Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΚΡΙΤΑΙ - Giudici - Judges 16


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και υπηγεν ο Σαμψων εις την Γαζαν, και ειδεν εκει γυναικα πορνην και εισηλθε προς αυτην.1 Elment Gázába is. Ott meglátott egy parázna nőszemélyt, s bement hozzá.
2 Ανηγγειλαν δε προς τους Γαζαιους, λεγοντες, Ο Σαμψων ηλθεν ενταυθα. Και αυτοι περικυκλωσαντες ενεδρευον αυτον ολην την νυκτα εν τη πυλη της πολεως? και ησυχαζον ολην την νυκτα, λεγοντες, Ας προσμενωμεν εως της αυγης της πρωιας και θελομεν φονευσει αυτον.2 Amikor ezt a filiszteusok meghallották, s annak a híre, hogy Sámson bement a városba, elterjedt közöttük, bekerítették őt. Őröket állítottak ugyanis a város kapujába, s ott egész éjszaka csendben várakoztak, hogy reggel, ha kimegy, megöljék.
3 Ο δε Σαμψων εκοιμηθη εως μεσονυκτιου? και σηκωθεις περι το μεσονυκτιον επιασε τας θυρας της πυλης της πολεως, και τους δυο παραστατας, και αποσπασας αυτας μετα του μοχλου, επεθεσεν επι των ωμων αυτου και ανεβιβασεν αυτας επι την κορυφην του ορους του κατεναντι της Χεβρων.3 Sámson azonban csak éjfélig aludt, akkor felkelt, fogta a kapu mindkét szárnyát a kapufélfákkal és a zárakkal együtt, a vállára vette, és felvitte a Hebronra néző hegy tetejére.
4 Και μετα ταυτα ηγαπησε γυναικα τινα εν τη κοιλαδι Σωρηκ, της οποιας το ονομα ητο Δαλιδα.4 Azután megszeretett egy nőt, aki a Szórek völgyben lakott, s akit Delilának hívtak.
5 Και ανεβησαν προς αυτην οι αρχοντες των Φιλισταιων και ειπον προς αυτην, Κολακευσον αυτον και ιδε εις τι ισταται η δυναμις αυτου η μεγαλη, και τινι τροπω δυναμεθα να υπερισχυσωμεν κατ' αυτου, ωστε να δεσωμεν αυτον, δια να δαμασωμεν αυτον? και ημεις θελομεν σοι δωσει εκαστος χιλια εκατον αργυρια.5 Odamentek hozzá a filiszteusok fejedelmei, s azt mondták: »Szedd rá őt, s tudd meg tőle, miben rejlik erejének nagysága, s mi módon győzhetnénk le őt, hogy megkötözve megsanyargathassuk. Ha megteszed, ezerszáz ezüstöt ad neked mindegyikünk.«
6 Και ειπεν η Δαλιδα προς τον Σαμψων, Φανερωσον μοι, παρακαλω, εις τι ισταται η δυναμις σου η μεγαλη, και με τι ηθελες δεθη δια να δαμασθης.6 Így szólt tehát Delila Sámsonhoz: »Mondd meg nekem, kérlek, miben rejlik erőd nagysága, s mivel kellene téged úgy megkötözni, hogy ki ne szabadulhass?«
7 Και ειπε προς αυτην ο Σαμψων, Εαν με δεσωσι με επτα χορδας υγρας, αιτινες δεν εξηρανθησαν, τοτε θελω αδυνατησει και θελω εισθαι ως εις των ανθρωπων.7 Sámson azt felelte neki: »Ha megkötöznek hét ki nem száradt, hanem még friss húrzsinórral, olyan erőtlen leszek, mint a többi ember.«
8 Τοτε εφεραν προς αυτην οι αρχοντες των Φιλισταιων επτα χορδας υγρας, αιτινες δεν ειχον ξηρανθη, και εδεσεν αυτον με αυτας.8 Erre a filiszteusok fejedelmei vittek neki hét olyan zsinórt, mint amilyent mondott, s ő azzal megkötözte őt –
9 Ενεδρευον δε ανθρωποι καθημενοι μετ' αυτης εν τω κοιτωνι. Και ειπε προς αυτον, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Και εκεινος εκοψε τας χορδας, καθως ηθελε κοπη νημα στυπιου, οταν μυρισθη το πυρ. Και δεν εγνωρισθη η δυναμις αυτου.9 a lesvetők már ott rejtőztek nála, s várták a dolog végét a hálókamrában –, és rákiáltott: »Rajtad a filiszteus, Sámson!« Erre ő úgy elszakította a zsinórokat, mint ahogy az ember a csepűhulladékból sodrott, tűzperzselte fonalat szakítja el és nem tudódott ki, miben rejlik ereje.
10 Και ειπεν η Δαλιδα προς τον Σαμψων, Ιδου, με εγελασας και ελαλησας προς εμε ψευδη? ειπε μοι λοιπον, παρακαλω, με τι ηθελες δεθη.10 Azt mondta ekkor neki Delila: »Ím rászedtél, s hamis dolgot mondtál; legalább most mondd meg tehát nekem, mivel kell megkötözni téged?«
11 Και ειπε προς αυτην, Εαν με δεσωσι δυνατα με νεα σχοινια, με τα οποια δεν εγεινεν εργασια, τοτε θελω αδυνατησει και θελω εισθαι ως εις των ανθρωπων.11 Ő ezt felelte neki: »Ha megkötöznek új kötelekkel, amelyek soha munkában nem voltak, erőtlen leszek, s olyan, mint a többi ember.«
12 Ελαβε λοιπον η Δαλιδα σχοινια νεα, και εδεσεν αυτον με αυτα και ειπε προς αυτον, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Ενεδρευον δε ανθρωποι καθημενοι εν τω κοιτωνι. Και εκοψεν αυτα απο των βραχιονων αυτου ως νημα.12 Erre megkötözte őt Delila ilyenekkel, s elkiáltotta magát: »Rajtad a filiszteus, Sámson!« – miközben a lesvetők már készenlétben álltak a kamrában. Ő azonban úgy széttépte a köteléket, mint valami cérnaszálat.
13 Και ειπεν η Δαλιδα προς τον Σαμψων, Μεχρι τουδε με εγελασας και με ειπας ψευδη? ειπε μοι με τι ηθελες δεθη. Και ειπε προς αυτην, Εαν πλεξης τους επτα πλοκαμους της κεφαλης μου εις το διασμα.13 Azt mondta erre neki Delila: »Meddig szedsz még rá, s mondasz hamis dolgot? Közöld, mivel kell megkötözni téged?« Sámson azt felelte neki: »Ha fejem hét fonatát összeszövöd a nyüstfonállal, s rákötöd a szegre, s ezt belevered a földbe, erőtlen leszek.«
14 Και αυτη επερασεν αυτους, εμπηγουσα και τον πασσαλον? και ειπε προς αυτον, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Και εξυπνησεν εκ του υπνου αυτου και ανεσπασε τον πασσαλον του υφασματος με το διασμα.14 Megtette ezt Delila, s aztán azt mondta neki: »Rajtad a filiszteus, Sámson!« Ő felébredt álmából, s kitépte a szeget a hajfonatokkal s a nyüstfonállal együtt.
15 Τοτε ειπε προς αυτον, Πως λεγεις, σε αγαπω, ενω η καρδια σου δεν ειναι μετ' εμου; συ με εγελασας τριτην ταυτην την φοραν, και δεν με εφανερωσας εις τι ισταται η δυναμις σου η μεγαλη.15 Azt mondta erre neki Delila: »Hogy mondhatod, hogy szeretsz, amikor lelked nincs velem? Három ízben hazudtál nekem, s nem akartad megmondani, miben rejlik erőd nagysága!«
16 Και επειδη εστενοχωρει αυτον καθ' ημεραν με τους λογους αυτης και εβιαζεν αυτον, ωστε η ψυχη αυτου απεκαμε μεχρι θανατου,16 Amikor aztán folyton alkalmatlankodott neki és sok napon át nyaggatta, s pihenésre sem adott neki időt, kimerült a lelke és halálra fáradt.
17 εφανερωσε προς αυτην ολην την καρδιαν αυτου και ειπε προς αυτην, ξυραφιον δεν ανεβη επι την κεφαλην μου? διοτι εγω ειμαι Ναζηραιος εις τον Θεον εκ κοιλιας μητρος μου. Εαν ξυρισθω, τοτε η δυναμις μου θελει φυγει απ' εμου, και θελω αδυνατισει και κατασταθη ως παντες οι ανθρωποι.17 Végre is igazán feltárta a dolgot és azt mondta neki: »Borotva sohasem járta még fejemet, mert nazír, azaz Istennek szentelt ember vagyok anyám méhétől. Ha megnyírják fejemet, eltávozik tőlem erőm, elgyengülök, s olyan leszek, mint a többi ember.«
18 Και ιδουσα η Δαλιδα, οτι εφανερωσε προς αυτην ολην την καρδιαν αυτου, εστειλε και εκαλεσε τους αρχοντας των Φιλισταιων, λεγουσα, Αναβητε ταυτην την φοραν? διοτι μοι εφανερωσεν ολην την καρδιαν αυτου. Τοτε ανεβησαν προς αυτην οι αρχοντες των Φιλισταιων, φεροντες και το αργυριον εις τας χειρας αυτων.18 Amikor az látta, hogy feltárta előtte egész lelkét, elküldött a filiszteusok fejedelmeihez, s üzente: »Gyertek fel még ez egyszer, mert most feltárta előttem szívét.« Azok fel is mentek, s magukkal vitték a pénzt is, amelyet ígértek.
19 Και απεκοιμησεν αυτον επι των γονατων αυτης? και εκαλεσεν ανθρωπον και εξυρισε τους επτα πλοκαμους της κεφαλης αυτου? και ηρχισε να δαμαζη αυτον, και η δυναμις αυτου εφυγεν απ' αυτου.19 Erre ő a térdén elaltatta, fejét ölébe hajtatta, nyírót hívatott, s lenyíratta hét hajfonatát. Aztán elkezdte ellökni, s eltaszítani magától – legott eltávozott ugyanis tőle ereje –,
20 Και αυτη ειπεν, Οι Φιλισταιοι επι σε, Σαμψων. Και αυτος εξυπνησεν εκ του υπνου αυτου και ειπε, Θελω εξελθει καθως αλλοτε και θελω εκτιναχθη. Αλλ' αυτος δεν εγνωρισεν οτι ο Κυριος ειχεν απομακρυνθη απ' αυτου.20 és azt mondta: »Rajtad a filiszteus, Sámson!« Ő erre felébredt álmából, s azt mondta magában: »Kimegyek, mint eddig tettem, s kivágom magamat« – nem tudta ugyanis, hogy az Úr eltávozott tőle.
21 Και επιασαν αυτον οι Φιλισταιοι και εξωρυξαν τους οφθαλμους αυτου και κατεβιβασαν αυτον εις Γαζαν και εδεσαν αυτον με δυο χαλκινας αλυσεις? και ηλεθεν εν τω οικω του δεσμωτηριου.21 Ám a filiszteusok megfogták, és legott kivájták a szemét. Elvitték Gázába, láncra kötötték, bezárták a tömlöcbe, és őröltettek vele.
22 Αι δε τριχες της κεφαλης αυτου ηρχισαν να εκφυωνται παλιν, αφου εξυρισθη.22 De a fürtjei már-már növekedni kezdtek.
23 Συνηχθησαν δε οι αρχοντες των Φιλισταιων, δια να προσφερωσι θυσιαν μεγαλην εις Δαγων τον θεον αυτων και να ευφρανθωσι διοτι ειπον, Ο Θεος ημων παρεδωκεν εις την χειρα ημων τον Σαμψων τον εχθρον ημων.23 Összegyűltek akkor a filiszteusok fejedelmei, hogy nagy áldozatokat mutassanak be Dágon istenüknek, s lakomázzanak. Közben egyre mondogatták: »Kezünkbe adta istenünk Sámsont, a mi ellenségünket.«
24 Και οτε ειδεν αυτον ο λαος, εδοξασαν τον θεον αυτων, λεγοντες, Ο θεος ημων παρεδωκεν εις την χειρα ημων τον εχθρον ημων και τον ολοθρευτην της γης ημων και τον φονευσαντα πληθος εξ ημων.24 Amikor ezt a nép látta, dicsérte istenét és ugyanazt kiáltotta: »Kezünkbe adta istenünk a mi ellenségünket, aki pusztította országunkat s megölt igen sokunkat.«
25 Και οτε ευθυμησεν η καρδια αυτων, ειπαν, Καλεσατε τον Σαμψων, δια να παιξη εις ημας. Και εκαλεσαν τον Σαμψων εκ του οικου του δεσμωτηριου, και επαιξεν εμπροσθεν αυτων? και εστησαν αυτον αναμεσον των στυλων.25 Amikor aztán jókedvük kerekedett a lakomán, az ételek elfogyasztása után megparancsolták, hívják elő Sámsont, hogy játsszon előttük. Ki is hozták a tömlöcből, s játszania kellett előttük. Két oszlop közé állították.
26 Και ειπεν ο Σαμψων προς το παιδιον, το οποιον εκρατει αυτον εκ της χειρος, Αφες με να ψηλαφησω τους στυλους, επι των οποιων ισταται ο οικος, δια να στηριχθω επ' αυτους.26 Egyszer csak azt mondta annak a legénynek, aki lépéseit irányította: »Eressz el, hadd fogjam meg az oszlopokat, amelyeken az egész ház nyugszik, s hadd támaszkodjam hozzájuk, hogy egy kissé megpihenjek.«
27 Ο δε οικος ητο πληρης ανδρων και γυναικων? και ησαν εκει παντες οι αρχοντες των Φιλισταιων? και επι του δωματος περιπου τρεις χιλιαδες ανδρων και γυναικων, οιτινες εθεωρουν τον Σαμψων παιζοντα.27 A ház tele volt férfiakkal s asszonyokkal, ott volt a filiszteusok valamennyi fejedelme, a tetőzetről és a napozóról pedig mintegy háromezer férfi és asszony nézte a játszó Sámsont.
28 Και εβοησεν ο Σαμψων προς τον Κυριον και ειπε, Δεσποτα Κυριε, ενθυμηθητι με, δεομαι και ενισχυσον με, παρακαλω, μονον ταυτην την φοραν, Θεε, δια να εκδικηθω κατα των Φιλισταιων δια μιας υπερ των δυο οφθαλμων μου.28 Ekkor ő segítségül hívta az Urat és azt mondta: »Uram, Isten, emlékezzél meg rólam, s add vissza nekem most, Istenem, egykori erőmet, hogy bosszút állhassak ellenségeimen, s legalább az egyik szemem elvesztését megbosszulhassam!«
29 Και ενηγκαλισθη ο Σαμψων τους δυο μεσους στυλους, επι των οποιων ιστατο ο οικος, και επεστηριχθη επ' αυτους, τον ενα με την δεξιαν αυτου και τον αλλον με την αριστεραν αυτου.29 Aztán megfogta a két oszlopot, amelyen a ház nyugodott, az egyiket a jobb kezével, a másikat a bal kezével
30 Και ειπεν ο Σαμψων, Αποθανετω η ψυχη μου μετα των Φιλισταιων. Και εκαμφθη με δυναμιν? και ο οικος επεσεν επι τους αρχοντας και επι παντα τον λαον τον εν αυτω. Οι δε αποθανοντες, τους οποιους εθανατωσεν εν τω θανατω αυτου, ησαν περισσοτεροι παρα οσους εθανατωσεν εν τη ζωη αυτου.30 és azt mondta: »Haljak meg a filiszteusokkal együtt.« Azzal nagy erővel megrántotta az oszlopokat úgy, hogy a ház rászakadt valamennyi fejedelemre s az egyéb ott levő sokaságra, s így sokkal többet ölt meg akkor, amikor meghalt, mint amennyit akkor ölt meg, amikor élt.
31 Τοτε κατεβησαν οι αδελφοι αυτου και πας ο οικος του πατρος αυτου και εσηκωσαν αυτον? και ανεβιβασαν και εθαψαν αυτον μεταξυ Σαραα και Εσθαολ, εν τω ταφω Μανωε του πατρος αυτου. Εκρινε δε ουτος τον Ισραηλ εικοσι ετη.31 Lementek erre testvérei s egész rokonsága, elhozták testét, és eltemették Córa és Estaol között apjának, Mánuénak sírboltjában. Húsz esztendeig bíráskodott Izraelen.