Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 19


font
GREEK BIBLENEW AMERICAN BIBLE
1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας βασιλευς δεν ητο εν τω Ισραηλ? και ητο Λευιτης τις παροικων εις τα πλευρα του ορους Εφραιμ, οστις ελαβεν εις εαυτον γυναικα παλλακην εκ Βηθλεεμ Ιουδα.1 At that time, when there was no king in Israel, there was a Levite residing in remote parts of the mountain region of Ephraim who had taken for himself a concubine from Bethlehem of Judah.
2 Και επορνευσεν η παλλακη αυτου παρ' αυτω, και ανεχωρησεν απ' αυτου εις τον οικον του πατρος αυτης εις Βηθλεεμ Ιουδα, και ητο εκει τεσσαρας ολοκληρους μηνας.2 His concubine was unfaithful to him and left him for her father's house in Bethlehem of Judah, where she stayed for some four months.
3 Και εσηκωθη ο ανηρ αυτης και υπηγε κατοπιν αυτης, δια να λαληση ευμενως προς αυτην, ωστε να καμη αυτην να επιστρεψη? ειχε δε μεθ' εαυτου τον δουλον αυτου και δυο ονους? και αυτη εισηγαγεν αυτον εις τον οικον του πατρος αυτης? και οτε ειδεν αυτον ο πατηρ της νεας, εχαρη εις την εντευξιν αυτου.3 Her husband then set out with his servant and a pair of asses, and went after her to forgive her and take her back. She brought him into her father's house, and on seeing him, the girl's father joyfully made him welcome.
4 Και εκρατησεν αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας? και εκαθισε μετ' αυτου τρεις ημερας? και εφαγον και επιον και διενυκτερευσαν εκει.4 He was detained by the girl's father, and so he spent three days with this father-in-law of his, eating and drinking and passing the night there.
5 Και την τεταρτην ημεραν, οτε ηγερθησαν το πρωι, εσηκωθη να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον γαμβρον αυτου, Στηριξον την καρδιαν σου με ολιγον αρτον και μετα ταυτα θελετε υπαγει.5 On the fourth day they rose early in the morning and he prepared to go. But the girl's father said to his son-in-law, "Fortify yourself with a little food; you can go later on."
6 Και εκαθισαν και εφαγον και επιον οι δυο ομου? και ειπεν ο πατηρ της νεας προς τον ανδρα, Ευαρεστηθητι, παρακαλω, και διανυκτερευσον, και ας ευφρανθη η καρδια σου.6 So they stayed and the two men ate and drank together. Then the girl's father said to the husband, "Why not decide to spend the night here and enjoy yourself?"
7 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, ο πενθερος αυτου εβιασεν αυτον? οθεν εμεινε και διενυκτερευσεν εκει.7 The man still made a move to go, but when his father-in-law pressed him he went back and spent the night there.
8 Και ηγερθη το πρωι την πεμπτην ημεραν δια να αναχωρηση? και ειπεν ο πατηρ της νεας, Στηριξον, παρακαλω, την καρδιαν σου. Και εμειναν εωσου εκλινεν η ημερα, και συνεφαγον αμφοτεροι.8 On the fifth morning he rose early to depart, but the girl's father said, "Fortify yourself and tarry until the afternoon." When he and his father-in-law had eaten,
9 Και οτε ο ανθρωπος εσηκωθη να αναχωρηση, αυτος και η παλλακη αυτου και ο δουλος αυτου, ειπε προς αυτον ο πενθερος αυτου, ο πατηρ της νεας, Ιδου, τωρα η ημερα κλινει προς εσπεραν? διανυκτερευσατε, παρακαλω? ιδου η ημερα υπαγει να τελειωση? διανυκτερευσον ενταυθα, και ας ευφρανθη η καρδια σου? και αυριον σηκονεσθε το πρωι δια την οδοιποριαν σας και υπαγε εις την κατοικιαν σου.9 and the husband was ready to go with his concubine and servant, the girl's father said to him, "It is already growing dusk. Stay for the night. See, the day is coming to an end. Spend the night here and enjoy yourself. Early tomorrow you can start your journey home."
10 Ο ανθρωπος ομως δεν ηθελησε να διανυκτερευση? αλλ' εσηκωθη και ανεχωρησε και ηλθεν εως απεναντι της Ιεβους, ητις ειναι η Ιερουσαλημ? και ειχε μεθ' εαυτου δυο ονους σαμαρωμενους, και η παλλακη αυτου ητο μετ' αυτου.10 The man, however, refused to stay another night; he and his concubine set out with a pair of saddled asses, and traveled till they came opposite Jebus, which is Jerusalem.
11 Και οτε επλησιασαν εις την Ιεβους, η ημερα ητο πολυ προχωρημενη? και ειπεν ο δουλος προς τον κυριον αυτου, Ελθε, παρακαλω, και ας στρεψωμεν προς την πολιν ταυτην των Ιεβουσαιων, και ας διανυκτερευσωμεν εν αυτη.11 Since they were near Jebus with the day far gone, the servant said to his master, "Come, let us turn off to this city of the Jebusites and spend the night in it."
12 Και ειπεν ο κυριος αυτου προς αυτον, Δεν θελομεν στρεψει προς πολιν αλλοτριων, ητις δεν ειναι εκ των υιων Ισραηλ? αλλα θελομεν περασει εως Γαβαα.12 But his master said to him, "We will not turn off to a city of foreigners, who are not Israelites, but will go on to Gibeah.
13 Και ειπε προς τον δουλον αυτου, Ελθε, και ας πλησιασωμεν εις ενα εκ των τοπων τουτων και ας διανυκτερευσωμεν εν Γαβαα η εν Ραμα.13 Come," he said to his servant, "let us make for some other place, either Gibeah or Ramah, to spend the night."
14 Και διεβησαν και υπηγαν? και εδυσεν επ' αυτους ο ηλιος πλησιον της Γαβαα, ητις ειναι του Βενιαμιν.14 So they continued on their way till the sun set on them when they were abreast of Gibeah of Benjamin.
15 Και εστραφησαν εκει, δια να εισελθωσι να καταλυσωσιν εν Γαβαα? και οτε εισηλθεν, εκαθισεν εν τη πλατεια της πολεως? και δεν ητο ανθρωπος να παραλαβη αυτους εις την οικιαν αυτου δια να διανυκτερευσωσι.15 There they turned off to enter Gibeah for the night. The man waited in the public square of the city he had entered, but no one offered them the shelter of his home for the night.
16 Και ιδου, ανθρωπος γερων ηρχετο απο του εργου αυτου εκ του αγρου το εσπερας? και ο ανθρωπος ητο εκ του ορους Εφραιμ, παρωκει δε εν Γαβαα? οι δε ανθρωποι του τοπου ησαν Βενιαμιται.16 In the evening, however, an old man came from his work in the field; he was from the mountain region of Ephraim, though he lived among the Benjaminite townspeople of Gibeah.
17 Και υψωσας τους οφθαλμους αυτου, ειδε τον ανθρωπον τον οδοιπορον εν τη πλατεια της πολεως? και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Που υπαγεις; και ποθεν ερχεσαι;17 When he noticed the traveler in the public square of the city, the old man asked where he was going, and whence he had come.
18 Ο δε ειπε προς αυτον, Ημεις διαβαινομεν εκ Βηθλεεμ Ιουδα εως των πλευρων του ορους Εφραιμ? εκειθεν ειμαι εγω? και υπηγα εως Βηθλεεμ Ιουδα, και τωρα υπαγω εις τον οικον του Κυριου? και δεν ειναι ουδεις να με παραλαβη εις την οικιαν αυτου?18 He said to him, "We are traveling from Bethlehem of Judah far up into the mountain region of Ephraim, where I belong. I have been to Bethlehem of Judah and am now going back home; but no one has offered us the shelter of his house.
19 εχομεν δε αχυρα και τροφην δια τους ονους ημων, εχομεν και προσετι αρτον και οινον δι' εμε και δια την δουλην σου και δια τον νεον, οστις ειναι μετα των δουλων σου? δεν εχομεν ελλειψιν ουδενος πραγματος.19 We have straw and fodder for our asses, and bread and wine for the woman and myself and for our servant; there is nothing else we need."
20 Και ειπεν ο ανθρωπος ο γερων, Ειρηνη εις σε? και παν ο, τι χρειαζεσαι εγω φροντιζω? μονον εν τη πλατεια μη διανυκτερευσης.20 "You are welcome," the old man said to him, "but let me provide for all your needs, and do not spend the night in the public square."
21 Και εισηγαγεν αυτον εις τον οικον αυτου και εδωκε τροφην εις τους ονους? και επλυναν τους ποδας αυτων, και εφαγον και επιον.21 So he led them to his house and provided fodder for the asses. Then they washed their feet, and ate and drank.
22 Ενω ουτοι ευφραινον τας καρδιας αυτων, ιδου, οι ανδρες της πολεως, ανθρωποι παρανομοι περιεκυκλωσαν την οικιαν, κρουοντες εις την θυραν? και ειπον προς τον ανθρωπον τον κυριον της οικιας τον γεροντα, λεγοντες, Εκβαλε τον ανθρωπον, τον ελθοντα εις την οικιαν σου, δια να γνωρισωμεν αυτον.22 While they were enjoying themselves, the men of the city, who were corrupt, surrounded the house and beat on the door. They said to the old man whose house it was, "Bring out your guest, that we may abuse him."
23 Και εξηλθε προς αυτους ο ανθρωπος, ο κυριος της οικιας, και ειπε προς αυτους, Μη, αδελφοι μου, παρακαλω, μη πραξητε τουτο το κακον? αφου ο ανθρωπος ουτος εισηλθεν εις την οικιαν μου, μη πραξητε τοιαυτην αφροσυνην?23 The owner of the house went out to them and said, "No, my brothers; do not be so wicked. Since this man is my guest, do not commit this crime.
24 ιδου, η θυγατηρ μου η παρθενος και η παλλακη αυτου? τωρα θελω φερει αυτας εξω, και ταπεινωσατε αυτας και καμετε εις αυτας ο, τι φανη αρεστον εις τους οφθαλμους σας? αλλ' εις τον ανθρωπον τουτον μη πραξητε εργον τοιαυτης αφροσυνης.24 Rather let me bring out my maiden daughter or his concubine. Ravish them, or do whatever you want with them; but against the man you must not commit this wanton crime."
25 Οι ανδρες ομως δεν ηθελησαν να ακουσωσιν αυτον? και ελαβεν ο ανθρωπος την παλλακην αυτου και εφερεν αυτην εξω προς αυτους? και εγνωρισαν αυτην και υβρισαν εις αυτην ολην την νυκτα εως πρωι? και καθως εφανη η αυγη, απελυσαν αυτην.25 When the men would not listen to his host, the husband seized his concubine and thrust her outside to them. They had relations with her and abused her all night until the following dawn, when they let her go.
26 Και ηλθεν η γυνη προς το χαραγμα της ημερας και επεσε παρα την θυραν της οικιας του ανθρωπου, οπου ητο ο κυριος αυτης, εωσου εφεγξε.26 Then at daybreak the woman came and collapsed at the entrance of the house in which her husband was a guest, where she lay until the morning.
27 Και εσηκωθη ο κυριος αυτης το πρωι και ηνοιξε τας θυρας της οικιας και εξηλθε δια να υπαγη εις την οδον αυτου? και ιδου, η γυνη η παλλακη αυτου πεσμενη εις την θυραν της οικιας και αι χειρες αυτης επι του κατωφλιου.27 When her husband rose that day and opened the door of the house to start out again on his journey, there lay the woman, his concubine, at the entrance of the house with her hands on the threshold.
28 Και ειπε προς αυτην, Σηκωθητι και ας υπαγωμεν. Αλλα δεν απεκριθη. Τοτε ανελαβεν αυτην επι τον ονον ο ανθρωπος, και εσηκωθη και υπηγεν εις τον τοπον αυτου.28 He said to her, "Come, let us go"; but there was no answer. So the man placed her on an ass and started out again for home.
29 Και αφου ηλθεν εις την οικιαν αυτου, ελαβε την μαχαιραν και πιασας την παλλακην αυτου, διεμελισεν αυτην μετα των οστεων αυτης εις δωδεκα μερη, και εστειλεν αυτα εις παντα τα ορια του Ισραηλ.29 On reaching home, he took a knife to the body of his concubine, cut her into twelve pieces, and sent them throughout the territory of Israel.
30 Και παντες οσοι εβλεπον, ελεγον, Δεν εγεινεν ουδε εφανη τοιουτον πραγμα, αφ' ης ημερας οι υιοι Ισραηλ ανεβησαν εκ γης Αιγυπτου, εως της ημερας ταυτης? σκεφθητε περι τουτου, συμβουλευθητε και λαλησατε.30 Everyone who saw this said, "Nothing like this has been done or seen from the day the Israelites came up from the land of Egypt to this day. Take note of it, and state what you propose to do."