1 Και ως ετελειωσε λαλων προς τον Σαουλ, η ψυχη του Ιωναθαν συνεδεθη μετα της ψυχης του Δαβιδ, και ηγαπησεν αυτον ο Ιωναθαν ως την ιδιαν αυτου ψυχην. | 1 Amikor befejezte Saullal való beszédét, történt, hogy Jonatán lelke egybeforrt Dávid lelkével, és Jonatán úgy megszerette őt, mint a saját lelkét. |
2 Και παρελαβεν αυτον ο Σαουλ εκεινην την ημεραν και δεν αφηκεν αυτον να επιστρεψη πλεον εις τον οικον του πατρος αυτου. | 2 Saul azon a napon egészen maga mellé vette és nem engedte többé visszatérni apja házába, |
3 Τοτε ο Ιωναθαν εκαμε συνθηκην μετα του Δαβιδ? διοτι ηγαπα αυτον ως την ιδιαν αυτου ψυχην. | 3 Jonatán pedig szövetségre lépett Dáviddal, mert úgy szerette, mint a saját lelkét. |
4 και εκδυθεις ο Ιωναθαν το επενδυμα το εφ' εαυτον, εδωκεν αυτο εις τον Δαβιδ, και την στολην αυτου, εως και αυτο το ξιφος αυτου και το τοξον αυτου και την ζωνην αυτου. | 4 Éppen azért Jonatán levetette magáról azt a köntöst, amelyet viselt, s egyéb felszerelésével, kardjával, íjával és övével együtt Dávidnak adta. |
5 και εξηρχετο ο Δαβιδ πανταχου οπου επεμπεν αυτον ο Σαουλ, και εφερετο μετα συνεσεως? και κατεστησεν αυτον ο Σαουλ επι τους ανδρας του πολεμου? και ητο αρεστος εις τους οφθαλμους παντος του λαου, ετι δε και εις τους οφθαλμους των δουλων του Σαουλ. | 5 Valahányszor aztán Dávid kivonult valamerre, ahová őt Saul küldte, mindig sikert aratott. Ezért Saul a harcosok fejévé tette, s ez tetszésre talált az egész nép szemében, sőt Saul szolgáinak színe előtt is. |
6 Καθως δε ηρχοντο, ενω επεστρεφεν ο Δαβιδ εκ της σφαγης του Φιλισταιου, εξηρχοντο αι γυναικες εκ πασων των πολεων του Ισραηλ, ψαλλουσαι και χορευουσαι, εις συναντησιν του βασιλεως Σαουλ, μετα τυμπανων, μετα χαρας και μετα κυμβαλων. | 6 Amikor azonban Dávid a filiszteus megverése után visszafelé tartott, kivonultak az asszonyok Izrael valamennyi városából Saul király elé, énekelve, körtáncot lejtve, ujjongó dobokkal és csörgőkkel, |
7 Και απεκρινοντο αι γυναικες αι παιζουσαι προς αλληλας, και ελεγον, Ο Σαουλ επαταξε τας χιλιαδας αυτου, και ο Δαβιδ τας μυριαδας αυτου. | 7 s egyre csak ezt zengedezték a játszó asszonyok: »Megvert Saul ezret, Dávid pedig tízezret.« |
8 Παρωξυνθη δε σφοδρα ο Σαουλ, και εφανη δυσαρεστος εις τους οφθαλμους αυτου ο λογος ουτος, και ειπεν, Απεδωκαν εις τον Δαβιδ τας μυριαδας, εις εμε δε απεδωκαν τας χιλιαδας? και τι λειπεται πλεον εις αυτον παρα η βασιλεια; | 8 Nagyon megharagudott erre Saul, nem tetszett neki ez a beszéd, és azt mondta: »Dávidnak tízezret adtak, nekem pedig ezret adtak: mi hiányzik még neki, mint a királyság?« |
9 Και υπεβλεπεν ο Σαουλ τον Δαβιδ απ' εκεινης της ημερας και εις το εξης. | 9 Ettől a naptól kezdve Saul nem nézett egyenes szemmel Dávidra. |
10 Και την επαυριον επηλθε πνευμα πονηρον παρα Θεου επι τον Σαουλ, και επροφητευεν εν μεσω του οικου? και ο Δαβιδ επαιζε δια της χειρος αυτου, ως καθ' εκαστην ημεραν? ητο δε το δορατιον εν τη χειρι του Σαουλ? | 10 Másnap aztán ismét elfogta Sault Isten egyik gonosz lelke, úgyhogy prófétált házában. Közben Dávid pengette kezével a lantot, mint minden nap. Saulnak ekkor éppen kezében volt a dárda, |
11 και ερριψεν ο Σαουλ το δορατιον, λεγων, Θελω κτυπησει τον Δαβιδ εως και εις τον τοιχον. Αλλ' ο Δαβιδ εξεκλινεν απ' εμπροσθεν αυτου δις. | 11 s azt odahajította, azt gondolva, hogy a falhoz szegezheti Dávidot, ám Dávid két ízben is elhajolt előle. |
12 Εφοβηθη δε ο Σαουλ απο προσωπου Δαβιδ, επειδη ο Κυριος ητο μετ' αυτου, απο δε του Σαουλ ειχεν απομακρυνθη. | 12 Erre Saul félni kezdett Dávidtól, mert az Úr vele volt, tőle pedig eltávozott. |
13 Οθεν απεμακρυνεν αυτον ο Σαουλ απο πλησιον εαυτου και κατεστησεν αυτον χιλιαρχον? και εξηρχετο και εισηρχετο εμπροσθεν του λαου. | 13 Éppen azért Saul eltávolította őt maga mellől, és egy ezred tisztjévé tette, s ő vonult ki és be a nép élén. |
14 Και εφερετο ο Δαβιδ μετα συνεσεως εν πασαις ταις οδοις αυτου? και ο Κυριος ητο μετ' αυτου. | 14 Dávid azonban sikerrel járt el minden útjában, mert az Úr vele volt. |
15 Δια τουτο ο Σαουλ, βλεπων οτι εφερετο μετα μεγαλης συνεσεως, εφοβειτο απο προσωπου αυτου. | 15 Amikor Saul látta, hogy nagyon szerencsés, tartani kezdett tőle. |
16 Πας δε ο Ισραηλ και ο Ιουδας ηγαπα τον Δαβιδ, επειδη εξηρχετο και εισηρχετο εμπροσθεν αυτων. | 16 Egész Izrael és Júda azonban szerette Dávidot, mert ő vonult ki és be élükön. |
17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Ιδου, η μεγαλητερα θυγατηρ μου Μεραβ? ταυτην θελω σοι δωσει εις γυναικα? μονον εσο ανδρειος εις εμε και μαχου τας μαχας του Κυριου. Διοτι ειπεν ο Σαουλ, Ας μη ηναι η χειρ μου επ' αυτον, αλλ' η χειρ των Φιλισταιων ας ηναι επ' αυτον. | 17 Azt mondta azért Saul Dávidnak: »Íme, itt van idősebbik lányom, Merób; neked adom feleségül, csak légy bátor harcosom és harcold az Úr harcait.« Saul azonban azt gondolta és azt mondta magában: »Ne az én kezem bánjon el vele, bánjon el csak vele a filiszteusok keze.« |
18 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ποιος εγω; και ποια η ζωη μου και η οικογενεια του πατρος μου μεταξυ του Ισραηλ, ωστε να γεινω γαμβρος του βασιλεως; | 18 Dávid azt mondta rá Saulnak: »Ki vagyok én, s mi az én életem, s mi apám nemzetsége Izraelben, hogy én a király vejévé legyek?« |
19 Αλλα καθ' ον καιρον η Μεραβ η θυγατηρ του Σαουλ επρεπε να δοθη εις τον Δαβιδ, αυτη εδοθη εις τον Αδριηλ τον Μεολαθιτην εις γυναικα. | 19 Mindazonáltal amikor eljött az idő, amikor oda kellett volna adni Meróbot, Saul lányát Dávidnak, a meholita Hadrielnek adták oda feleségül. |
20 Ηγαπα δε τον Δαβιδ Μιχαλ η θυγατηρ του Σαουλ? και ανηγγειλαν τουτο προς τον Σαουλ? και το πραγμα ηρεσεν εις αυτον. | 20 Míkol, Saul második lánya azonban megszerette Dávidot, s amikor ezt hírül vitték Saulnak, tetszett neki a dolog. |
21 Και ειπεν ο Σαουλ, Θελω δωσει αυτην εις αυτον, δια να γεινη παγις εις αυτον, και δια να ηναι επ' αυτον η χειρ των Φιλισταιων. Οθεν ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Σημερον θελεις εισθαι γαμβρος μου με την δευτεραν. | 21 Azt mondta ugyanis magában Saul: »Neki adom, hadd legyen kelepcéjévé és hadd bánjon el vele a filiszteusok keze.« Üzent azért Saul Dávidnak: »Légy ma e második alkalommal a vőm.« |
22 Και προσεταξεν ο Σαουλ τους δουλους αυτου, λεγων, Λαλησατε προς τον Δαβιδ κρυφιως και ειπατε, Ιδου, ο βασιλευς ευαρεστειται εις σε, και παντες οι δουλοι αυτου σε αγαπωσι? τωρα λοιπον γενου γαμβρος του βασιλεως. | 22 Majd meghagyta Saul a szolgáinak: »Beszéljetek titokban Dáviddal, és mondjátok neki: Íme, tetszel a királynak, s minden szolgája is szeret: légy tehát most a király veje.« |
23 Και ελαλησαν οι δουλοι του Σαουλ τους λογους τουτους εις τα ωτα του Δαβιδ. Και ειπεν ο Δαβιδ, Σας φαινεται μικρον να γεινη τις γαμβρος βασιλεως; αλλ' εγω ειμαι ανθρωπος πτωχος και ποταπος. | 23 El is juttatták Saul szolgái mindezeket a szavakat Dávid fülébe. Ám Dávid azt mondta rá: »Csekélységnek látszik-e előttetek a király vejévé lenni? Hiszen én szegény és vagyontalan ember vagyok!« |
24 Και ανηγγειλαν οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, λεγοντες, Κατα τους λογους τουτους ελαλησεν ο Δαβιδ. | 24 Jelentették erre Saul szolgái, mondva: »Ezeket s ezeket a szavakat mondta Dávid.« |
25 Και ειπεν ο Σαουλ, Ουτω θελετε ειπει προς τον Δαβιδ, Ο βασιλευς δεν θελει δωρα νυμφικα, αλλ' εκατον ακροβυστιας Φιλισταιων, δια να εκδικηθη ο βασιλευς εναντιον των εχθρων αυτου. Ο Σαουλ ομως εστοχαζετο να καμη τον Δαβιδ να πεση δια χειρος των Φιλισταιων. | 25 Azt mondta erre Saul: »Így szóljatok Dávidhoz: Nem kell a királynak semmi más jegyajándék, csak száz filiszteus előbőre, hogy meglakoljanak a király ellenségei.« Azt gondolta ugyanis Saul, hogy így a filiszteusok kezébe juttatja Dávidot. |
26 Και οτε ανηγγειλαν οι δουλοι αυτου προς τον Δαβιδ τους λογους τουτους, ηρεσεν εις τον Δαβιδ να γεινη γαμβρος του βασιλεως? οθεν και πριν αι ημεραι πληρωθωσιν, | 26 Amikor szolgái elmondták Dávidnak azokat a szavakat, amelyeket Saul mondott, tetszett Dávidnak a dolog, hogy a király vejévé legyen. |
27 εσηκωθη ο Δαβιδ και υπηγεν, αυτος και οι ανδρες αυτου, και εθανατωσεν εκ των Φιλισταιων διακοσιους ανδρας? και εφερεν ο Δαβιδ τας ακροβυστιας αυτων, και απεδωκαν αυτας πληρεις εις τον βασιλεα, δια να γεινη γαμβρος του βασιλεως. Και εδωκεν εις αυτον ο Σαουλ Μιχαλ την θυγατερα αυτου εις γυναικα. | 27 Éppen azért néhány nap múlva felkerekedett Dávid, elment az alatta levő emberekkel, levágott kétszáz férfit a filiszteusok közül. Aztán elvitte és leszámlálta az előbőröket a királynak, hogy a vejévé lehessen. Erre Saul neki adta Míkolt, a lányát feleségül. |
28 Και ειδεν ο Σαουλ και εγνωρισεν οτι ο Κυριος ητο μετα του Δαβιδ? και Μιχαλ η θυγατηρ του Σαουλ ηγαπα αυτον. | 28 Amikor Saul látta és megértette, hogy az Úr Dáviddal van és Míkol, Saul lánya is szereti őt, |
29 Και ετι μαλλον εφοβειτο ο Σαουλ απο προσωπου του Δαβιδ? και εγεινεν ο Σαουλ παντοτεινος εχθρος του Δαβιδ. | 29 még inkább félni kezdett Saul Dávidtól és minden időre ellensége lett Saul Dávidnak. |
30 Εξηλθον δε οι αρχοντες των Φιλισταιων εις πολεμον? και αφ' ης ημερας εξηλθον, ο Δαβιδ εφερετο μετα συνεσεως μεγαλητερας παρα παντας τους δουλους του Σαουλ? οθεν το ονομα αυτου ετιμηθη σφοδρα. | 30 S valahányszor a filiszteusok fejedelmei támadtak, Dávid mindjárt a támadásuk elején mindig nagyobb sikert aratott, mint Saul bármelyik szolgája, s így nagyon híressé lett neve. |