Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 2


font
GREEK BIBLEBIBBIA CEI 2008
1 Εν εκειναις δε ταις ημεραις εξηλθε διαταγμα παρα του Καισαρος Αυγουστου να απογραφη πασα η οικουμενη.1 In quei giorni un decreto di Cesare Augusto ordinò che si facesse il censimento di tutta la terra.
2 Αυτη η απογραφη εγεινε πρωτη, οτε ηγεμονευε της Συριας ο Κυρηνιος.2 Questo primo censimento fu fatto quando Quirinio era governatore della Siria.
3 Και ηρχοντο παντες να απογραφωνται, εκαστος εις την εαυτου πολιν.3 Tutti andavano a farsi censire, ciascuno nella propria città.
4 Ανεβη δε και Ιωσηφ απο της Γαλιλαιας εκ της πολεως Ναζαρετ εις την Ιουδαιαν εις την πολιν του Δαβιδ, ητις καλειται Βηθλεεμ, επειδη αυτος ητο εκ του οικου και της πατριας του Δαβιδ,4 Anche Giuseppe, dalla Galilea, dalla città di Nàzaret, salì in Giudea alla città di Davide chiamata Betlemme: egli apparteneva infatti alla casa e alla famiglia di Davide.
5 δια να απογραφη μετα της Μαριαμ της ηρραβωνισμενης με αυτον εις γυναικα, ητις ητο εγκυος.5 Doveva farsi censire insieme a Maria, sua sposa, che era incinta.
6 Και ενω ησαν εκει, επληρωθησαν αι ημεραι του να γεννηση?6 Mentre si trovavano in quel luogo, si compirono per lei i giorni del parto.
7 και εγεννησε τον υιον αυτης τον πρωτοτοκον, και εσπαργανωσεν αυτον και κατεκλινεν αυτον εν τη φατνη, διοτι δεν ητο τοπος δι' αυτους εν τω καταλυματι.7 Diede alla luce il suo figlio primogenito, lo avvolse in fasce e lo pose in una mangiatoia, perché per loro non c’era posto nell’alloggio.
8 Και ποιμενες ησαν κατα το αυτο μερος διανυκτερευοντες εν τοις αγροις και φυλαττοντες φυλακας της νυκτος επι το ποιμνιον αυτων.8 C’erano in quella regione alcuni pastori che, pernottando all’aperto, vegliavano tutta la notte facendo la guardia al loro gregge.
9 Και ιδου, αγγελος Κυριου εξαιφνης εφανη εις αυτους, και δοξα Κυριου ελαμψε περι αυτους, και εφοβηθησαν φοβον μεγαν.9 Un angelo del Signore si presentò a loro e la gloria del Signore li avvolse di luce. Essi furono presi da grande timore,
10 Και ειπε προς αυτους ο αγγελος? Μη φοβεισθε? διοτι ιδου, ευαγγελιζομαι εις εσας χαραν μεγαλην, ητις θελει εισθαι εις παντα τον λαον,10 ma l’angelo disse loro: «Non temete: ecco, vi annuncio una grande gioia, che sarà di tutto il popolo:
11 διοτι σημερον εγεννηθη εις εσας εν πολει Δαβιδ σωτηρ, οστις ειναι Χριστος Κυριος.11 oggi, nella città di Davide, è nato per voi un Salvatore, che è Cristo Signore.
12 Και τουτο θελει εισθαι το σημειον εις εσας? θελετε ευρει βρεφος εσπαργανωμενον, κειμενον εν τη φατνη.12 Questo per voi il segno: troverete un bambino avvolto in fasce, adagiato in una mangiatoia».
13 Και εξαιφνης μετα του αγγελου εφανη πληθος στρατιας ουρανιου υμνουντων τον Θεον και λεγοντων?13 E subito apparve con l’angelo una moltitudine dell’esercito celeste, che lodava Dio e diceva:
14 Δοξα εν υψιστοις Θεω και επι γης ειρηνη, εν ανθρωποις ευδοκια.14 «Gloria a Dio nel più alto dei cieli
e sulla terra pace agli uomini, che egli ama».
15 Και καθως οι αγγελοι ανεχωρησαν απ' αυτων εις τον ουρανον, οι ανθρωποι οι ποιμενες ειπον προς αλληλους. Ας υπαγωμεν λοιπον εως Βηθλεεμ και ας ιδωμεν το πραγμα τουτο το γεγονος, το οποιον ο Κυριος εφανερωσεν εις ημας.15 Appena gli angeli si furono allontanati da loro, verso il cielo, i pastori dicevano l’un l’altro: «Andiamo dunque fino a Betlemme, vediamo questo avvenimento che il Signore ci ha fatto conoscere».
16 Και ηλθον μετα σπουδης και ευρον την τε Μαριαμ και τον Ιωσηφ και το βρεφος κειμενον εν τη φατνη.16 Andarono, senza indugio, e trovarono Maria e Giuseppe e il bambino, adagiato nella mangiatoia.
17 Και ιδοντες, διεκηρυξαν τον λογον τον λαληθεντα προς αυτους περι του παιδιου τουτου?17 E dopo averlo visto, riferirono ciò che del bambino era stato detto loro.
18 και παντες οι ακουσαντες εθαυμασαν περι των λαληθεντων υπο των ποιμενων προς αυτους.18 Tutti quelli che udivano si stupirono delle cose dette loro dai pastori.
19 Η δε Μαριαμ εφυλαττε παντας τους λογους τουτους, διαλογιζομενη περι αυτων εν τη καρδια αυτης.19 Maria, da parte sua, custodiva tutte queste cose, meditandole nel suo cuore.
20 Και υπεστρεψαν οι ποιμενες, δοξαζοντες και υμνουντες τον Θεον δια παντα οσα ηκουσαν και ειδον, καθως ελαληθησαν προς αυτους.20 I pastori se ne tornarono, glorificando e lodando Dio per tutto quello che avevano udito e visto, com’era stato detto loro.
21 Και οτε επληρωθησαν αι οκτω ημεραι δια να περιτεμωσι το παιδιον, εκληθη το ονομα αυτου Ιησους, το ονομασθεν υπο του αγγελου πριν συλληφθη εν τη κοιλια.21 Quando furono compiuti gli otto giorni prescritti per la circoncisione, gli fu messo nome Gesù, come era stato chiamato dall’angelo prima che fosse concepito nel grembo.
22 Και οτε επληρωθησαν αι ημεραι του καθαρισμου αυτης κατα τον νομον του Μωυσεως, ανεβιβασαν αυτον εις Ιεροσολυμα δια να παραστησωσιν εις τον Κυριον,22 Quando furono compiuti i giorni della loro purificazione rituale, secondo la legge di Mosè, portarono il bambino a Gerusalemme per presentarlo al Signore –
23 καθως ειναι γεγραμμενον εν τω νομω του Κυριου, οτι παν αρσενικον διανοιγον μητραν θελει κληθη αγιον εις τον Κυριον,23 come è scritto nella legge del Signore: Ogni maschio primogenito sarà sacro al Signore –
24 και δια να προσφερωσι θυσιαν κατα το ειρημενον εν τω νομω του Κυριου, ζευγος τρυγονων η δυο νεοσσους περιστερων.24 e per offrire in sacrificio una coppia di tortore o due giovani colombi, come prescrive la legge del Signore.
25 Και ιδου, ητο ανθρωπος τις εν Ιερουσαλημ, ονομαζομενος Συμεων, και ο ανθρωπος ουτος ητο δικαιος και ευλαβης, προσμενων την παρηγοριαν του Ισραηλ, και Πνευμα Αγιον ητο επ' αυτον?25 Ora a Gerusalemme c’era un uomo di nome Simeone, uomo giusto e pio, che aspettava la consolazione d’Israele, e lo Spirito Santo era su di lui.
26 και ητο εις αυτον αποκεκαλυμμενον υπο του Πνευματος του Αγιου οτι δεν θελει ιδει θανατον, πριν ιδη τον Χριστον του Κυριου.26 Lo Spirito Santo gli aveva preannunciato che non avrebbe visto la morte senza prima aver veduto il Cristo del Signore.
27 Και ηλθε δια του Πνευματος εις το ιερον? και οτε οι γονεις εισεφεραν το παιδιον Ιησουν δια να καμωσι περι αυτου κατα την συνηθειαν του νομου,27 Mosso dallo Spirito, si recò al tempio e, mentre i genitori vi portavano il bambino Gesù per fare ciò che la Legge prescriveva a suo riguardo,
28 αυτος εδεχθη αυτο εις τας αγκαλας αυτου και ευλογησε τον Θεον και ειπε?28 anch’egli lo accolse tra le braccia e benedisse Dio, dicendo:
29 Νυν απολυεις τον δουλον σου, δεσποτα, κατα το ρημα σου, εν ειρηνη?29 «Ora puoi lasciare, o Signore, che il tuo servo
vada in pace, secondo la tua parola,
30 διοτι ειδον οι οφθαλμοι μου το σωτηριον σου,30 perché i miei occhi hanno visto la tua salvezza,
31 το οποιον ητοιμασας ενωπιον παντων των λαων,31 preparata da te davanti a tutti i popoli:
32 φως εις φωτισμον των εθνων και δοξαν του λαου σου Ισραηλ.32 luce per rivelarti alle genti
e gloria del tuo popolo, Israele».
33 Και ο Ιωσηφ και η μητηρ αυτου εθαυμαζον δια τα λεγομενα περι αυτου.33 Il padre e la madre di Gesù si stupivano delle cose che si dicevano di lui.
34 Και ευλογησεν αυτους ο Συμεων, και ειπε προς Μαριαμ την μητερα αυτου? Ιδου, ουτος κειται εις πτωσιν και αναστασιν πολλων εν τω Ισραηλ και εις σημειον αντιλεγομενον.34 Simeone li benedisse e a Maria, sua madre, disse: «Ecco, egli è qui per la caduta e la risurrezione di molti in Israele e come segno di contraddizione
35 Και σου δε αυτης την ψυχην ρομφαια θελει διαπερασει, δια να ανακαλυφθωσιν οι διαλογισμοι πολλων καρδιων.35 – e anche a te una spada trafiggerà l’anima –, affinché siano svelati i pensieri di molti cuori».
36 Και υπηρχε τις Αννα προφητις, θυγατηρ Φανουηλ, εκ της φυλης Ασηρ? αυτη ητο πολυ προβεβηκυια εις ηλικιαν, ητις εζησε μετα του ανδρος αυτης επτα ετη απο της παρθενιας αυτης,36 C’era anche una profetessa, Anna, figlia di Fanuele, della tribù di Aser. Era molto avanzata in età, aveva vissuto con il marito sette anni dopo il suo matrimonio,
37 και αυτη ητο χηρα ως ετων ογδοηκοντα τεσσαρων, ητις δεν απεμακρυνετο απο του ιερου, νυκτα και ημεραν λατρευουσα τον Θεον εν νηστειαις και προσευχαις?37 era poi rimasta vedova e ora aveva ottantaquattro anni. Non si allontanava mai dal tempio, servendo Dio notte e giorno con digiuni e preghiere.
38 και αυτη φθασασα εν αυτη τη ωρα, εδοξολογει τον Κυριον και ελαλει περι αυτου προς παντας τους προσμενοντας λυτρωσιν εν Ιερουσαλημ.38 Sopraggiunta in quel momento, si mise anche lei a lodare Dio e parlava del bambino a quanti aspettavano la redenzione di Gerusalemme.
39 Και αφου ετελειωσαν παντα τα κατα τον νομον του Κυριου, υπεστρεψαν εις την Γαλιλαιαν, εις την πολιν αυτων Ναζαρετ.39 Quando ebbero adempiuto ogni cosa secondo la legge del Signore, fecero ritorno in Galilea, alla loro città di Nàzaret.
40 Το δε παιδιον ηυξανε και εδυναμουτο κατα το πνευμα πληρουμενον σοφιας, και χαρις Θεου ητο επ' αυτο.40 Il bambino cresceva e si fortificava, pieno di sapienza, e la grazia di Dio era su di lui.
41 Επορευοντο δε οι γονεις αυτου κατ' ετος εις Ιερουσαλημ εν τη εορτη του πασχα.41 I suoi genitori si recavano ogni anno a Gerusalemme per la festa di Pasqua.
42 Και οτε εγεινεν ετων δωδεκα, αφου ανεβησαν εις Ιεροσολυμα κατα το εθος της εορτης42 Quando egli ebbe dodici anni, vi salirono secondo la consuetudine della festa.
43 και ετελειωσαν τας ημερας, ενω αυτοι υπεστρεφον, το παιδιον ο Ιησους εμεινεν οπισω εν Ιερουσαλημ, και δεν ενοησεν ο Ιωσηφ και η μητηρ αυτου.43 Ma, trascorsi i giorni, mentre riprendevano la via del ritorno, il fanciullo Gesù rimase a Gerusalemme, senza che i genitori se ne accorgessero.
44 Νομισαντες δε οτι αυτος ητο εν τη συνοδια, ηλθον μιας ημερας οδον και ανεζητουν αυτον μεταξυ των συγγενων και των γνωριμων.44 Credendo che egli fosse nella comitiva, fecero una giornata di viaggio e poi si misero a cercarlo tra i parenti e i conoscenti;
45 Και μη ευροντες αυτον, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ ζητουντες αυτον.45 non avendolo trovato, tornarono in cerca di lui a Gerusalemme.
46 Και μετα τρεις ημερας ευρον αυτον εν τω ιερω καθημενον εν μεσω των διδασκαλων και ακουοντα αυτον και ερωτωντα αυτους.46 Dopo tre giorni lo trovarono nel tempio, seduto in mezzo ai maestri, mentre li ascoltava e li interrogava.
47 Εξισταντο δε παντες οι ακουοντες αυτον δια την συνεσιν και τας αποκρισεις αυτου.47 E tutti quelli che l’udivano erano pieni di stupore per la sua intelligenza e le sue risposte.
48 Και ιδοντες αυτον εξεπλαγησαν, και ειπε προς αυτον η μητηρ αυτου? Τεκνον, δια τι επραξας εις ημας ουτως; ιδου, ο πατηρ σου και εγω καταλυπουμενοι σε εζητουμεν.48 Al vederlo restarono stupiti, e sua madre gli disse: «Figlio, perché ci hai fatto questo? Ecco, tuo padre e io, angosciati, ti cercavamo».
49 Και ειπε προς αυτους? Δια τι με εζητειτε; δεν ηξευρετε οτι πρεπει να ημαι εις τα του Πατρος μου;49 Ed egli rispose loro: «Perché mi cercavate? Non sapevate che io devo occuparmi delle cose del Padre mio?».
50 Και αυτοι δεν ενοησαν τον λογον, τον οποιον ελαλησε προς αυτους.50 Ma essi non compresero ciò che aveva detto loro.
51 Και κατεβη μετ' αυτων και ηλθεν εις Ναζαρετ, και ητο υποτασσομενος εις αυτους. Η δε μητηρ αυτου εφυλαττε παντας τους λογους τουτους εν τη καρδια αυτης.51 Scese dunque con loro e venne a Nàzaret e stava loro sottomesso. Sua madre custodiva tutte queste cose nel suo cuore.
52 Και ο Ιησους προεκοπτεν εις σοφιαν και ηλικιαν και χαριν παρα Θεω και ανθρωποις.52 E Gesù cresceva in sapienza, età e grazia davanti a Dio e agli uomini.