Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 23


font
GREEK BIBLEDIODATI
1 Τοτε εσηκωθη απαν το πληθος αυτων και εφεραν αυτον προς τον Πιλατον.1 ALLORA tutta la moltitudine di loro si levò, e lo menò a Pilato.
2 Και ηρχισαν να κατηγορωσιν αυτον, λεγοντες? Τουτον ευρομεν διαστρεφοντα το εθνος και εμποδιζοντα το να διδωσι φορους εις τον Καισαρα, λεγοντα εαυτον οτι ειναι Χριστος βασιλευς.2 E cominciarono ad accusarlo, dicendo: Noi abbiam trovato costui sovvertendo la nazione, e divietando di dare i tributi a Cesare, dicendo sè esser il Cristo, il Re.
3 Ο δε Πιλατος ηρωτησεν αυτον, λεγων? Συ εισαι ο βασιλευς των Ιουδαιων; Ο δε αποκριθεις προς αυτον, ειπε? Συ λεγεις.3 E Pilato lo domandò, dicendo: Sei tu il Re de’ Giudei? Ed egli, rispondendogli, disse: Tu lo dici.
4 Και ο Πιλατος ειπε προς τους αρχιερεις και τους οχλους? Ουδεν εγκλημα ευρισκω εν τω ανθρωπω τουτω.4 E Pilato disse a’ principali sacerdoti, ed alle turbe: Io non trovo maleficio alcuno in quest’uomo.
5 Οι δε επεμενον λεγοντες οτι Ταραττει τον λαον, διδασκων καθ' ολην την Ιουδαιαν, αρχισας απο της Γαλιλαιας εως εδω.5 Ma essi facevan forza, dicendo: Egli commuove il popolo, insegnando per tutta la Giudea, avendo cominciato da Galilea fin qua.
6 Ο δε Πιλατος ακουσας Γαλιλαιαν ηρωτησεν αν ο ανθρωπος ηναι Γαλιλαιος,6 Allora Pilato, avendo udito nominar Galilea, domandò se quell’uomo era Galileo.
7 και μαθων οτι ειναι εκ της επικρατειας του Ηρωδου, επεμψεν αυτον προς τον Ηρωδην, οστις ητο και αυτος εν Ιεροσολυμοις εν ταυταις ταις ημεραις.7 E, risaputo ch’egli era della giurisdizione di Erode, lo rimandò ad Erode, il quale era anche egli in Gerusalemme a que’ dì.
8 Ο δε Ηρωδης, ιδων τον Ιησουν, εχαρη πολυ? διοτι ηθελε προ πολλου να ιδη αυτον, επειδη ηκουε πολλα περι αυτου και ηλπιζε να ιδη τι θαυμα γινομενον υπ' αυτου.8 Ed Erode, veduto Gesù, se ne rallegrò grandemente; perciocchè da molto tempo desiderava di vederlo; perchè avea udite molte cose di lui, e sperava veder fargli qualche miracolo.
9 Ηρωτα δε αυτον με λογους πολλους? πλην αυτος δεν απεκριθη προς αυτον ουδεν.9 E lo domandò per molti ragionamenti; ma egli non gli rispose nulla.
10 Ισταντο δε οι αρχιερεις και οι γραμματεις, κατηγορουντες αυτον εντονως.10 Ed i principali sacerdoti, e gli Scribi, comparvero quivi, accusandolo con grande sforzo.
11 Αφου δε ο Ηρωδης μετα των στρατευματων αυτου εξουθενησεν αυτον και ενεπαιξεν, ενεδυσεν αυτον λαμπρον ιματιον και επεμψεν αυτον παλιν προς τον Πιλατον.11 Ma Erode, co’ suoi soldati, dopo averlo sprezzato, e schernito, lo vestì d’una veste bianca, e lo rimandò a Pilato.
12 Εν αυτη δε τη ημερα ο Πιλατος και ο Ηρωδης εγειναν φιλοι μετ' αλληλων? διοτι προτερον ησαν εις εχθραν προς αλληλους.12 Ed Erode e Pilato divennero amici insieme in quel giorno; perciocchè per l’addietro erano stati in inimicizia fra loro
13 Ο δε Πιλατος, συγκαλεσας τους αρχιερεις και τους αρχοντας και τον λαον,13 E Pilato, chiamati insieme i principali sacerdoti, ed i magistrati, e il popolo, disse loro:
14 ειπε προς αυτους? Εφερατε προς εμε τον ανθρωπον τουτον ως στασιαζοντα τον λαον, και ιδου, εγω ενωπιον σας ανακρινας δεν ευρον εν τω ανθρωπω τουτω ουδεν εγκλημα εξ οσων κατηγορειτε κατ' αυτου,14 Voi mi avete fatto comparir quest’uomo davanti, come se egli sviasse il popolo; ed ecco, avendolo io in presenza vostra esaminato, non ho trovato in lui alcun maleficio di quelli de’ quali l’accusate.
15 αλλ' ουδε ο Ηρωδης, διοτι σας επεμψα προς αυτον? και ιδου, ουδεν αξιον θανατου ειναι πεπραγμενον υπ' αυτου.15 Ma non pure Erode; poichè io vi ho mandati a lui; ed ecco, non gli è stato fatto nulla, onde egli sia giudicato degno di morte.
16 Αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.16 Io adunque lo castigherò, e poi lo libererò.
17 Επρεπε δε αναγκαιως να απολυη εις αυτους ενα εν τη εορτη.17 Or gli conveniva di necessità liberar loro uno, ogni dì di festa.
18 Παντες δε ομου ανεκραξαν, λεγοντες? Σηκωσον τουτον, απολυσον δε εις ημας τον Βαραββαν?18 E tutta la moltitudine gridò, dicendo: Togli costui, e liberaci Barabba.
19 οστις δια στασιν τινα γενομενην εν τη πολει και δια φονον ητο βεβλημενος εις φυλακην.19 Costui era stato incarcerato per una sedizione, fatta nella città, con omicidio.
20 Παλιν λοιπον ο Πιλατος ελαλησε προς αυτους, θελων να απολυση τον Ιησουν.20 Perciò Pilato da capo parlò loro, desiderando liberar Gesù.
21 Οι δε εφωναζον, λεγοντες? Σταυρωσον, σταυρωσον αυτον.21 Ma essi gridavano in contrario, dicendo: Crocifiggilo, crocifiggilo.
22 Ο δε και τριτην φοραν ειπε προς αυτους? Και τι κακον επραξεν ουτος; ουδεμιαν αιτιαν θανατου ευρον εν αυτω? αφου λοιπον παιδευσω αυτον, θελω απολυσει.22 Ed egli, la terza volta, disse loro: Ma pure, che male ha fatto costui? io non ho trovato in lui maleficio alcuno degno di morte. Io adunque lo castigherò, e poi lo libererò.
23 Αλλ' εκεινοι επεμενον, με φωνας μεγαλας ζητουντες να σταυρωθη, και αι φωναι αυτων και των αρχιερεων υπερισχυον.23 Ma essi facevano istanza con gran grida, chiedendo che fosse crocifisso; e le lor grida e quelle de’ principali sacerdoti, si rinforzavano.
24 Και ο Πιλατος απεφασισε να γεινη το ζητημα αυτων,24 E Pilato pronunziò che fosse fatto ciò che chiedevano.
25 και απελυσεν εις αυτους τον δια στασιν και φονον βεβλημενον εις την φυλακην, τον οποιον εζητουν, τον δε Ιησουν παρεδωκεν εις το θελημα αυτων.25 E liberò loro colui ch’era stato incarcerato per sedizione, e per omicidio, il quale essi aveano chiesto; e rimise Gesù alla lor volontà
26 Και καθως εφεραν αυτον εξω, επιασαν Σιμωνα τινα Κυρηναιον, ερχομενον απο του αγρου, και εθεσαν επανω αυτου τον σταυρον, δια να φερη αυτον οπισθεν του Ιησου.26 E COME essi lo menavano, presero un certo Simon Cireneo, che veniva da’ campi, e gli misero addosso la croce, per portarla dietro a Gesù.
27 Ηκολουθει δε αυτον πολυ πληθος του λαου και γυναικων, αιτινες και ωδυροντο και εθρηνουν αυτον.27 Or una gran moltitudine di popolo, e di donne, lo seguitava, le quali ancora facevano cordoglio, e lo lamentavano.
28 Στραφεις δε προς αυτας ο Ιησους, ειπε? θυγατερες της Ιερουσαλημ, μη κλαιετε δι' εμε, αλλα δι' εαυτας κλαιετε και δια τα τεκνα σας.28 Ma Gesù, rivoltosi a loro, disse: Figliuole di Gerusalemme, non piangete per me; anzi, piangete per voi stesse, e per li vostri figliuoli.
29 Διοτι ιδου, ερχονται ημεραι καθ' ας θελουσιν ειπει? Μακαριαι αι στειραι και αι κοιλιαι, αιτινες δεν εγεννησαν, και οι μαστοι, οιτινες δεν εθηλασαν.29 Perciocchè, ecco, i giorni vengono che altri dirà: Beate le sterili! e beati i corpi che non hanno partorito, e le mammelle che non hanno lattato!
30 Τοτε θελουσιν αρχισει να λεγωσιν εις τα ορη, Πεσετε εφ' ημας, και εις τα βουνα, Σκεπασατε ημας?30 Allora prenderanno a dire ai monti: Cadeteci addosso; ed a’ colli: Copriteci.
31 διοτι εαν εις το υγρον ξυλον πραττωσι ταυτα, τι θελει γεινει εις το ξηρον;31 Perciocchè, se fanno queste cose al legno verde, che sarà egli fatto al secco?
32 Εφεροντο δε και αλλοι δυο μετ' αυτου, οιτινες ησαν κακουργοι δια να θανατωθωσι.32 Or due altri ancora, ch’erano malfattori, erano menati con lui, per esser fatti morire.
33 Και οτε ηλθον εις τον τοπον τον ονομαζομενον Κρανιον, εκει εσταυρωσαν αυτον και τους κακουργους, τον μεν εκ δεξιων, τον δε εξ αριστερων.33 E QUANDO furono andati al luogo, detto del Teschio, crocifissero quivi lui, e i malfattori, l’uno a destra, e l’altro a sinistra.
34 Ο δε Ιησους ελεγε? Πατερ, συγχωρησον αυτους? διοτι δεν εξευρουσι τι πραττουσι. Διαμεριζομενοι δε τα ιματια αυτου, εβαλον κληρον.34 E Gesù diceva: Padre, perdona loro, perciocchè non sanno quel che fanno. Poi, avendo fatte delle parti de’ suoi vestimenti, trassero le sorti.
35 Και ιστατο ο λαος θεωρων. Ενεπαιζον δε και οι αρχοντες μετ' αυτων, λεγοντες? Αλλους εσωσεν, ας σωση αυτον, εαν ουτος ηναι ο Χριστος ο εκλεκτος του Θεου.35 E il popolo stava quivi, riguardando; ed anche i rettori, insiem col popolo, lo beffavano, dicendo: Egli ha salvati gli altri, salvi sè stesso, se pur costui è il Cristo, l’Eletto di Dio.
36 Ενεπαιζον δε αυτον και οι στρατιωται, πλησιαζοντες και προσφεροντες οξος εις αυτον36 Or i soldati ancora lo schernivano, accostandosi, e presentandogli dell’aceto; e dicendo:
37 και λεγοντες? Εαν συ ησαι ο βασιλευς των Ιουδαιων, σωσον σεαυτον.37 Se tu sei il Re de’ Giudei, salva te stesso.
38 Ητο δε και επιγραφη γεγραμμενη επανωθεν αυτου με γραμματα Ελληνικα και Ρωμαικα και Εβραικα? Ουτος εστιν ο Βασιλευς των Ιουδαιων.38 Or vi era anche questo titolo, di sopra al suo capo, scritto in lettere greche, romane, ed ebraiche: COSTUI È IL RE DE’ GIUDEI.
39 Εις δε των κρεμασθεντων κακουργων εβλασφημει αυτον, λεγων? Εαν συ ησαι ο Χριστος, σωσον σεαυτον και ημας.39 Or l’uno de’ malfattori appiccati lo ingiuriava, dicendo: Se tu sei il Cristo, salva te stesso, e noi.
40 Αποκριθεις δε ο αλλος, επεπληττεν αυτον, λεγων? Ουδε τον Θεον δεν φοβεισαι συ, οστις εισαι εν τη αυτη καταδικη;40 Ma l’altro, rispondendo, lo sgridava, dicendo: Non hai tu timore, non pur di Dio, essendo nel medesimo supplizio?
41 και ημεις μεν δικαιως? διοτι αξια των οσα επραξαμεν απολαμβανομεν? ουτος ομως ουδεν ατοπον επραξε.41 E noi di vero vi siam giustamente, perciocchè riceviamo la condegna pena de’ nostri fatti; ma costui non ha commesso alcun misfatto.
42 Και ελεγε προς τον Ιησουν? Μνησθητι μου, Κυριε, οταν ελθης εν τη βασιλεια σου.42 Poi disse a Gesù: Signore, ricordati di me, quando sarai venuto nel tuo regno.
43 Και ειπε προς αυτον ο Ιησους? Αληθως σοι λεγω, σημερον θελεις εισθαι μετ' εμου εν τω παραδεισω.43 E Gesù gli disse: Io ti dico in verità, che oggi tu sarai meco in paradiso
44 Ητο δε ως εκτη ωρα και εγεινε σκοτος εφ' ολην την γην εως ωρας εννατης,44 Or era intorno delle sei ore, e si fecer tenebre sopra tutta la terra, infino alle nove.
45 και εσκοτισθη ο ηλιος και εσχισθη εις το μεσον το καταπετασμα του ναου?45 E il sole scurò, e la cortina del tempio si fendè per lo mezzo.
46 και φωναξας με φωνην μεγαλην ο Ιησους ειπε? Πατερ, εις χειρας σου παραδιδω το πνευμα μου? και ταυτα ειπων εξεπνευσεν.46 E Gesù, dopo aver gridato con gran voce, disse: Padre, io rimetto lo spirito mio nelle tue mani. E detto questo, rendè lo spirito.
47 Ιδων δε ο εκατονταρχος το γενομενον, εδοξασε τον Θεον, λεγων? Οντως ο ανθρωπος ουτος ητο δικαιος.47 E il centurione, veduto ciò ch’era avvenuto, glorificò Iddio, dicendo: Veramente quest’uomo era giusto.
48 Και παντες οι οχλοι οι συνελθοντες εις την θεωριαν ταυτην, βλεποντες τα γενομενα, υπεστρεφον τυπτοντες τα στηθη αυτων.48 E tutte le turbe, che si erano raunate a questo spettacolo, vedute le cose ch’erano avvenute, se ne tornarono, battendosì il petto.
49 Ισταντο δε μακροθεν παντες οι γνωστοι αυτου, και αι γυναικες αιτινες συνηκολουθησαν αυτον απο της Γαλιλαιας, και εβλεπον ταυτα.49 ORA, tutti i suoi conoscenti, e le donne che l’aveano insieme seguitato da Galilea, si fermarono da lontano, riguardando queste cose
50 Και ιδου, ανηρ τις Ιωσηφ το ονομα, οστις ητο βουλευτης, ανηρ αγαθος και δικαιος,50 Ed ecco un certo uomo, chiamato per nome Giuseppe, ch’era consigliere, uomo da bene, e diritto;
51 ουτος δεν ητο συμφωνος με την βουλην και την πραξιν αυτων, απο Αριμαθαιας πολεως των Ιουδαιων, οστις και αυτος περιεμενε την βασιλειαν του Θεου,51 il qual non avea acconsentito al consiglio, nè all’atto loro; ed era da Arimatea, città de’ Giudei; ed aspettava anch’egli il regno di Dio;
52 ουτος ελθων προς τον Πιλατον, εζητησε το σωμα του Ιησου,52 costui venne a Pilato, e chiese il corpo di Gesù.
53 και καταβιβασας αυτο ετυλιξεν αυτο με σινδονα και εθεσεν αυτο εν μνημειω λελατομημενω? οπου ουδεις ετι ειχεν ενταφιασθη.53 E trattolo giù di croce, l’involse in un lenzuolo, e lo mise in un monumento tagliato in una roccia, nel quale niuno era stato ancora posto.
54 Και ητο ημερα παρασκευη, και εξημερονε σαββατον.54 Or quel giorno era la preparazion della festa, e il sabato soprastava.
55 Ηκολουθησαν δε και γυναικες, αιτινες ειχον ελθει μετ' αυτου απο της Γαλιλαιας, και ειδον το μνημειον και πως ετεθη το σωμα αυτου.55 E le donne, le quali eran venute insieme da Galilea con Gesù, avendo seguitato Giuseppe, riguardarono il monumento, e come il corpo d’esso vi era posto.
56 Και αφου υπεστρεψαν ητοιμασαν αρωματα και μυρα. Και το μεν σαββατον ησυχασαν κατα την εντολην.56 Ed essendosene tornate, apparecchiarono degli aromati, e degli olii odoriferi, e si riposarono il sabato, secondo il comandamento