Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 22


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ανεχωρησε δε ο Δαβιδ εκειθεν και διεσωθη εις το σπηλαιον Οδολλαμ? και οτε ηκουσαν οι αδελφοι αυτου και πας ο οικος του πατρος αυτου, κατεβησαν εκει προς αυτον.1 David partit de là et se mit en sûreté dans la grotte d’Adoullam. Ses frères et sa famille l’apprirent et descendirent vers lui en ce lieu.
2 Και συνηθροισθησαν προς αυτον, πας οστις ητο εν στενοχωρια και πας χρεωφειλετης και πας δυσηρεστημενος? και εγεινεν αρχηγος επ' αυτων? και ησαν μετ' αυτου εως τετρακοσιοι ανδρες.2 Tous ceux qui avaient des ennuis se rassemblèrent également autour de lui, tous ceux qui étaient poursuivis par un créancier ou qui étaient mécontents. Il devint leur chef, et avec lui ils étaient environ 400.
3 Και ανεχωρησεν ο Δαβιδ εκειθεν εις Μισπα της Μωαβ? και ειπε προς τον βασιλεα Μωαβ, Ας ελθωσι, παρακαλω, ο πατηρ μου και η μητηρ μου προς εσας, εωσου γνωρισω τι θελει καμει ο Θεος εις εμε.3 De là David alla à Mispé de Moab. Il dit au roi de Moab: “J’aimerais que mon père et ma mère se retirent chez toi jusqu’à ce que je sache ce que Dieu me réserve.”
4 Και εφερεν αυτους ενωπιον του βασιλεως Μωαβ και κατωκησαν μετ' αυτου ολον τον καιρον καθ' ον ο Δαβιδ ητο εν τω οχυρωματι.4 Il conduisit ses parents chez le roi de Moab et ils restèrent là jusqu’au jour où David quitta le refuge.
5 Ειπε δε Γαδ ο προφητης προς τον Δαβιδ, Μη μενης εν τω οχυρωματι? αναχωρησον και εισελθε εις την γην Ιουδα. Τοτε ανεχωρησεν ο Δαβιδ και εισηλθεν εις το δασος Αρεθ.5 Le prophète Gad dit un jour à David: “Ne reste pas au refuge, va et rentre au pays de Juda.” David s’en alla et arriva à la forêt de Hérèt.
6 Ακουσας δε ο Σαουλ οτι εφανερωθη ο Δαβιδ και οι ανδρες οι μετ' αυτου εκαθητο δε ο Σαουλ εν Γαβαα υπο το δενδρον εν Ραμα, εχων το δορυ αυτου εν τη χειρι αυτου, και παντες οι δουλοι αυτου ισταντο ενωπιον αυτου,6 Saül apprit que l’on avait des nouvelles de David et des hommes qui étaient avec lui. Saül siégeait à ce moment à Guibéa sous le tamaris qui est sur la colline: il avait sa lance à la main et tous ses serviteurs étaient debout autour de lui.
7 τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου τους παρεστωτας ενωπιον αυτου, Ακουσατε τωρα, Βενιαμιται? μηπως εις ολους σας θελει δωσει ο υιος του Ιεσσαι αγρους και αμπελωνας, και ολους σας θελει καμει χιλιαρχους και εκατονταρχους,7 Saül dit alors à ses serviteurs réunis autour de lui: “Écoutez donc, hommes de Benjamin! Croyez-vous que le fils de Jessé vous donnera aussi à tous des champs et des vignes, et qu’il fera de vous tous des chefs de mille et des chefs de cent?
8 ωστε σεις να συνομοσητε παντες εναντιον μου και να μη ηναι μηδεις οστις να απαγγειλη εις εμε οτι ο υιος μου εκαμε συνθηκην μετα του υιου του Ιεσσαι, και μηδεις απο σας να μη ηναι οστις να πονη δι' εμε η να απαγγειλη εις εμε οτι ο υιος μου διηγειρε τον δουλον μου εναντιον μου, δια να ενεδρευη καθως την σημερον;8 Pourquoi êtes-vous tous d’accord contre moi? Personne ne m’a prévenu que mon fils avait fait une alliance avec le fils de Jessé. Nul d’entre vous ne s’inquiète pour moi, pas un ne m’a révélé que mon fils avait soulevé contre moi mon serviteur et m’en avait fait un adversaire, comme c’est le cas aujourd’hui.”
9 Και απεκριθη Δωηκ ο Ιδουμαιος, οστις ητο διωρισμενος επι τους δουλους του Σαουλ, και ειπεν, Ειδον τον υιον του Ιεσσαι ελθοντα εις Νωβ, προς Αχιμελεχ τον υιον του Αχιτωβ?9 Doëg l’Édomite, qui était l’un des chefs des serviteurs de Saül, prit alors la parole: “J’ai vu le fils de Jessé quand il arrivait à Nob chez Ahimélek fils d’Ahitoub.
10 οστις ηρωτησε περι αυτου τον Κυριον, και τροφας εδωκεν εις αυτον, και την ρομφαιαν Γολιαθ του Φιλισταιου εδωκεν εις αυτον.10 Celui-ci a consulté Yahvé pour lui, il lui a donné des provisions et lui a remis l’épée de Goliath le Philistin.”
11 Τοτε απεστειλεν ο βασιλευς να καλεσωσιν Αχιμελεχ τον υιον του Αχιτωβ, τον ιερεα, και παντα τον οικον του πατρος αυτου, τους ιερεις τους εν Νωβ? και ηλθον παντες προς τον βασιλεα.11 Alors Saül fit appeler le prêtre Ahimélek fils d’Ahitoub, et toute sa famille, les prêtres de Nob; ils arrivèrent tous chez le roi.
12 Και ειπεν ο Σαουλ, Ακουσον τωρα, υιε του Αχιτωβ. Ο δε απεκριθη, Ιδου εγω, κυριε μου.12 Saül dit: “Écoute-moi donc, fils d’Ahitoub.” Il répondit: “Me voici, mon seigneur.”
13 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Δια τι συνωμοσατε εναντιον μου, συ και ο υιος του Ιεσσαι, ωστε να δωσης εις αυτον αρτον και ρομφαιαν και να ερωτησης τον Θεον περι αυτου, ωστε να σηκωθη εναντιον μου, να ενεδρευη, καθως την σημερον;13 Saül lui dit: “Pourquoi avez-vous conspiré contre moi, toi et le fils de Jessé? Tu lui as donné du pain et une épée, tu as consulté Dieu pour lui, pour qu’il se soulève contre moi, et il s’est fait mon adversaire, comme on le voit aujourd’hui.”
14 Και απεκριθη ο Αχιμελεχ προς τον βασιλεα και ειπε, Και τις μεταξυ παντων των δουλων σου ειναι καθως ο Δαβιδ πιστος, και γαμβρος του βασιλεως και πορευομενος εις το προσταγμα σου και τιμωμενος εν τω οικω σου;14 Ahimélek répondit au roi: “Qui était fidèle comme David parmi tous les serviteurs du roi? Il est le gendre du roi, il est affecté à sa garde personnelle, il est honoré dans sa maison.
15 σημερον ηρχισα να ερωτω τον Θεον περι αυτου; μη γενοιτο? ας μη αναθεση ο βασιλευς μηδεν επι τον δουλον αυτου μηδε επι παντα τον οικον του πατρος μου? διοτι ο δουλος σου δεν εξευρει ουδεν περι παντων τουτων, ουτε μικρον ουτε μεγα.15 Assurément, ce n’est pas la première fois que j’ai consulté Dieu pour lui. Que le roi ne me reproche rien, pas plus qu’à toute la maison de mon père, ton serviteur ne savait rien de tout cela, absolument rien.”
16 Και ειπεν ο βασιλευς, Εξαπαντος θελεις αποθανει, Αχιμελεχ, συ και πας ο οικος του πατρος σου.16 Mais le roi dit: “Ahimélek, tu vas mourir, toi et toute la maison de ton père avec toi.”
17 Και ειπεν ο βασιλευς προς τους δορυφορους τους περιεστωτας εις αυτον, Στρεψατε και θανατωσατε τους ιερεις του Κυριου? επειδη εχουσι και αυτοι την χειρα αυτων μετα του Δαβιδ, και επειδη εγνωρισαν οτι αυτος εφευγε και δεν μοι απηγγειλαν τουτο. Δεν ηθελησαν ομως οι δουλοι του βασιλεως να εκτεινωσι τας χειρας αυτων δια να πεσωσιν επι τους ιερεις του Κυριου.17 Puis le roi dit aux soldats qui étaient autour de lui: “Avancez et mettez à mort les prêtres de Yahvé, car eux aussi soutiennent David. Ils savaient qu’il s’enfuyait loin de moi et ils ne m’ont rien dit.” Mais les serviteurs du roi ne voulurent pas frapper les prêtres de Yahvé.
18 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Δωηκ, Στρεψον συ και πεσον επι τους ιερεις. Και εστρεψε Δωηκ ο Ιδουμαιος και επεσεν επι τους ιερεις, και εθανατωσεν εκεινην την ημεραν ογδοηκοντα πεντε ανδρας φορουντας λινουν εφοδ.18 Alors le roi dit à Doëg: “Avance toi, et frappe les prêtres.” Et Doëg l’Édomite s’avança et frappa les prêtres. Ce jour-là il mit à mort 85 hommes qui portaient le pagne de lin.
19 Και την Νωβ, την πολιν των ιερεων, επαταξεν εν στοματι μαχαιρας, ανδρας και γυναικας, παιδια και βρεφη θηλαζοντα, και βοας και ονους και προβατα, εν στοματι μαχαιρας.19 Nob, la ville des prêtres, fut passée au fil de l’épée: hommes et femmes, enfants et nourrissons, on passa tout au fil de l’épée, y compris les bœufs, les ânes et les moutons.
20 Διεσωθη δε εις εκ των υιων του Αχιμελεχ υιου του Αχιτωβ, ονοματι Αβιαθαρ, και εφυγε κατοπιν του Δαβιδ.20 Seul échappa un fils d’Ahimélek fils d’Ahitoub, il s’appelait Ébyatar. Il courut rejoindre David.
21 Και απηγγειλεν ο Αβιαθαρ προς τον Δαβιδ, οτι εθανατωσεν ο Σαουλ τους ιερεις του Κυριου.21 Ébyatar raconta à David comment Saül avait tué les prêtres de Yahvé,
22 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αβιαθαρ, Ηξευρον εν εκεινη τη ημερα, καθ' ην Δωηκ ο Ιδουμαιος ητο εκει, οτι ηθελε βεβαιως απαγγειλει προς τον Σαουλ? εγω εσταθην αιτια του θανατου παντων των ανθρωπων του οικου του πατρος σου?22 et David lui dit: “Doëg l’Édomite était présent ce jour-là et je savais bien qu’il préviendrait Saül. C’est moi qui ai causé la mort de toute ta famille.
23 καθου μετ' εμου, μη φοβου? διοτι ο ζητων την ζωην μου ζητει και την ζωην σου? πλην συ θελεις εισθαι μετ' εμου εν ασφαλεια.23 Reste donc avec moi et ne crains rien, celui qui s’en prend à ta vie s’en prend à la mienne: à côté de moi tu seras bien gardé.”