Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 22


font
GREEK BIBLENOVA VULGATA
1 Ιδων τον βουν του αδελφου σου η το προβατον αυτου πλανωμενον, μη παραβλεψης αυτα? θελεις εξαπαντος επιστρεψει αυτα εις τον αδελφον σου.1 Non videbis bovem fratris tui aut ovem errantem et praeteribis, sed reduces fratri tuo;
2 Και εαν ο αδελφος σου δεν κατοικη πλησιον σου, η εαν δεν γνωριζης αυτον, τοτε θελεις φερει αυτα εντος της οικιας σου, και θελουσιν εισθαι μετα σου εωσου ζητηση αυτα ο αδελφος σου? και θελεις αποδωσει αυτα εις αυτον.2 si autem non est prope frater tuus nec nosti eum, duces in domum tuam, et erunt apud te quamdiu quaerat ea frater tuus et recipiat.
3 Ουτω θελεις καμει και δια τον ονον αυτου? ουτω θελεις καμει και δια το ιματιον αυτου? ουτω θελεις καμει και δια παντα τα χαμενα πραγματα του αδελφου σου? οσα εχασε, και συ ευρες αυτα? δεν δυνασαι να παραβλεψης αυτα.3 Similiter facies de asino et de vestimento et de omni re fratris tui, quae perierit: si inveneris eam, ne subtrahas te.
4 Ιδων τον ονον του αδελφου σου η τον βουν αυτου πεσμενον εν τη οδω, μη παραβλεψης αυτα? θελεις εξαπαντος σηκωσει αυτα μετ' αυτου.4 Si videris asinum fratris tui aut bovem cecidisse in via, non subtrahes te, sed sublevabis cum eo.
5 Η γυνη δεν θελει φορεσει το ανηκον εις ανδρα, ουδε ο ανηρ θελει ενδυθη στολην γυναικος? επειδη παντες οι πραττοντες ουτως ειναι βδελυγμα εις Κυριον τον Θεον σου.5 Non induetur mulier veste virili, nec vir utetur veste feminea: abominabilis enim apud Dominum Deum tuum est omnis, qui facit haec.
6 Εαν απαντησης καθ' οδον εμπροσθεν σου φωλεαν πτηνου επι τινος δενδρου η κατα γης, εχουσαν νεοσσους η ωα, και την μητερα καθημενην επι τους νεοσσους η επι τα ωα, δεν θελεις λαβει την μητερα μετα των τεκνων?6 Si ambulans per viam, in arbore vel in terra nidum avis inveneris et matrem pullis vel ovis desuper incubantem, non sumes eam de filiis,
7 θελεις εξαπαντος απολυσει την μητερα, τα δε τεκνα θελεις λαβει εις σεαυτον? δια να ευημερησης και να μακροημερευσης.7 sed abire patieris matrem tenens filios, ut bene sit tibi, et longo vivas tempore.
8 Οταν οικοδομης νεαν οικιαν, θελεις καμει περιτειχισμα περιξ του δωματος σου, δια να μη καμης ενοχον αιματος την οικιαν σου, εαν πεση τις ανθρωπος απ' αυτης.8 Cum aedificaveris domum novam, facies murum tecto tuo per circuitum, ne adducas sanguinem super domum tuam et sis reus, labente aliquo in praeceps ruente.
9 Δεν θελεις σπειρει εις τον αμπελωνα σου ετεροειδη σπερματα? δια να μη μιανθη το γεννημα του σπορου τον οποιον εσπειρας, και ο καρπος του αμπελωνος.9 Non seres vineam tuam altero semine, ne et sementis, quam sevisti, et quae nascuntur ex vinea, pariter sanctificentur.
10 Δεν θελεις αροτριασει με βουν και ονον ομου.10 Non arabis in bove simul et asino.
11 Δεν θελεις φορει ενδυμα συμμικτον απο μαλλινον ομου και λιναριον.11 Non indueris vestimento, quod ex lana linoque contextum est.
12 Θελεις καμει εις σεαυτον κροσσια εις τας τεσσαρας ακρας του ενδυματος σου, με το οποιον σκεπαζεσαι.12 Funiculos facies per quattuor angulos pallii tui, quo operieris.
13 Εαν τις λαβη γυναικα και εισελθη προς αυτην και μισηση αυτην,13 Si duxerit vir uxorem et intraverit ad eam et postea odio habuerit eam
14 και δωση αφορμην να κακολογησωσιν αυτην, και φερη δυσφημιαν επ' αυτην, και ειπη, Ελαβον ταυτην την γυναικα, και οτε προσηλθον προς αυτην, δεν ευρηκα αυτην παρθενον,14 imputaveritque ei obiciens ei nomen pessimum et dixerit: “Uxorem hanc accepi et ingressus ad eam non inveni virginem”,
15 τοτε ο πατηρ της νεας και η μητηρ αυτης θελουσι λαβει και εκφερει προς τους πρεσβυτερους της πολεως, εις την πυλην, τα παρθενια της νεας?15 tollent pater et mater eius et ferent secum signa virginitatis eius ad seniores urbis, qui in porta sunt,
16 και ο πατηρ της νεας θελει ειπει προς τους πρεσβυτερους, Την θυγατερα μου εδωκα εις τον ανθρωπον τουτον δια γυναικα, και αυτος μισει αυτην?16 et dicet pater: “Filiam meam dedi huic uxorem, quam, quia odit,
17 και ιδου, εδωκεν αφορμην να κακολογωσιν αυτην, λεγων, Δεν ευρηκα την θυγατερα σου παρθενον? πλην ιδου, τα παρθενια της θυγατρος μου. Και θελουσιν εκδιπλωσει το ιματιον εμπροσθεν των πρεσβυτερων της πολεως.17 imponit ei nomen pessimum, ut dicat: Non inveni filiam tuam virginem; et ecce haec sunt signa virginitatis filiae meae”. Expandent vestimentum coram se nioribus civitatis.
18 Και θελουσι λαβει οι πρεσβυτεροι της πολεως εκεινης τον ανθρωπον και θελουσι τιμωρησει αυτον?18 Apprehendentque senes urbis illius virum et verberabunt illum
19 και θελουσι ζημιωσει αυτον εκατον σικλους αργυριου, και δωσει αυτους εις τον πατερα της νεας, διοτι εφερε δυσφημιαν επι παρθενον Ισραηλιτιν? και θελει εισθαι γυνη αυτου? δεν δυναται να αποβαλη αυτην πασας τας ημερας αυτου.19 condemnantes insuper centum siclis argenti, quos dabunt patri puellae, quoniam diffamavit nomen pessimum super virginem Israel; habebitque eam uxorem et non poterit dimittere eam omnibus diebus vitae suae.
20 Εαν ομως το πραγμα τουτο ηναι αληθινον, και δεν ευρεθη παρθενος η κορη,20 Quod si verum est, quod obicit, et non est in puella inventa virginitas,
21 τοτε θελουσιν εκφερει την νεαν εις την θυραν του οικου του πατρος αυτης, και οι ανθρωποι της πολεως αυτης θελουσι λιθοβολισει αυτην με λιθους, και θελει αποθανει διοτι επραξεν αφροσυνην εν τω Ισραηλ, πορνευουσα τον οικον του πατρος αυτης? και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.21 educent eam ad fores domus patris sui, et lapidibus obruent viri civitatis eius, et morietur, quoniam fecit nefas in Israel, ut fornicaretur in domo patris sui; et auferes malum de medio tui.
22 Εαν τις ευρεθη κοιμωμενος μετα γυναικος υπανδρου, τοτε αμφοτεροι θελουσι θανατονεσθαι, ο ανηρ ο κοιμωμενος μετα της γυναικος, και η γυνη? και θελεις εξαφανισει το κακον εκ του Ισραηλ.22 Si inventus fuerit vir dormiens cum uxore alterius, uterque morietur, id est adulter et adultera; et auferes malum de Israel.
23 Εαν νεα τις παρθενος ηναι ηρραβωνισμενη μετα ανδρος, και ευρη τις αυτην εν τη πολει και κοιμηθη μετ' αυτης,23 Si puellam virginem desponsatam viro invenerit aliquis in civitate et concubuerit cum illa,
24 τοτε θελετε εκφερει αυτους αμφοτερους εις την πυλην της πολεως εκεινης, και θελετε λιθοβολησει αυτους με λιθους, και θελουσιν αποθανει? την νεαν, διοτι δεν εφωναξεν, ουσα εν τη πολει και τον ανθρωπον, διοτι εταπεινωσε την γυναικα του πλησιον αυτου? και θελεις εξαφανισει το κακον εκ μεσου σου.24 educetis utrumque ad portam civitatis illius et lapidibus obruetis, et morientur: puella quia non clamavit, cum esset in civitate, vir quia humiliavit uxorem proximi sui; et auferes malum de medio tui.
25 Αλλ' εαν τις ευρη εν αγρω την νεαν την ηρραβωνισμενην, και ο ανθρωπος βιαση αυτην και κοιμηθη μετ' αυτης, τοτε μονος ο ανθρωπος, ο κοιμηθεις μετ' αυτης, θελει θανατονεσθαι?25 Sin autem in agro reppererit vir puellam, quae desponsata est, et apprehendens concubuerit cum illa, ipse morietur solus;
26 εις δε την νεαν δεν θελεις καμει ουδεν? δεν ειναι εις την νεαν αμαρτημα θανατου? διοτι καθως οταν τις εφορμηση επι τον πλησιον αυτου και φονευση αυτον, ουτως ειναι το πραγμα τουτο?26 puella nihil patietur nec est rea mortis, quoniam sicut vir consurgit contra fratrem suum et occidit eum, ita et puella perpessa est:
27 διοτι εν τω αγρω ευρηκεν αυτην, εφωναξεν η ηρραβωνισμενη νεα, αλλα δεν υπηρχεν ο σωζων αυτην.27 sola erat in agro, clamavit puella desponsata, et nullus affuit, qui liberaret eam.
28 Εαν τις ευρη νεαν παρθενον μη ηρραβωνισμενην και πιαση αυτην και κοιμηθη μετ' αυτης, και ευρεθωσι?28 Si invenerit vir puellam virginem, quae non habet sponsum, et apprehendens concubuerit cum ea, et res ad iudicium venerit,
29 τοτε ο ανθρωπος ο κοιμηθεις μετ' αυτης θελει δωσει εις τον πατερα της νεας πεντηκοντα σικλους αργυριου, και αυτη θελει εισθαι γυνη αυτου? επειδη εταπεινωσεν αυτην, δεν δυναται να αποβαλη αυτην πασας τας ημερας αυτου.29 dabit, qui dormivit cum ea, patri puellae quinquaginta siclos argenti et habebit eam uxorem, quia humiliavit illam: non poterit dimittere eam cunctis diebus vitae suae.
30 Δεν θελει λαβει τις την γυναικα του πατρος αυτου, ουδε θελει εκκαλυψει το συγκαλυμμα του πατρος αυτου.