Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Atti degli Apostoli - Acts 25


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Ο Φηστος λοιπον, αφου ηλθεν εις την επαρχιαν, μετα τρεις ημερας ανεβη εις Ιεροσολυμα απο της Καισαρειας.1 Trois jours après son arrivée dans la province, Festus monta de Césarée à Jérusalem.
2 Ενεφανισθησαν δε εις αυτον ο αρχιερευς και οι πρωτοι των Ιουδαιων κατα του Παυλου και παρεκαλουν αυτον,2 Les grands prêtres et les notables des Juifs vinrent donc lui présenter leurs accusations contre Paul. Ils insistèrent
3 ζητουντες χαριν κατ' αυτου, να μεταφερη αυτον εις Ιερουσαλημ, ενεδρευοντες να φονευσωσιν αυτον καθ' οδον.3 et demandèrent à Festus de leur faire cette faveur de renvoyer Paul à Jérusalem; ils avaient toujours leur plan de le tuer sur le trajet.
4 Ο δε Φηστος απεκριθη οτι ο Παυλος φυλαττεται εν Καισαρεια, και οτι αυτος ταχεως μελλει να αναχωρηση εκεισε.4 Festus répondit que Paul était détenu à Césarée et que lui-même devait s’y rendre sous peu.
5 Οθεν οι δυνατοι μεταξυ σας, ειπεν, ας καταβωσι μετ' εμου, και εαν υπαρχη τι εν τω ανθρωπω τουτω, ας κατηγορησωσιν αυτον.5 Il leur dit: "Ceux d’entre vous qui ont les responsabilités descendront avec moi et feront valoir contre lui ce qu’il a fait de condamnable.”
6 Και αφου διετριψε μεταξυ αυτων υπερ τας δεκα ημερας, κατεβη εις Καισαρειαν, και τη επαυριον καθησας επι του βηματος, προσεταξε να φερθη ο Παυλος.6 Festus ne resta chez eux que quelque huit ou dix jours. Il descendit à Césarée, et le lendemain il siégeait à son tribunal. Il ordonna d’amener Paul.
7 Και αφου ηλθε, παρεσταθησαν οι καταβαντες απο Ιεροσολυμων Ιουδαιοι, επιφεροντες κατα του Παυλου πολλας και βαρειας κατηγοριας, τας οποιας δεν ηδυναντο να αποδειξωσιν?7 Dès qu’il fut arrivé, les Juifs qui étaient descendus de Jérusalem l’assaillirent avec quantité d’accusations graves qu’ils étaient incapables de prouver.
8 απολογουμενου εκεινου οτι ουτε εις τον νομον των Ιουδαιων ουτε εις το ιερον ουτε εις τον Καισαρα επραξα τι αμαρτημα.8 Paul se défendit: "Je n’ai rien commis qui offense la loi juive, ou le Temple, ou l’empereur.”
9 Ο δε Φηστος, θελων να καμη χαριν εις τους Ιουδαιους, αποκριθεις προς τον Παυλον ειπε? Θελεις να αναβης εις Ιεροσολυμα και εκει να κριθης περι τουτων ενωπιον μου;9 Mais Festus voulait faire un cadeau aux Juifs. Il intervint pour demander à Paul: "Veux-tu monter à Jérusalem si c’est moi qui suis là-bas ton juge?”
10 Και ο Παυλος ειπεν? Επι του βηματος του Καισαρος παρισταμαι, οπου πρεπει να κριθω. Δεν ηδικησα κατ' ουδεν τους Ιουδαιους, καθως και συ γνωριζεις καλλιστα?10 Paul répondit: "Je suis sous la juridiction de César, et c’est lui qui doit me juger. Je n’ai pas fait de tort aux Juifs, tu le sais parfaitement.
11 διοτι εαν αδικω και επραξα τι αξιον θανατου, δεν φευγω τον θανατον? αλλ' εαν δεν υπαρχη ουδεν εξ οσων ουτοι με κατηγορουσιν, ουδεις δυναται να με χαριση εις αυτους? τον Καισαρα επικαλουμαι.11 Si j’ai commis une injustice, un crime qui mérite la mort, très bien, que je meure. Mais si rien n’est vrai de toutes leurs accusations, personne ne peut me céder à eux. J’en appelle à César.”
12 Τοτε ο Φηστος, συνομιλησας μετα του συμβουλιου, απεκριθη? Τον Καισαρα επικαλεισαι, προς τον Καισαρα θελεις υπαγει.12 Festus eut alors un entretien avec son conseil, après quoi il déclara: "Tu as fait appel à César, tu iras à César.”
13 Και αφου παρηλθον ημεραι τινες, Αγριππας ο βασιλευς και η Βερνικη ηλθον εις Καισαρειαν δια να χαιρετησωσι τον Φηστον.13 Quelques jours plus tard, le roi Agrippa arrivait à Césarée accompagné de Bérénice; ils venaient saluer Festus.
14 Ενω δε διετριβον εκει ημερας πολλας, ο Φηστος ανεφερε προς τον βασιλεα τα περι του Παυλου, λεγων? Ειναι τις ανθρωπος αφημενος εδω δεσμιος υπο του Φηλικος,14 Ils s’arrêtèrent là plusieurs jours et Festus soumit au roi le cas de Paul. "Il y a ici, lui dit-il, un homme que Félix a laissé en captivité.
15 περι του οποιου, οτε υπηγα εις Ιεροσολυμα, οι αρχιερεις και οι πρεσβυτεροι των Ιουδαιων ενεφανισθησαν εις εμε, ζητουντες καταδικην εναντιον αυτου?15 Quand je me suis trouvé à Jérusalem, les grands prêtres et les Anciens des Juifs sont venus me trouver pour me réclamer sa condamnation.
16 προς τους οποιους απεκριθην οτι δεν ειναι συνηθεια εις τους Ρωμαιους να παραδιδωσι κατα χαριν ουδενα ανθρωπον εις θανατον, πριν ο κατηγορουμενος εχη τους κατηγορους κατα προσωπον και λαβη καιρον απολογιας περι του εγκληματος.16 Je leur ai répondu que ce n’est pas la coutume des Romains de livrer quelqu’un tant que l’accusé n’a pas eu devant lui ses accusateurs avec la possibilité de se défendre de ce dont on l’accuse.
17 Αφου λοιπον αυτοι συνηλθον εδω, χωρις να καμω μηδεμιαν αναβολην την ακολουθον ημεραν καθησας επι του βηματος, προσεταξα να φερθη ο ανθρωπος?17 “Ils m’ont donc accompagné ici et, dès le lendemain, sans traîner, j’ai siégé au tribunal et j’ai fait appeler l’homme.
18 περι του οποιου οι κατηγοροι παρασταθεντες δεν επεφεραν ουδεμιαν κατηγοριαν εξ οσων εγω υπενοουν,18 Ses accusateurs ont présenté leurs charges, mais ils n’ont fait état d’aucune faute comme je pouvais imaginer.
19 αλλ' ειχον κατ' αυτου ζητηματα τινα περι της ιδιας αυτων δεισιδαιμονιας και περι τινος Ιησου αποθανοντος, τον οποιον ο Παυλος ελεγεν οτι ζη.19 Ce n’étaient que des discussions relatives à leurs croyances et à un certain Jésus qui est mort et dont Paul affirme qu’il est vivant.
20 Απορων δε εγω εις την περι τουτου ζητησιν, ελεγον αν θελη να υπαγη εις Ιερουσαλημ και εκει να κριθη περι τουτων.20 “Comme j’étais perdu dans une discussion de ce genre, je lui ai demandé s’il voulait faire le voyage de Jérusalem et qu’on fasse là-bas son procès sur de telles questions.
21 Αλλ' επειδη ο Παυλος επεκαλεσθη να φυλαχθη εις την κρισιν του Σεβαστου, προσεταξα να φυλαττηται, εωσου πεμψω αυτον προς τον Καισαρα.21 Mais Paul a fait appel; il a demandé que l’instruction de son procès soit confiée au tribunal de l’empereur. J’ai donc donné l’ordre de le garder jusqu’à ce que je puisse l’envoyer à César.”
22 Ο δε Αγριππας ειπε προς τον Φηστον? Ηθελον και εγω να ακουσω τον ανθρωπον. Και εκεινος? Αυριον, ειπε, θελεις ακουσει αυτον.22 Agrippa dit à Festus: "J’aimerais moi aussi entendre cet homme.” L’autre répondit: "Tu l’entendras demain.”
23 Την επαυριον λοιπον, οτε ηλθεν ο Αγριππας και η Βερνικη μετα μεγαλης πομπης και εισηλθον εις το ακροατηριον μετα των χιλιαρχων και των εξοχων ανδρων της πολεως, προσεταξεν ο Φηστος, και εφερθη ο Παυλος.23 Le lendemain, Agrippa vient avec Bérénice, faisant tout un étalage. Ils entrent dans la salle d’audience où sont réunis les officiers supérieurs et les autorités de la ville, puis Festus donne un ordre et on amène Paul.
24 Τοτε λεγει ο Φηστος? Αγριππα βασιλευ και παντες οι συμπαρευρισκομενοι μεθ' ημων, θεωρειτε τουτον, περι του οποιου ολον το πληθος των Ιουδαιων με ωμιλησαν και εν Ιεροσολυμοις και εδω, καταβοωντες οτι αυτος δεν πρεπει πλεον να ζη.24 Alors Festus prend la parole: "Roi Agrippa, et vous tous, messieurs qui êtes ici présents, vous avez devant vous cet homme au sujet duquel toute la communauté juive est venue me solliciter, à Jérusalem et ici-même. Ils me criaient aux oreilles: ‘Cet homme n’a plus le droit de vivre!’
25 Εγω δε επειδη ευρον οτι δεν επραξεν ουδεν αξιον θανατου, και αυτος ουτος επεκαλεσθη τον Σεβαστον, απεφασισα να πεμψω αυτον.25 “Pour moi, j’ai établi qu’il n’a rien fait qui mérite la mort, et comme lui faisait appel à l’empereur, j’ai décidé de l’envoyer.
26 Περι του οποιου δεν εχω ουδεν βεβαιον να γραψω προς τον κυριον μου? οθεν εφερα αυτον ενωπιον σας, και μαλιστα ενωπιον σου, βασιλευ Αγριππα, δια να εχω τι να γραψω, αφου γεινη η ανακρισις.26 Mais je n’ai rien de sûr que je puisse mettre par écrit pour notre Seigneur. Je vous le présente donc à tous, et spécialement à toi, roi Agrippa, de façon à pouvoir écrire quelques mots quand on verra mieux les choses.
27 Διοτι μοι φαινεται αλογον, πεμπων δεσμιον, να μη φανερωσω και τα κατ' αυτου εγκληματα.27 Car je ne me vois pas envoyant un prisonnier sans dire de quoi on l’accuse.”