Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 8


font
GREEK BIBLELA SACRA BIBBIA
1 Εν εκειναις ταις ημεραις, επειδη ητο παμπολυς οχλος και δεν ειχον τι να φαγωσι, προσκαλεσας ο Ιησους τους μαθητας αυτου λεγει προς αυτους?1 In quei giorni, essendosi di nuovo radunata una grande folla e non avendo di che mangiare, Gesù chiamò a sé i discepoli e disse loro:
2 Σπλαγχνιζομαι δια τον οχλον, οτι τρεις ηδη ημερας μενουσι πλησιον μου και δεν εχουσι τι να φαγωσι?2 "Ho pietà di questa folla, perché sono già tre giorni che stanno con me e non hanno di che mangiare.
3 και εαν απολυσω αυτους νηστεις εις τους οικους αυτων, θελουσιν αποκαμει καθ' οδον? διοτι τινες εξ αυτων ηλθον μακροθεν.3 Se li rimando digiuni a casa loro, verranno meno per strada. Alcuni di loro, infatti, sono venuti da lontano".
4 Και απεκριθησαν προς αυτον οι μαθηται αυτου? Ποθεν θελει τις δυνηθη να χορταση τουτους απο αρτων εδω επι της ερημιας;4 Gli risposero i discepoli: "Come si potrebbe saziare di pane costoro, qui nel deserto?".
5 Και ηρωτησεν αυτους? Ποσους αρτους εχετε; Οι δε ειπον? Επτα.5 Domandò loro: "Quanti pani avete?". Risposero: "Sette".
6 Και προσεταξε τον οχλον να καθησωσιν επι της γης? και λαβων τους επτα αρτους, αφου ευχαριστησεν, εκοψε και εδιδεν εις τους μαθητας αυτου δια να βαλωσιν εμπροσθεν του οχλου? και εβαλον.6 Allora egli comandò alla folla di sedersi per terra. Quindi, presi i sette pani, rese grazie, li spezzò e li diede ai suoi discepoli, affinché li distribuissero; ed essi li distribuirono alla folla.
7 Ειχον και ολιγα οψαρακια? και ευλογησας ειπε να βαλωσι και αυτα.7 Avevano anche alcuni pesciolini; ed egli, avendoli benedetti, comandò che pure questi fossero distribuiti.
8 Εφαγον δε και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν περισσευματα κλασματων επτα σπυριδας.8 Mangiarono a sazietà e si raccolsero sette sporte di frammenti avanzati.
9 Ησαν δε οι φαγοντες ως τετρακισχιλιοι? και απελυσεν αυτους.9 Erano circa quattromila. Egli li congedò
10 Και ευθυς εμβας εις το πλοιον μετα των μαθητων αυτου, ηλθεν εις τα μερη Δαλμανουθα.10 e subito, montato in barca con i suoi discepoli, se ne andò nelle parti di Dalmanùta.
11 Και εξηλθον οι Φαρισαιοι και ηρχισαν να καμνωσιν ερωτησεις προς αυτον, και εζητουν παρ' αυτου σημειον απο του ουρανου, πειραζοντες αυτον.11 Allora si fecero avanti i farisei e incominciarono a discutere con lui, chiedendogli un segno dal cielo per metterlo alla prova.
12 Τοτε αναστεναξας εκ καρδιας αυτου, λεγει? Δια τι η γενεα αυτη σημειον ζητει; αληθως σας λεγω, δεν θελει δοθη εις την γενεαν ταυτην σημειον.12 Egli, però, emettendo un profondo sospiro, disse: "Perché questa generazione chiede un segno? In verità vi dico che mai sarà concesso un segno a questa generazione".
13 Και αφησας αυτους εισηλθε παλιν εις το πλοιον και απηλθεν εις το περαν.13 Quindi, lasciatili, montò di nuovo in barca e se ne andò verso l'altra riva.
14 Ελησμονησαν δε να λαβωσιν αρτους και δεν ειχον μεθ' εαυτων εν τω πλοιω ειμη ενα αρτον.14 Dimenticatisi di prendere dei pani, i discepoli non avevano con sé nella barca che un solo pane.
15 Και παρηγγελλεν εις αυτους, λεγων? Βλεπετε, προσεχετε απο της ζυμης των Φαρισαιων και της ζυμης του Ηρωδου.15 Ora egli stava dando loro questo precetto: "Fate attenzione! Guardatevi dal lievito dei farisei e dal lievito di Erode!".
16 Και διελογιζοντο προς αλληλους, λεγοντες οτι αρτους δεν εχομεν.16 Ma essi dicevano tra loro: "Non abbiamo pani".
17 Νοησας δε ο Ιησους, λεγει προς αυτους? Τι διαλογιζεσθε οτι δεν εχετε αρτους; ετι δεν νοειτε ουδε καταλαμβανετε; ετι πεπωρωμενην εχετε την καρδιαν σας;17 Ma Gesù, accortosene, dice loro: "Perché discutete per il fatto che non avete pani? Ancora non capite e non comprendete? Avete il cuore indurito?
18 οφθαλμους εχοντες δεν βλεπετε, και ωτα εχοντες δεν ακουετε; και δεν ενθυμεισθε;18 Avete occhi e non vedete, avete orecchi e non udite? Non ricordate?
19 οτε εκοψα τους πεντε αρτους εις τους πεντακισχιλιους, ποσους κοφινους πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Λεγουσι προς αυτον? δωδεκα.19 Quando spezzai cinque pani per i cinquemila, quante ceste piene di frammenti portaste via?". Gli dicono: "Dodici".
20 Και οτε τους επτα εις τους τετρακισχιλιους, ποσας σπυριδας πληρεις κλασματων εσηκωσατε; Οι δε ειπον? Επτα.20 "E quando ne spezzai sette per i quattromila, quante sporte piene di frammenti portaste via?". Gli dicono: "Sette".
21 Και ελεγε προς αυτους? Πως δεν καταλαμβανετε;21 Diceva loro: "Ancora non comprendete?".
22 Και ερχεται εις Βηθσαιδαν. Και φερουσι προς αυτον τυφλον και παρακαλουσιν αυτον να εγγιση αυτον.22 Giungono a Betsàida e gli portano un cieco, supplicandolo di toccarlo.
23 Και πιασας την χειρα του τυφλου, εφερεν αυτον εξω της κωμης και πτυσας εις τα ομματα αυτου, επεθεσεν επ' αυτον τας χειρας και ηρωτα αυτον αν βλεπη τι.23 Egli, allora, preso il cieco per la mano, lo condusse fuori del villaggio, gli mise della saliva sugli occhi e, impostegli le mani, gli domandò: "Vedi qualcosa?".
24 Και αναβλεψας ελεγε? Βλεπω τους ανθρωπους, ο, τι ως δενδρα βλεπω περιπατουντας.24 E quello, alzati gli occhi, rispose: "Vedo degli uomini e li scorgo camminare come alberi".
25 Επειτα παλιν επεθεσε τας χειρας επι τους οφθαλμους αυτου και εκαμεν αυτον να αναβλεψη, και αποκατεσταθη η ορασις αυτου, και ειδε καθαρως απαντας.25 Allora gli pose nuovamente le mani sugli occhi e quello ci vide perfettamente e fu risanato, sicché vedeva ogni cosa nettamente anche da lontano.
26 Και απεστειλεν αυτον εις τον οικον αυτου, λεγων? Μηδε εις την κωμην εισελθης μηδε ειπης τουτο εις τινα εν τη κωμη.26 Quindi lo rimandò a casa sua dicendogli: "Non entrare nel villaggio".
27 Και εξηλθεν ο Ιησους και οι μαθηται αυτου εις τας κωμας της Καισαρειας Φιλιππου? και καθ' οδον ηρωτα τους μαθητας αυτου, λεγων προς αυτους? Τινα με λεγουσιν οι ανθρωποι οτι ειμαι;27 Con i suoi discepoli Gesù se ne andò verso i villaggi di Cesarea di Filippo e durante il viaggio incominciò a interrogare i discepoli dicendo: "Chi dice la gente che io sia?".
28 Οι δε απεκριθησαν? Ιωαννην τον Βαπτιστην, και αλλοι τον Ηλιαν, αλλοι δε ενα των προφητων.28 Gli risposero: "Alcuni dicono Giovanni il Battista, altri Elia e altri ancora uno dei profeti".
29 Και αυτος λεγει προς αυτους? Αλλα σεις τινα με λεγετε οτι ειμαι; Και αποκριθεις ο Πετρος, λεγει προς αυτον? Συ εισαι ο Χριστος.29 Allora domandò loro: "Voi, invece, chi dite che io sia?". Rispose Pietro: "Tu sei il Cristo!".
30 Και παρηγγειλεν αυστηρως εις αυτους να μη λεγωσιν εις μηδενα περι αυτου.30 Ma egli intimò loro di non parlare di lui a nessuno.
31 Και ηρχισε να διδασκη αυτους οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παθη πολλα, και να καταφρονηθη απο των πρεσβυτερων και αρχιερεων και γραμματεων, και να θανατωθη, και μετα τρεις ημερας να αναστηθη?31 Quindi egli incominciò ad ammaestrarli: "E' necessario che il Figlio dell'uomo soffra molto, che sia riprovato dagli anziani, dai capi dei sacerdoti e dagli scribi, sia ucciso e dopo tre giorni risorga".
32 και ελαλει τον λογον παρρησια. Και παραλαβων αυτον ο Πετρος κατ' ιδιαν, ηρχισε να επιτιμα αυτον.32 Faceva questo discorso apertamente e perciò Pietro, presolo in disparte, si mise a rimproverarlo.
33 Ο δε επιστραφεις και ιδων τους μαθητας αυτου, επετιμησε τον Πετρον λεγων? Υπαγε οπισω μου, Σατανα? διοτι δεν φρονεις τα του Θεου, αλλα τα των ανθρωπων.33 Egli, però, voltatosi e guardando i suoi discepoli, rimproverò Pietro dicendogli: "Vattene lontano da me, satana, poiché tu non hai sentimenti secondo Dio, ma secondo gli uomini".
34 Και προσκαλεσας τον οχλον μετα των μαθητων αυτου, ειπε προς αυτους? Οστις θελει να ελθη οπισω μου, ας απαρνηθη εαυτον και ας σηκωση τον σταυρον αυτου, και ας με ακολουθη.34 Poi, chiamata a sé la folla insieme ai suoi discepoli, disse loro: "Se qualcuno vuol venire dietro di me, rinneghi se stesso, prenda la sua croce e mi segua.
35 Διοτι οστις θελει να σωση την ζωην αυτου, θελει απολεσει αυτην? και οστις απολεση την ζωην αυτου ενεκεν εμου και του ευαγγελιου, ουτος θελει σωσει αυτην.35 Chi, infatti, vorrà salvare la sua vita, la perderà; chi, invece, perderà la sua vita per causa mia e del vangelo, la salverà.
36 Επειδη τι θελει ωφελησει τον ανθρωπον, εαν κερδηση τον κοσμον ολον και ζημιωθη την ψυχην αυτου;36 Infatti, che cosa giova all'uomo guadagnare il mondo intero, se perde la propria vita?
37 Η τι θελει δωσει ο ανθρωπος εις ανταλλαγην της ψυχης αυτου;37 Poiché, cosa potrebbe dare l'uomo in cambio della propria vita?
38 Διοτι οστις αισχυνθη δι' εμε και δια τους λογους μου εν τη γενεα ταυτη τη μοιχαλιδι και αμαρτωλω, και ο Υιος του ανθρωπου θελει αισχυνθη δι' αυτον, οταν ελθη εν τη δοξη του Πατρος αυτου μετα των αγγελων.38 Chi si sarà vergognato di me e delle mie parole in mezzo a questa generazione adultera e peccatrice, anche il Figlio dell'uomo si vergognerà di lui, quando verrà nella gloria del Padre suo insieme agli angeli santi".