Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Marco - Mark 1


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Αρχη του ευαγγελιου του Ιησου Χριστου, Υιου του Θεου.1 Principio del Vangelo di Gesù Cristo Figliuolo di Dio.
2 Καθως ειναι γεγραμμενον εν τοις προφηταις? Ιδου, εγω αποστελλω τον αγγελον μου προ προσωπου σου, οστις θελει κατασκευασει την οδον σου εμπροσθεν σου?2 Siccome sta scritto nel profeta Isaia: Ecco che io spedisco innanzi a te il mio Angelo, il quale preparerà la tua via dinanzi a te.
3 Φωνη βοωντος εν τη ερημω, ετοιμασατε την οδον του Κυριου, ευθειας καμετε τας τριβους αυτου.3 Voce d'uno, che grida nel deserto: Preparate la via del Signore, addirizzate i suoi sentieri.
4 Ητο ο Ιωαννης βαπτιζων εν τη ερημω και κηρυττων βαπτισμα μετανοιας εις αφεσιν αμαρτιων.4 Fu Giovanni nel deserto a battezzare, e predicare il battesimo della penitenza per la remissione de' peccati.
5 Και εξηρχοντο προς αυτον ολος ο τοπος της Ιουδαιας και οι Ιεροσολυμιται, και εβαπτιζοντο παντες εν τω Ιορδανη ποταμω υπ' αυτου, εξομολογουμενοι τας αμαρτιας αυτων.5 E tutto il paese della Giudea, e tutto il popolo di Gerusalemme andava a trovarlo, e confessando i loro peccati eran battezzati da lui nel fiume Giordano.
6 Ητο δε ο Ιωαννης ενδεδυμενος τριχας καμηλου και εχων ζωνην δερματινην περι την οσφυν αυτου, και τρωγων ακριδας και μελι αγριον.6 E Giovanni era vestito di pelo di cammello, e aveva ai fianchi una cintola di cuoio, e mangiava locuste, e miele selvatico. E predicava, dicendo:
7 Και εκηρυττε, λεγων? Ερχεται ο ισχυροτερος μου οπισω μου, του οποιου δεν ειμαι αξιος σκυψας να λυσω το λωριον των υποδηματων αυτου.7 Viene dietro di me chi è più forte di me: cui non son io degno di sciogliere prostrato a terra la coreggia delle scarpe.
8 Εγω μεν σας εβαπτισα εν υδατι, αυτος δε θελει σας βαπτισει εν Πνευματι Αγιω.8 Io vi ho battezzato con acqua; ma egli vi battezzerà con lo Spirito santo.
9 Και εν εκειναις ταις ημεραις ηλθεν ο Ιησους απο Ναζαρετ της Γαλιλαιας και εβαπτισθη υπο Ιωαννου εις τον Ιορδανην.9 E accadde in qne' giorni, che Gesù si partì da Nazaret della Galilei, e fù battezzato da Giovanni nel Giordano.
10 Και ευθυς ενω ανεβαινεν απο του υδατος, ειδε τους ουρανους σχιζομενους και το Πνευμα καταβαινον ως περιστεραν επ' αυτον?10 E subito nell'uscire dall'acqua, vide aprirsi i cieli, e lo Spirito quasi colomba scendere, e posarsi sopra di lui.
11 και φωνη εγεινεν εκ των ουρανων? Συ εισαι ο Υιος μου ο αγαπητος, εις τον οποιον ευηρεστηθην.11 E una voce venne dal cielo: Tu se' il mio figliuolo diletto, in te mi sono compiaciuto.
12 Και ευθυς το Πνευμα εκβαλλει αυτον εις την ερημον?12 E immediatamente lo Spirito lo spinse nel deserto.
13 και ητο εκει εν τη ερημω ημερας τεσσαρακοντα πειραζομενος υπο του Σατανα, και ητο μετα των θηριων, και οι αγγελοι υπηρετουν αυτον.13 E stette nel deserto quaranta giorni, e quaranta notti: ed era tentato da Satana: e stava colle fiere selvatiche, ed era servito dagli Angeli.
14 Αφου δε παρεδοθη ο Ιωαννης, ηλθεν ο Ιησους εις την Γαλιλαιαν κηρυττων το ευαγγελιον της βασιλειας του Θεου14 Ma dopo che Giovanni fu messo in prigione, Gesù andò nella Galilea, predicando il Vangelo del regno di Dio,
15 και λεγων οτι επληρωθη ο καιρος και επλησιασεν η βασιλεια του Θεου? μετανοειτε και πιστευετε εις το ευαγγελιον.15 E dicendo: E compito il tempo, e si avvicina il regno di Dio: Fate penitenza, e credete al Vangelo.
16 Περιπατων δε παρα την θαλασσαν της Γαλιλαιας, ειδε τον Σιμωνα και Ανδρεαν τον αδελφον αυτου, ριπτοντας δικτυον εις την θαλασσαν? διοτι ησαν αλιεις?16 E passando lungo il mare di Galilea, e vide Simone, e Andrea suo fratello, che gettavano in mare le reti (conciossiachè erano pescatori):
17 και ειπε προς αυτους ο Ιησους? Ελθετε οπισω μου, και θελω σας καμει να γεινητε αλιεις ανθρωπων.17 E disse loro Gesù: Seguitemi, e farovvi pescatori d'uomini.
18 Και ευθυς αφησαντες τα δικτυα αυτων, ηκολουθησαν αυτον.18 E subito abbandonate le reti, lo seguitarono.
19 Και προχωρησας εκειθεν ολιγον, ειδεν Ιακωβον τον του Ζεβεδαιου και Ιωαννην τον αδελφον αυτου, και αυτους εν τω πλοιω επισκευαζοντας τα δικτυα,19 E andato un po' avanti, vide Giacomo figliuolo di Zebedeo, e Giovanni suo fratello, ch'erano anch' essi in barca rassettando le reti:
20 και ευθυς εκαλεσεν αυτους. Και αφησαντες τον πατερα αυτων Ζεβεδαιον εν τω πλοιω μετα των μισθωτων, υπηγον οπισω αυτου.20 E subito li chiamò. Ed essi, lasciato il loro padre Zebedeo nella barca co' garzoni, lo seguitarono.
21 Και εισερχονται εις Καπερναουμ? και ευθυς εν τω σαββατω εισελθων ο Ιησους εις την συναγωγην εδιδασκε.21 Ed entrarono in Cafarnaum: ed egli entrato in sabato nella sinagoga insegnava.
22 Και εξεπληττοντο δια την διδαχην αυτου? διοτι εδιδασκεν αυτους ως εχων εξουσιαν, και ουχι ως οι γραμματεις.22 E restavano stupefatti della sua dottrina: imperocché insegnava loro, come uno, che abbia autorità, e non come gli Scribi.
23 Και ητο εν τη συναγωγη αυτων ανθρωπος εχων πνευμα ακαθαρτον, και ανεκραξε,23 Ed eravi nella loro sinagoga un uomo posseduto dallo spirito immondo, il quale esclamò,
24 λεγων? Φευ, τι ειναι μεταξυ ημων και σου, Ιησου Ναζαρηνε; ηλθες να μας απολεσης; σε γνωριζω τις εισαι, ο Αγιος του Θεου.24 Dicendo: Che abbiamo noi a fare con te, o Gesù Nazareno? se' tu venuto per mandarci in perdizione? io so, chi sei. Santo di Dio.
25 Και επετιμησεν αυτο ο Ιησους, λεγων? Σιωπα και εξελθε εξ αυτου.25 E Gesù lo sgridò, dicendo: Taci, e partiti da costui.
26 Και το πνευμα το ακαθαρτον, αφου εσπαραξεν αυτον και εκραξε μετα φωνης μεγαλης, εξηλθεν εξ αυτου.26 E lo spirito immondo, dopo averlo straziato, usci, urlando forte, da lui.
27 Και παντες εξεπλαγησαν, ωστε συνεζητουν προς αλληλους, λεγοντες? Τι ειναι τουτο; τις αυτη η νεα διδαχη, διοτι μετα εξουσιας προσταζει και τα ακαθαρτα πνευματα, και υπακουουσιν εις αυτον;27 E tutti restarono ammirati; talmente che si domandavano gli uni agli altri; Che è mai ciò? e qual nuova dottrina è questa? poiché egli comanda con autorità anche agli spirili immondi, e lo ubbidiscono.
28 Εξηλθε δε η φημη αυτου ευθυς εις ολην την περιχωρον της Γαλιλαιας.28 E si divolgò subito la fama di lui per tutto il paese della Galilea.
29 Και ευθυς εξελθοντες εκ της συναγωγης, ηλθον εις την οικιαν Σιμωνος και Ανδρεου μετα του Ιακωβου και Ιωαννου.29 E appena usciti della sinagoga andarono a casa di Simone, e di Andrea con Giacomo, e Giovanni.
30 Η δε πενθερα του Σιμωνος ητο κατακοιτος πασχουσα πυρετον. Και ευθυς ελαλησαν προς αυτον περι αυτης.30 Or la suocera di Simone era allettata con febbre: e a prima giunta gli pariamo di lei.
31 Και πλησιασας ηγειρεν αυτην πιασας την χειρα αυτης, και αφηκεν αυτην ο πυρετος ευθυς, και υπηρετει αυτους.31 Ed egli accostatoci ad ossa, e presala per mano, l'alzò: e sabito lasciolla la febbre, ed ella ai mise a servirli.
32 Αφου δε εγεινεν εσπερα, οτε εδυσεν ο ηλιος, εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας και τους δαιμονιζομενους?32 E fattosi sera, e tramontato il sole, gli conducevan davanti tutti i malati, e gl'indemoniati.
33 και η πολις ολη ητο συνηγμενη εμπροσθεν της θυρας?33 E tutta la città si era affollata alla porta.
34 και εθεραπευσε πολλους πασχοντας διαφορους αρρωστιας, και δαιμονια πολλα εξεβαλε, και δεν αφινε τα δαιμονια να λαλωσιν, επειδη εγνωριζον αυτον.34 E curò molti afflitti da varj malori e cacciò molti demonj, e non permetteva loro di dire, che lo conoscevano.
35 Και το πρωι ενω ητο ορθρος βαθυς, σηκωθεις εξηλθε? και υπηγεν εις ερημον τοπον και εκει προσηυχετο.35 E alzatosi di gran mattina usci fuora, ed andò in un luogo solitario, e quivi stava in orazione.
36 Και εδραμον κατοπιν αυτου ο Σιμων και οι μετ' αυτου,36 Ma Simone, e quelli, che si trovavan con lui, gli tenner dietro.
37 και ευροντες αυτον λεγουσι προς αυτον οτι παντες σε ζητουσι.37 E trovatolo, gli dissero: Tutti ti cercano.
38 Και λεγει προς αυτους? Ας υπαγωμεν εις τας πλησιον κωμοπολεις, δια να κηρυξω και εκει? επειδη δια τουτο εξηλθον.38 Ed egli disse loro: Andiamo per li villaggi, e per le vicine città, affinchè quivi ancora io predichi: dappoiché a questo fine sono venuto.
39 Και εκηρυττεν εν ταις συναγωγαις αυτων εις ολην την Γαλιλαιαν και εξεβαλλε τα δαιμονια.39 E andava predicando nelle loro sinagoge, e per tutta la Galilea, e discacciava i demonj.
40 Και ερχεται προς αυτον λεπρος παρακαλων αυτον και γονυπετων εμπροσθεν αυτου και λεγων προς αυτον οτι, εαν θελης, δυνασαι να με καθαρισης.40 E andò a trovarlo un lebbroso, il quale raccomandandosi a lui, e inginocchiatosi gli disse: Se vuoi; tu puoi mondarmi.
41 Ο δε Ιησους σπλαγχνισθεις, εξετεινε την χειρα και ηγγισεν αυτον και λεγει προς αυτον? Θελω, καθαρισθητι.41 E Gesù mosso a compassione, stese la sua mano, e toccandolo, disselli: Io voglio. Sii mondato.
42 Και ως ειπε τουτο, ευθυς εφυγεν απ' αυτου η λεπρα, και εκαθαρισθη.42 E detto che egli ebbe, spari da colui la lebbra, e fu mondato.
43 Και προσταξας αυτον εντονως, ευθυς απεπεμψεν αυτον43 E Gesù con rampogne subito lo cacciò via:
44 και λεγει προς αυτον? Προσεχε μη ειπης προς μηδενα μηδεν, αλλ' υπαγε, δειξον σεαυτον εις τον ιερεα και προσφερε περι του καθαρισμου σου οσα προσεταξεν ο Μωυσης δια μαρτυριαν εις αυτους.44 E gli disse: Guardati dal dir nulla chicchessia; ma va, fatti vedere al principe de' sacerdoti, e offerisci per la tua purgazione quello, che ha ordinato Mosè in testimonianza (di rispetto) per essi.
45 Αλλ' εκεινος εξελθων ηρχισε να κηρυττη πολλα και να διαφημιζη τον λογον, ωστε πλεον δεν ηδυνατο αυτος να εισελθη φανερα εις πολιν, αλλ' ητο εξω εν ερημοις τοποις? και ηρχοντο προς αυτον πανταχοθεν.45 Ma quegli andatosene, cominciò a vociferare, e pubblicare il fatto; talmente che non poteva più entrare scopertamente in città; ma se ne stava fuori in luoghi solitarj, e andavano a trovarlo da tutte le parti.