Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α´ - 1 Samuele - Kings I 20


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και εφυγεν ο Δαβιδ εκ Ναυιωθ της εν Ραμα, και ηλθε και ειπεν ενωπιον του Ιωναθαν, Τι επραξα; τι το αδικημα μου και τι το αμαρτημα μου εμπροσθεν του πατρος σου, δια το οποιον ζητει την ψυχην μου;1 Dávid azonban elfutott a ramátai Nájótból, elment és szólt Jonatánnak: »Mit követtem el? Mi a vétkem, s mi a bűnöm apád ellen, hogy életemre tör?«
2 Ο δε ειπε προς αυτον, Μη γενοιτο? συ δεν θελεις αποθανει ιδου, ο πατηρ μου δεν θελει καμει ουδεν, ειτε μεγα ειτε μικρον, το οποιον να μη φανερωση εις εμε? και δια τι ο πατηρ μου ηθελε κρυψει το πραγμα τουτο απ' εμου; δεν ειναι ουτω.2 Ő azt mondta neki: »Dehogyis, nem fogsz meghalni, mert apám nem cselekszik sem nagy, sem kicsiny dolgot, mielőtt velem nem közli. Csak éppen ezt az egy dolgot titkolta volna el előttem? Nem fog az megtörténni!«
3 Και ωμοσεν ο Δαβιδ ετι και ειπεν, Ο πατηρ σου εξευρει βεβαιως οτι εγω ευρηκα χαριν ενωπιον σου? οθεν λεγει, Ας μη εξευρη τουτο ο Ιωναθαν, μηποτε λυπηθη. Αλλα, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν ειναι παρα εν βημα μεταξυ εμου και του θανατου.3 Meg is esküdött újra Dávidnak. Ám Dávid azt mondta: »Nyilván tudja apád, hogy én kegyelmet találtam szemedben, s azért azt fogja mondani magában: ‘Ne tudjon erről Jonatán, nehogy elszomorodjék!’ Én azonban az Úr életére és a te életedre mondom, hogy szinte csak egy lépés választ el engem a haláltól.«
4 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ο, τι επιθυμει η ψυχη σου θελω καμει εις σε.4 Azt mondta erre Jonatán Dávidnak: »Bármit mondasz nekem, megteszem neked.«
5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Ιδου, αυριον ειναι νεομηνια, καθ' ην εγω συνειθιζω να καθωμαι μετα του βασιλεως να συντρωγω? αφες με λοιπον να υπαγω, δια να κρυφθω εν τω αγρω μεχρι της εσπερας της τριτης ημερας.5 Azt mondta erre Dávid Jonatánnak: »Íme, holnap újhold napja van, amikor a szokás szerint a király mellé kellene ülnöm, hogy egyem. Engedj azonban el, hadd rejtőzzem el a mezőn harmadnap estig.
6 εαν ο πατηρ σου περιβλεπων με ζητηση, τοτε ειπε, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να τρεξη εις Βηθλεεμ την πολιν αυτου. διοτι γινεται εκει ετησιος θυσια υφ' ολης της συγγενειας αυτου?6 Ha apád odanéz és keres engem, feleld neki: ‘Dávid megkért engem, hogy sietve Betlehem városába mehessen, mert ott most ünnepi áldozata van egész nemzetségének.’
7 εαν ειπη ουτω, Καλως? θελει εισθαι ειρηνη εις τον δουλον σου? εαν ομως οργισθη πολυ, εξευρε οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρ' αυτου?7 Ha ő erre azt mondja: ‘Jól van’ – akkor békessége lesz szolgádnak; ha azonban haragra gerjed, akkor tudd meg, hogy gonoszsága teljes ellenem.
8 θελεις λοιπον καμει ελεος προς τον δουλον σου? διοτι εις συνθηκην Κυριου εισηγαγες τον δουλον σου μετα σεαυτου? εαν ομως ηναι αδικια εν εμοι, θανατωσον με συ? και δια τι να με φερης εως του πατρος σου;8 Cselekedj tehát irgalmasságot szolgáddal, hiszen szövetségre léptél velem, szolgáddal az Úr előtt. Ha azonban valami gonoszság van bennem, ölj meg te magad, s ne vígy apádhoz.«
9 Και ειπεν ο Ιωναθαν, Μη γενοιτο ποτε τουτο εις σε? διοτι, εαν τω οντι γνωρισω οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρα του πατρος μου να ελθη επι σε, βεβαιως θελω σοι απαγγειλει τουτο.9 Azt mondta erre Jonatán: »Távol legyen tőled! Mihelyt bizonyosan megtudom, hogy apám gonoszsága teljes ellened, lehetetlen, hogy tudtodra ne adjam.«
10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Τις θελει μοι απαγγειλει εαν ο πατηρ σου αποκριθη εις σε σκληρα;10 Erre Dávid megkérdezte Jonatánt: »Ki fog értesíteni engem, ha apád netán valami rosszat mond neked rólam?«
11 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ελθε, και ας εξελθωμεν εις τον αγρον. Και εξηλθον αμφοτεροι εις τον αγρον.11 Azt mondta erre Jonatán Dávidnak: »Gyere, menjünk ki a mezőre.« Miután pedig mindketten kimentek a mezőre,
12 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ? οταν ποτε περι την αυριον η την μετα την αυριον, εξιχνιασω τον πατερα μου, και ιδου, ειναι τι καλον περι του Δαβιδ, εαν δεν αποστειλω τοτε προς σε να σοι το απαγγειλω,12 azt mondta Jonatán Dávidnak: »Uram, Izrael Istene, ha megtudom holnap vagy holnapután apám szándékát, s valami jót tudok meg Dávidról, és nem küldök azonnal hozzád, nem adom tudtodra,
13 ουτω να καμη ο Κυριος εις τον Ιωναθαν και ουτω να προσθεση? εαν δε ο πατηρ μου απεφασισε το κακον εναντιον σου, θελω σοι απαγγειλει τουτο και σε εξαποστειλει, και θελεις υπαγει εν ειρηνη? και ο Κυριος ας ηναι μετα σου, καθως εσταθη μετα του πατρος μου?13 akkor sújtsa az Úr Jonatánt most és mindenkor! Ha pedig fennáll apám gonoszsága ellened, akkor azt juttatom füledbe, és elbocsátalak, hogy menj békében, s az Úr legyen veled, miként apámmal volt.
14 και ουχι μονον ενοσω ζω, θελεις δειξει προς εμε το ελεος του Κυριου, δια να μη αποθανω?14 De akkor, ha még élek, az Úr irgalmasságát gyakorold ám velem, ha pedig már meghaltam,
15 αλλα και δεν θελεις αποκοψει το ελεος σου απο του οικου μου εις τον αιωνα? ουχι, ουδε οταν ο Κυριος αφανιση τους εχθρους του Δαβιδ εκαστον απο προσωπου της γης.15 ne vond meg irgalmasságodat házamtól sohasem, akkor sem, amikor majd az Úr kiirtja Dávid minden ellenségét a földről. Vegye el az Úr Jonatánt házából, s álljon bosszút Dávid ellenségein!«
16 Και εκαμεν ο Ιωναθαν συνθηκην μετα του οικου του Δαβιδ, επιλεγων, Και ο Κυριος να εκζητηση λογον παρα των εχθρων του Δαβιδ.16 Így kötött szövetséget Jonatán Dávid házával, s az Úr így állt bosszút Dávid ellenségein.
17 Και εκαμεν ετι ο Ιωναθαν τον Δαβιδ να ομοση εις την αγαπην αυτου την προς αυτον? διοτι ηγαπα αυτον καθως ηγαπα την ιδιαν αυτου ψυχην.17 Majd ismételten megesküdött Jonatán Dávidnak, mert szerette őt – mint a saját lelkét, úgy szerette.
18 Και ειπε προς αυτον ο Ιωναθαν, Αυριον ειναι νεομηνια? και θελεις ζητηθη, διοτι η καθεδρα σου θελει εισθαι κενη?18 Aztán azt mondta neki Jonatán: »Holnap újhold napja van, s keresni fognak téged.
19 και αφου σταθης τρεις ημερας, θελεις καταβη μετα σπουδης και ελθει εις τον τοπον, οπου εκρυφθης την ημεραν της πραξεως, και θελεις καθισει πλησιον της πετρας Εζηλ?19 Holnapután pedig menj el messzire, oda, ahol a tett napján elrejtőztél, és ülj le az Ezel nevű kő mellé.
20 και εγω θελω τοξευσει τρια βελη εις το πλαγιον αυτης, ως τοξευων εις σημειον?20 Én aztán majd három nyilat lövök oda, mintha a céllövésben gyakorolnám magamat,
21 και ιδου, θελω αποστειλει τον υπηρετην, λεγων, Υπαγε, ευρε τα βελη? εαν ρητως ειπω εις τον υπηρετην, Ιδου, τα βελη ειναι εδωθεν απο σου, λαβε αυτα? τοτε ελθε, διοτι ειναι ειρηνη εις σε, και ουδεμια βλαβη, ζη Κυριος?21 és értük küldöm a fiút, s azt mondom neki: ‘Eredj, s hozd vissza nekem a nyilakat.’
22 εαν ομως ειπω ουτω προς τον νεον, Ιδου, τα βελη ειναι επεκεινα απο σου? υπαγε την οδον σου, διοτι σε εξαπεστειλεν ο Κυριος?22 Ha azt mondom majd a fiúnak: ‘Íme, a nyilak rajtad innen vannak, szedd fel őket’ – akkor te csak jöjj hozzám, mert békességed van, s nincs baj, az Úr életére mondom! Ha azonban azt mondom majd a fiúnak: ‘Íme, a nyilak túl vannak rajtad’, akkor te menj el békével, mert az Úr elküldött téged.
23 περι δε του λογου, τον οποιον ωμιλησαμεν εγω και συ, ιδου, ο Κυριος ας ηναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου εις τον αιωνα.23 Erre a dologra pedig, amelyet megbeszéltünk egymással, az Úr legyen a tanúnk mindörökké!«
24 Εκρυφθη λοιπον ο Δαβιδ εν τω αγρω? και οτε ηλθεν η νεομηνια, ο βασιλευς εκαθισεν εις την τραπεζαν δια να φαγη.24 Dávid tehát elrejtőzött a mezőn és eljött az újhold napja és a király lakomához ült.
25 Και ο βασιλευς εκαθισεν επι της καθεδρας αυτου, ως αλλοτε, επι καθεδρας πλησιον του τοιχου? και ο Ιωναθαν εσηκωθη και εκαθισεν ο Αβενηρ πλησιον του Σαουλ, ο δε τοπος του Δαβιδ ητο κενος.25 Amikor a király, ahogy szokott, leült a fal mellett levő székére, Jonatán felállt. Ábner is leült Saul mellé, de Dávid helye üresen maradt.
26 Ο Σαουλ ομως δεν ελαλησεν ουδεν την ημεραν εκεινην? διοτι ειπε καθ' εαυτον, Τιποτε συνεβη εις αυτον ωστε να μη ηναι καθαρος? βεβαιως δεν ειναι καθαρος.26 Saul aznap nem szólt semmit, mert azt gondolta, hogy talán történt vele valami, amiért nem tiszta, s még nem tisztult meg.
27 Και το πρωι, την δευτεραν του μηνος, ο τοπος του Δαβιδ ητο κενος? και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου, Δια τι δεν ηλθεν ο υιος του Ιεσσαι εις την τραπεζαν, ουτε χθες ουτε σημερον;27 Amikor eljött az újhold másodnapja, Dávid helye megint üresen maradt. Azt mondta erre Saul Jonatánnak, a fiának: »Miért nem jött el Izáj fia sem tegnap, sem ma a lakomára?«
28 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να υπαγη εως Βηθλεεμ,28 Jonatán erre azt felelte Saulnak: »Igen kért engem, hadd mehessen Betlehembe.
29 και ειπεν, Ας υπαγω, παρακαλω, διοτι η συγγενεια ημων καμνει θυσιαν εν τη πολει? και ο αδελφος μου αυτος παρηγγειλεν εις εμε να παρευρεθω? τωρα λοιπον, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, αφες με, παρακαλω, να υπαγω και να ιδω τους αδελφους μου? δια τουτο δεν ηλθεν εις την τραπεζαν του βασιλεως.29 Azt mondta: ‘Engedj el, mert most ünnepi áldozat van városomban, s egyik testvérem meghívott; ha tehát kegyelmet találtam szemedben, hadd menjek el most hamarosan, hogy megnézzem testvéreimet.’ Ezért nem jött el a király asztalához.«
30 Τοτε εξηφθη η οργη του Σαουλ κατα του Ιωναθαν, και ειπε προς αυτον, Υιε διεφθαρμενης και αποστατιδος, δεν εξευρω οτι συ εξελεξας τον υιον του Ιεσσαι δι' αισχυνην σου και δι' αισχυνην της γυμνωσεως της μητρος σου;30 Megharagudott erre Saul Jonatánra és azt mondta neki: »Te, férfit önként magához ragadó asszony fia! Talán bizony nem tudom, hogy szereted Izáj fiát a magad szégyenére és gyalázatos anyád szégyenére?
31 διοτι ενοσω ο υιος του Ιεσσαι ζη επι της γης, συ δεν θελεις στερεωθη ουδε η βασιλεια σου? τωρα λοιπον πεμψον και φερε αυτον προς εμε? διοτι εξαπαντος θελει αποθανει.31 Pedig mindaddig, amíg Izáj fia a földön él, sem személyed, sem királyságod nem áll szilárdan! Most azért tüstént küldj el, s hozasd ide hozzám, mert halál fia!«
32 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι να θανατωθη; τι επραξε;32 Jonatán erre azt felelte Saulnak, az apjának: »Miért haljon meg? Mit követett el?«
33 Και ερριψεν ο Σαουλ δορατιον κατ' αυτου, δια να κτυπηση αυτον? τοτε εγνωρισεν ο Ιωναθαν, οτι ητο αποφασισμενον παρα του πατρος αυτου να θανατωση τον Δαβιδ.33 Erre Saul megragadta a dárdát, hogy keresztüldöfje. Megértette erre Jonatán, hogy apja elhatározta, hogy megöli Dávidot.
34 Και εσηκωθη ο Ιωναθαν απο της τραπεζης με εξαψιν θυμου και δεν εφαγεν αρτον την δευτεραν ημεραν του μηνος? διοτι ητο λυπημενος δια τον Δαβιδ, επειδη ειχε καταισχυνει αυτον ο πατηρ αυτου.34 Éppen azért Jonatán dühödt haraggal felkelt az asztaltól és semmit sem evett az újhold másodnapján, mert bánkódott Dávid miatt, hogy apja gyalázattal illette.
35 Και το πρωι εξηλθεν ο Ιωναθαν εις τον αγρον, κατα τον καιρον τον προσδιορισθεντα μετα του Δαβιδ, εχων μεθ' εαυτου μικρον παιδαριον.35 Amikor aztán megvirradt a reggel, Jonatán a Dáviddal való megállapodás szerint kiment egy kis fiúval a mezőre.
36 Και ειπε προς το παιδαριον αυτου, Τρεξον, ευρε τωρα τα βελη, τα οποια εγω τοξευω. Και καθως ετρεχε το παιδαριον, ετοξευσε το βελος περαν αυτου.36 Ott azt mondta a fiúnak: »Eredj, s hozd vissza nekem a nyilakat, amelyeket ellövök.« Amikor azonban a fiú elszaladt, ellövött egy másik nyilat a fiún túlra.
37 Και οτε το παιδαριον ηλθεν εις τον τοπον του βελους, το οποιον ο Ιωναθαν ειχε τοξευσει, εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου και ειπε, Δεν ειναι το βελος περαν απο σου;37 Amikor a fiú arra a helyre jutott, ahol az a nyíl volt, amelyet Jonatán először lőtt ki, utána kiáltott Jonatán a fiúnak: »Íme, ott, tovább, rajtad túl is van egy nyíl.«
38 Και εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου, Ταχυνον, σπευσον, μη σταθης. Και εσυναξε το παιδαριον του Ιωναθαν τα βελη και ηλθε προς τον κυριον αυτου.38 Majd ismét a fiú után kiáltott: »Siess gyorsan, ne állj meg!« Felszedte tehát a fiú Jonatán nyilait, s visszavitte urához,
39 Το παιδαριον ομως δεν ηξευρεν ουδεν? μονος ο Ιωναθαν και ο Δαβιδ ηξευρον την υποθεσιν.39 de hogy miről van szó, egyáltalán nem tudta, mert csak Jonatán és Dávid tudta a dolgot.
40 Και εδωκεν ο Ιωναθαν τα οπλα αυτου εις το παιδαριον το μεθ' αυτου και ειπε προς αυτο, Υπαγε, φερε αυτα εις την πολιν.40 Ekkor Jonatán odaadta fegyvereit a fiúnak, s azt mondta: »Eredj, s vidd be a városba.«
41 Καθως δε ανεχωρησε το παιδαριον, εσηκωθη ο Δαβιδ εκ του μεσημβρινου μερους και επεσε κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε τρις? και ησπασθησαν αλληλους και εκλαυσαν αμφοτεροι? ο δε Δαβιδ εκαμε κλαυθμον μεγαν.41 Amikor aztán a fiú elment, Dávid felkelt dél felé néző helyéről, arcával a földre borult és háromszor meghajtotta magát, majd megcsókolták egymást és sírtak mindketten, de kivált Dávid.
42 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Υπαγε εν ειρηνη, καθως ωμοσαμεν ημεις αμφοτεροι εις το ονομα του Κυριου, λεγοντες, Ο Κυριος ας ηναι μεταξυ εμου και σου, και μεταξυ του σπερματος μου και του σπερματος σου εις τον αιωνα. Και εσηκωθη και ανεχωρησεν? ο δε Ιωναθαν εισηλθεν εις την πολιν.42 Azt mondta aztán Jonatán Dávidnak: »Eredj békességgel. Amire megesküdtünk mindketten az Úr nevében, ezekkel a szavakkal: Az Úr legyen köztem és közötted s az én ivadékom s a te ivadékod között – az álljon mindörökké.«