Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 22


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Επλησιαζε δε η εορτη των αζυμων, λεγομενη Πασχα.1 Közeledett a kovásztalan kenyerek ünnepe, amelyet pászkának hívnak.
2 Και εζητουν οι αρχιερεις και οι γραμματεις το πως να θανατωσωσιν αυτον διοτι φοβουντο τον λαον.2 A főpapok és írástudók keresték a módját, hogy hogyan ölhetnék meg, de féltek a néptől.
3 Εισηλθε δε ο Σατανας εις τον Ιουδαν τον επονομαζομενον Ισκαριωτην, οντα εκ του αριθμου των δωδεκα,3 Akkor a sátán megszállta Júdást, akit iskariótinak neveznek, s aki egyike volt a tizenkettőnek.
4 και υπηγε και συνελαλησε μετα των αρχιερεων και των στρατηγων το πως να παραδωση αυτον εις αυτους.4 Elment és megbeszélte a főpapokkal és a templomőrség vezetőivel, hogy hogyan adja őt a kezükbe.
5 Και εχαρησαν και συνεφωνησαν να δωσωσιν εις αυτον αργυριον?5 Azok megörültek, és megállapodtak, hogy pénzt adnak neki.
6 και εδωκεν υποσχεσιν και εζητει ευκαιριαν να παραδωση αυτον εις αυτους χωρις θορυβου.6 Ő kötelezte magát, és kereste az alkalmat, hogy kezükbe adja őt, amikor nincs jelen a tömeg.
7 Ηλθε δε ημερα των αζυμων, καθ' ην επρεπε να θυσιασωσι το πασχα,7 Elérkezett a kovásztalan kenyerek napja, amelyen fel kellett áldozni a húsvéti bárányt.
8 και απεστειλε τον Πετρον και Ιωαννην, ειπων? Υπαγετε και ετοιμασατε εις ημας το πασχα, δια να φαγωμεν.8 Jézus elküldte Pétert és Jánost: »Menjetek, készítsétek el nekünk a húsvéti bárányt, hogy elfogyaszthassuk!«
9 Οι δε ειπον προς αυτον? Που θελεις να ετοιμασωμεν;9 Azok megkérdezték: »Hol akarod, hogy elkészítsük?«
10 Ο δε ειπε προς αυτους? Ιδου, οταν εισελθητε εις την πολιν, θελει σας συναπαντησει ανθρωπος βασταζων σταμνιον υδατος? ακολουθησατε αυτον εις την οικιαν οπου εισερχεται.10 Azt felelte nekik: »Ha bementek a városba, találkoztok egy emberrel, aki vizeskorsót visz. Kövessétek őt abba a házba, ahova bemegy,
11 Και θελετε ειπει προς τον οικοδεσποτην της οικιας? Ο Διδασκαλος σοι λεγει, Που ειναι το καταλυμα, οπου θελω φαγει το πασχα μετα των μαθητων μου;11 és mondjátok meg a házigazdának: ‘A Mester ezt üzeni neked: hol van az a helyiség, ahol a húsvéti bárányt tanítványaimmal elkölthetem?’
12 και εκεινος θελει σας δειξει ανωγεον μεγα εστρωμενον? εκει ετοιμασατε.12 Ő mutat majd nektek egy nagy, emeleti termet berendezve, ott készítsétek el.«
13 Αφου δε υπηγον, ευρον καθως ειπε προς αυτους, και ητοιμασαν το πασχα.13 Elmentek tehát, és úgy találtak mindent, ahogy mondta nekik, és elkészítették a húsvéti vacsorát.
14 Και οτε ηλθεν η ωρα, εκαθησεν εις την τραπεζαν, και οι δωδεκα αποστολοι μετ' αυτου.14 Amikor eljött az óra, asztalhoz ült az apostolokkal együtt,
15 Και ειπε προς αυτους? Πολυ επεθυμησα να φαγω το πασχα τουτο με σας προ του να παθω?15 és azt mondta nekik: »Vágyva vágytam arra, hogy elfogyasszam veletek ezt a húsvéti vacsorát, mielőtt szenvednék.
16 διοτι σας λεγω, οτι δεν θελω φαγει πλεον εξ αυτου, εωσου εκπληρωθη εν τη βασιλεια του Θεου.16 Mert mondom nektek: többé nem eszem belőle, amíg be nem teljesedik az Isten országában.«
17 Και λαβων το ποτηριον, ευχαριστησε και ειπε? Λαβετε τουτο και διαμοιρασατε εις αλληλους?17 Azután fogta a kelyhet, hálát adott, és így szólt: »Vegyétek ezt, és osszátok el magatok között.
18 διοτι σας λεγω οτι δεν θελω πιει απο του γεννηματος της αμπελου, εωσου ελθη η βασιλεια του Θεου.18 Mert mondom nektek: mostantól fogva nem iszom a szőlő terméséből, amíg el nem jön az Isten országa.«
19 Και λαβων αρτον, ευχαριστησας εκοψε και εδωκεν εις αυτους, λεγων? Τουτο ειναι το σωμα μου το υπερ υμων διδομενον? τουτο καμνετε εις την ιδικην μου αναμνησιν.19 Aztán fogta a kenyeret, hálát adott, megtörte, és odaadta nekik ezekkel a szavakkal: »Ez az én testem, mely értetek adatik. Ezt tegyétek az én emlékezetemre!«
20 Ωσαυτως και το ποτηριον, αφου εδειπνησαν, λεγων? Τουτο το ποτηριον ειναι η καινη διαθηκη εν τω αιματι μου, το υπερ υμων εκχυνομενον.20 Ugyanígy a vacsora végén fogta a kelyhet, és azt mondta: »Ez a kehely az új szövetség az én véremben, amely értetek kiontatik.
21 Πλην ιδου, η χειρ εκεινου οστις με παραδιδει, ειναι μετ' εμου επι της τραπεζης.21 De íme, az áruló keze az enyémmel együtt van az asztalon.
22 Και ο μεν Υιος του ανθρωπου υπαγει κατα το ωρισμενον? πλην ουαι εις τον ανθρωπον εκεινον, δι' ου παραδιδεται.22 Mert az Emberfia ugyan elmegy, amint el van rendelve, de jaj annak az embernek, aki elárulja őt!«
23 Και αυτοι ηρχισαν να συζητωσι προς αλληλους το ποιος ταχα ητο εξ αυτων, οστις εμελλε να καμη τουτο.23 Erre ők kérdezgetni kezdték egymástól, hogy ki az közülük, aki ezt megteszi?
24 Εγεινε δε και φιλονεικια μεταξυ αυτων, περι του τις εξ αυτων νομιζεται οτι ειναι μεγαλητερος.24 Versengés is támadt köztük arról, hogy ki a nagyobb közülük.
25 Ο δε ειπε προς αυτους? οι βασιλεις των εθνων κυριευουσιν αυτα, και οι εξουσιαζοντες αυτα ονομαζονται ευεργεται.25 Erre azt mondta nekik: »A nemzetek királyai uralkodnak a népeken, és akiknek hatalmuk van fölöttük, jótevőknek hívatják magukat.
26 Σεις ομως ουχι ουτως, αλλ' ο μεγαλητερος μεταξυ σας ας γεινη ως ο μικροτερος, και ο προισταμενος ως ο υπηρετων.26 Ti azonban ne így tegyetek, hanem aki nagyobb köztetek, legyen olyan, mint a legkisebb, és aki elöljáró, legyen olyan, mint a szolga.
27 Διοτι τις ειναι μεγαλητερος, ο καθημενος εις την τραπεζαν η ο υπηρετων; ουχι ο καθημενος; αλλ' εγω ειμαι εν μεσω υμων ως ο υπηρετων.27 Mert ki nagyobb: az, aki az asztalnál ül, vagy az, aki felszolgál? Nem az, aki az asztalnál ül? Én mégis úgy vagyok köztetek, mint aki szolgál.
28 Σεις δε εισθε οι διαμειναντες μετ' εμου εν τοις πειρασμοις μου?28 Ti kitartottatok velem megpróbáltatásaimban,
29 οθεν εγω ετοιμαζω εις εσας βασιλειαν, ως ο Πατηρ μου ητοιμασεν εις εμε,29 ezért nektek adom az országot, amint nekem adta Atyám,
30 δια να τρωγητε και να πινητε επι της τραπεζης μου εν τη βασιλεια μου, και να καθησητε επι θρονων, κρινοντες τας δωδεκα φυλας του Ισραηλ.30 hogy asztalomnál egyetek és igyatok országomban, és trónon ülve ítélkezzetek Izrael tizenkét törzse felett.
31 Ειπε δε ο Κυριος? Σιμων, Σιμων, ιδου, ο Σατανας σας εζητησε δια να σας κοσκινιση ως τον σιτον?31 Simon, Simon! A sátán kikért titeket, hogy megrostáljon, mint a búzát,
32 πλην εγω εδεηθην περι σου δια να μη εκλειψη η πιστις σου? και συ, οταν ποτε επιστρεψης, στηριξον τους αδελφους σου.32 de én könyörögtem érted, hogy meg ne fogyatkozzék a hited, és egykor megtérve, megerősítsd testvéreidet.«
33 Ο δε ειπε προς αυτον? Κυριε, ετοιμος ειμαι μετα σου να υπαγω και εις φυλακην και εις θανατον.33 Ő erre azt mondta neki: »Uram, kész vagyok veled a börtönbe és a halálba is menni!«
34 Ο δε ειπε? σοι λεγω, Πετρε, δεν θελει φωναξει σημερον ο αλεκτωρ, πριν απαρνηθης τρις οτι δεν με γνωριζεις.34 De Jézus azt felelte: »Mondom neked, Péter: mielőtt ma megszólal a kakas, háromszor is letagadod, hogy ismersz engem.«
35 Και ειπε προς αυτους? Οτε σας απεστειλα χωρις βαλαντιου και σακκιου και υποδηματων, μηπως εστερηθητε τινος; οι δε ειπον? Ουδενος.35 Aztán azt mondta nekik: »Amikor erszény, táska és saru nélkül küldtelek titeket, szenvedtetek-e valamiben hiányt?«
36 Ειπε λοιπον προς αυτους? Αλλα τωρα οστις εχει βαλαντιον ας λαβη αυτο μεθ' εαυτου, ομοιως και σακκιον, και οστις δεν εχει ας πωληση το ιματιον αυτου και ας αγοραση μαχαιραν.36 Ők azt felelték: »Semmiben.« Majd így folytatta: »Most azonban akinek erszénye van, vigye magával, hasonlóképpen a táskát is; akinek pedig nincsen, adja el a felső ruháját, és vegyen kardot.
37 Διοτι σας λεγω οτι ετι τουτο το γεγραμμενον πρεπει να εκτελεσθη εις εμε, το, Και μετα ανομων ελογισθη. Διοτι τα περι εμου γεγραμμενα λαμβανουσι τελος.37 Mert mondom nektek: be kell teljesednie annak rajtam, ami írva van: ‘A gonosztevők közé számították’ . Mert ami rólam szól, az beteljesedik.«
38 Οι δε ειπον? Κυριε, ιδου, ηδη δυο μαχαιραι. Ο δε ειπε προς αυτους? Ικανον ειναι.38 Erre ők így szóltak: »Uram, íme, itt van két kard.« Ő pedig azt mondta nekik: »Elég!«
39 Και εξελθων υπηγε κατα την συνηθειαν εις το ορος των Ελαιων? ηκολουθησαν δε αυτον και οι μαθηται αυτου.39 Aztán elindult, és szokása szerint az Olajfák hegyére ment; követték őt a tanítványok is.
40 Αφου δε ηλθεν εις τον τοπον, ειπε προς αυτους? Προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον.40 Amikor odaért, azt mondta nekik: »Imádkozzatok, hogy kísértésbe ne essetek!«
41 Και αυτος εχωρισθη απ' αυτων ως λιθου βολην, και γονατισας προσηυχετο,41 Majd mintegy kőhajításnyira eltávolodott tőlük, és térdre borulva így imádkozott:
42 λεγων? Πατερ, εαν θελης να απομακρυνης το ποτηριον τουτο απ' εμου? πλην ουχι το θελημα μου, αλλα το σον ας γεινη.42 »Atyám! Ha akarod, vedd el tőlem ezt a kelyhet, de ne az én akaratom teljesedjék, hanem a tiéd.«
43 Εφανη δε εις αυτον αγγελος απ' ουρανου ενισχυων αυτον.43 Ekkor megjelent neki egy angyal az égből, és megerősítette. Aztán a halállal tusakodva még buzgóbban imádkozott.
44 Και ελθων εις αγωνιαν, προσηυχετο θερμοτερον, εγεινε δε ο ιδρως αυτου ως θρομβοι αιματος καταβαινοντες εις την γην.44 A verejtéke olyan lett, mint a földre hulló vér cseppjei.
45 Και σηκωθεις απο της προσευχης, ηλθε προς τους μαθητας αυτου και ευρεν αυτους κοιμωμενους απο της λυπης,45 Majd felkelt az imádságból, és odament a tanítványaihoz, de a szomorúságtól alva találta őket.
46 και ειπε προς αυτους? Τι κοιμασθε; σηκωθητε και προσευχεσθε, δια να μη εισελθητε εις πειρασμον.46 Azt mondta nekik: »Miért alszotok? Keljetek föl, imádkozzatok, hogy kísértésbe ne essetek!«
47 Ενω δε αυτος ελαλει ετι, ιδου οχλος, και ο λεγομενος Ιουδας, εις των δωδεκα, ηρχετο προ αυτων και επλησιασεν εις τον Ιησουν, δια να φιληση αυτον.47 Még beszélt, amikor egy sereg közeledett; Júdás vezette őket, egy a tizenkettő közül. Odament Jézushoz, hogy megcsókolja.
48 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτον? Ιουδα, με φιλημα παραδιδεις τον Υιον του ανθρωπου;48 Jézus azonban azt mondta neki: »Júdás! Csókkal árulod el az Emberfiát?«
49 Ιδοντες δε οι περι αυτον τι εμελλε να γεινη, ειπον προς αυτον? Κυριε, να κτυπησωμεν με την μαχαιραν;49 Azok, akik körülötte voltak, látva, hogy mi készül, azt mondták: »Uram, közéjük vágjunk karddal?«
50 Και εκτυπησεν εις εξ αυτων τον δουλον του αρχιερεως και απεκοψεν αυτου το ωτιον το δεξιον.50 Egyikük rá is csapott a főpap egyik szolgájára, és levágta a jobb fülét.
51 Αποκριθεις δε ο Ιησους, ειπεν? Αφησατε εως τουτου? και πιασας το ωτιον αυτου ιατρευσεν αυτον.51 De Jézus azt felelte: »Hagyjátok, elég!« Aztán megérintette a fülét, és meggyógyította.
52 Ειπε δε ο Ιησους προς τους ελθοντας επ' αυτον αρχιερεις και στρατηγους του ιερου και πρεσβυτερους. Ως επι ληστην εξηλθετε μετα μαχαιρων και ξυλων;52 Akkor Jézus ezt mondta azoknak, akik ellene jöttek, a főpapoknak, a templomőrség tisztjeinek és a véneknek: »Mint rabló ellen, úgy jöttetek kardokkal és dorongokkal.
53 καθ' ημεραν ημην μεθ' υμων εν τω ιερω και δεν ηπλωσατε τας χειρας επ' εμε. Αλλ' αυτη ειναι η ωρα σας και η εξουσια του σκοτους.53 Amikor nap mint nap köztetek voltam a templomban, nem emeltetek rám kezet, de ez a ti órátok, és a sötétség hatalmáé.«
54 Συλλαβοντες δε αυτον, εφεραν και εισηγαγον αυτον εις τον οικον του αρχιερεως. Ο δε Πετρος ηκολουθει μακροθεν.54 Megragadták tehát őt, és a főpap házába vitték. Péter pedig messziről követte.
55 Αφου δε αναψαντες πυρ εν τω μεσω της αυλης συνεκαθησαν, εκαθητο ο Πετρος εν μεσω αυτων.55 Amikor tüzet raktak az udvar közepén és körbeülték, Péter is közéjük ült.
56 Ιδουσα δε αυτον μια τις δουλη καθημενον προς το φως και ενατενισασα εις αυτον, ειπε? Και ουτος ητο μετ' αυτου.56 Egy szolgáló meglátta, hogy ő is ott ül a tűznél, szemügyre vette, és azt mondta: »Ez is vele volt!«
57 Ο δε ηρνηθη, λεγων? Γυναι, δεν γνωριζω αυτον.57 De ő tagadta: »Asszony, nem ismerem őt!«
58 Και μετ' ολιγον αλλος τις ιδων αυτον, ειπε? Και συ εξ αυτων εισαι. Ο δε Πετρος ειπεν? Ανθρωπε, δεν ειμαι.58 Nem sokkal ezután egy másik látta meg, és így szólt: »Te is közülük való vagy.« Péter azt felelte: »Ember! Nem vagyok!«
59 Και αφου επερασεν ως μια ωρα, αλλος τις διισχυριζετο, λεγων? Επ' αληθειας και ουτος μετ' αυτου ητο? διοτι Γαλιλαιος ειναι.59 Körülbelül egy óra múltán ismét erősítgette egy másik: »Bizony, ez is vele volt, hiszen galileai.«
60 Ειπε δε ο Πετρος? Ανθρωπε, δεν εξευρω τι λεγεις. Και παρευθυς, ενω αυτος ελαλει ετι, εφωναξεν ο αλεκτωρ.60 Péter erre így szólt: »Ember! Nem tudom, mit beszélsz!« És azonnal, mikor még beszélt, megszólalt a kakas.
61 Και στραφεις ο Κυριος ενεβλεψεν εις τον Πετρον, και ενεθυμηθη ο Πετρος τον λογον του Κυριου, οτι ειπε προς αυτον οτι πριν φωναξη ο αλεκτωρ, θελεις με απαρνηθη τρις.61 Akkor az Úr hátrafordult, és rátekintett Péterre. Péter pedig visszaemlékezett az Úr szavára, hogy azt mondta neki: »Mielőtt ma megszólal a kakas, háromszor is megtagadsz engem.«
62 Και εξελθων εξω ο Πετρος εκλαυσε πικρως.62 Ekkor kiment, és keservesen sírni kezdett.
63 Και οι ανδρες οι κρατουντες τον Ιησουν ενεπαιζον αυτον δεροντες,63 A férfiak pedig, akik őrizték, gúnyolták és verték őt.
64 και περικαλυψαντες αυτον ερραπιζον το προσωπον αυτου και ηρωτων αυτον, λεγοντες? Προφητευσον τις ειναι οστις σε εκτυπησε;64 Letakarták az arcát, és azt kérdezték tőle: »Prófétálj! Ki ütött meg téged?«
65 Και αλλα πολλα βλασφημουντες ελεγον εις αυτον.65 És egyéb szidalmakkal is illették.
66 Και καθως εγεινεν ημερα, συνηχθη το πρεσβυτεριον του λαου, αρχιερεις τε και γραμματεις, και ανεβιβασαν αυτον εις το συνεδριον αυτων, λεγοντες?66 Mihelyt megvirradt, egybegyűltek a nép vénei, a főpapok meg az írástudók, és főtanácsuk elé vitték. Így szóltak: »Ha te vagy a Krisztus, mondd meg nekünk!«
67 Συ εισαι ο Χριστος; ειπε προς ημας? ειπε δε προς αυτους. Εαν σας ειπω, δεν θελετε πιστευσει,67 Ő azt felelte nekik: »Ha megmondom nektek, nem hiszitek el;
68 εαν δε και ερωτησω, δεν θελετε μοι αποκριθη ουδε θελετε με απολυσει?68 ha pedig kérdezlek titeket, nem feleltek.
69 απο του νυν θελει εισθαι ο Υιος του ανθρωπου καθημενος εκ δεξιων της δυναμεως του Θεου.69 De mostantól fogva az Emberfia a hatalmas Isten jobbján fog ülni« .
70 Ειπον δε παντες? Συ λοιπον εισαι ο Υιος του Θεου; Ο δε ειπε προς αυτους? Σεις λεγετε οτι εγω ειμαι.70 Erre mindnyájan azt mondták: »Tehát te vagy az Isten Fia?« Jézus azt felelte nekik: »Ti mondjátok, hogy én vagyok.«
71 Οι δε ειπον? Τι χρειαν εχομεν πλεον μαρτυριας; διοτι ημεις αυτοι ηκουσαμεν απο του στοματος αυτου.71 Azok erre így szóltak: »Mi szükségünk van még tanúságtételre? Hiszen mi magunk hallottuk a saját szájából.«