your soul and see that there is no evil in my hand, nor any iniquity or sin against you. Yet you lie in wait for my life, so that you may take it away.
13 24-14 24-14 καθως λεγει η παροιμια των αρχαιων, Εξ ανομων εξερχεται ανομια? οθεν η χειρ μου δεν θελει εισθαι επι σε.13 May the Lord judge between me and you. And may the Lord vindicate me from you. But my hand will not be against you.
14 24-15 24-15 Οπισω τινος εξηλθεν ο βασιλευς του Ισραηλ; οπισω τινος τρεχεις συ; οπισω κυνος νενεκρωμενου, οπισω ενος ψυλλου.14 So too, it is said in the ancient proverb, ‘From the impious, impiety will go forth.’ Therefore, my hand will not be upon you.
15 24-16 24-16 Ο Κυριος λοιπον ας ηναι δικαστης και ας κρινη μεταξυ εμου και σου? και ας ιδη, και ας δικαση την δικην μου και ας με ελευθερωση εκ της χειρος σου.15 Whom are you pursuing, O king of Israel? Whom are you pursuing? You are pursuing a dead dog, a single flea.
16 24-17 24-17 Και αφου ετελειωσεν ο Δαβιδ λαλων τους λογους τουτους προς τον Σαουλ, ειπεν ο Σαουλ, Η φωνη σου ειναι αυτη, τεκνον μου Δαβιδ; Και υψωσεν ο Σαουλ την φωνην αυτου και εκλαυσε.16 May the Lord be the judge, and may he judge between me and you. And may he see and judge my case, and rescue me from your hand.”
17 24-18 24-18 Και ειπε προς τον Δαβιδ, Συ εισαι δικαιοτερος εμου? διοτι συ ανταπεδωκας εις εμε καλον, εγω δε ανταπεδωκα εις σε κακον.17 And when David had completed speaking words in this way to Saul, Saul said, “Could this be your voice, my son David?” And Saul lifted up his voice, and he wept.
18 24-19 24-19 Και συ εδειξας σημερον με ποσην αγαθοτητα εφερθης προς εμε? διοτι ενω με απεκλεισεν ο Κυριος εις τας χειρας σου, συ δεν με εθανατωσας.18 And he said to David: “You are more just than I am. For you have distributed good to me, but I have repaid evil to you.
19 24-20 24-20 Και τις, ευρων τον εχθρον αυτου, ηθελεν αφησει αυτον να υπαγη την οδον αυτου αβλαβως; ο Κυριος λοιπον να σοι ανταποδωση καλον, δι' εκεινο το οποιον εκαμες εις εμε σημερον.19 And you have revealed this day the good that you have done for me: how the Lord delivered me into your hand, but you did not kill me.
20 24-21 24-21 Και τωρα, ιδου, γνωριζω οτι βεβαιως θελεις βασιλευσει, και η βασιλεια του Ισραηλ θελει στερεωθη εν τη χειρι σου.20 For who, when he will have found his enemy, will release him along a good path? So may the Lord repay you for this good turn, because you have acted on my behalf this day.
21 24-22 24-22 Τωρα λοιπον ομοσον μοι εις τον Κυριον, οτι δεν θελεις εξολοθρευσει το σπερμα μου μετ' εμε, και ετι δεν θελεις αφανισει το ονομα μου εκ του οικου του πατρος μου.21 And now I know certainly that you shall be king, and you shall have the kingdom of Israel in your hand.
22 24-23 24-23 Και ωμοσεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ. Και ανεχωρησεν ο Σαουλ εις τον οικον αυτου? ο δε Δαβιδ και οι ανδρες αυτου ανεβησαν εις το οχυρωμα.22 Swear to me in the Lord that you will not take away my offspring after me, nor take away my name from the house of my father.”
23 And David swore to Saul. Therefore, Saul went away to his own house. And David and his men ascended to places that were more secure.