Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo - Matthew 25


font
GREEK BIBLEBIBBIA RICCIOTTI
1 Τοτε θελει ομοιωθη η βασιλεια των ουρανων με δεκα παρθενους, αιτινες λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων εξηλθον εις απαντησιν του νυμφιου.1 - Allora il regno de' cieli sarà simile a dieci vergini, le quali, prese le loro lampade, uscirono incontro allo sposo.
2 Πεντε δε εξ αυτων ησαν φρονιμοι και πεντε μωραι.2 Di esse cinque erano stolte e cinque prudenti.
3 Αιτινες μωραι, λαβουσαι τας λαμπαδας αυτων, δεν ελαβον μεθ' εαυτων ελαιον?3 Or le stolte, nel prendere le lampade, non s'eran provvedute d'olio;
4 αι φρονιμοι ομως ελαβον ελαιον εν τοις αγγειοις αυτων μετα των λαμπαδων αυτων.4 le prudenti invece portarono insieme con le lampade, anche l'olio nei vasetti.
5 Και επειδη ο νυμφιος εβραδυνεν, ενυσταξαν πασαι και εκοιμωντο.5 Siccome lo sposo tardava, cominciarono a sonnecchiare e si addormentarono.
6 Εν τω μεσω δε της νυκτος εγεινε κραυγη? Ιδου, ο νυμφιος ερχεται, εξελθετε εις απαντησιν αυτου.6 Sulla mezzanotte s'udì un grido: - Ecco lo sposo, che viene, andategli incontro! -
7 Τοτε εσηκωθησαν πασαι αι παρθενοι εκειναι και ητοιμασαν τας λαμπαδας αυτων.7 Si levarono allora tutte quelle vergini e prepararon le lampade.
8 Και αι μωραι ειπον προς τας φρονιμους? Δοτε εις ημας εκ του ελαιου σας, διοτι αι λαμπαδες ημων σβυνονται.8 E le stolte dissero alle prudenti: - Dateci un po' del vostro olio perchè le nostre lampade si spengono. -
9 Απεκριθησαν δε αι φρονιμοι, λεγουσαι? Μηποτε δεν αρκεση εις ημας και εις εσας? οθεν υπαγετε καλλιον προς τους πωλουντας και αγορασατε εις εαυτας.9 Ma le prudenti risposero: - No, che poi non basterebbe nè a noi nè a voi; andatevene piuttosto da quelli che lo vendono e compratene. -
10 Ενω δε απηρχοντο δια να αγορασωσιν, ηλθεν ο νυμφιος και αι ετοιμοι εισηλθον μετ' αυτου εις τους γαμους, και εκλεισθη η θυρα.10 Ma, intanto che esse andavano a comprarne, arrivò lo sposo; e quelle che eran pronte, entraron con lui nella sala delle nozze e l'uscio fu chiuso.
11 Υστερον δε ερχονται και αι λοιπαι παρθενοι, λεγουσαι? Κυριε, Κυριε, ανοιξον εις ημας.11 Più tardi, vennero l'altre vergini, dicendo: - Signore, Signore, aprici! -
12 Ο δε αποκριθεις ειπεν? Αληθως σας λεγω, δεν σας γνωριζω.12 Ma egli rispose: - In verità vi dico: non vi conosco. -
13 Αγρυπνειτε λοιπον, διοτι δεν εξευρετε την ημεραν ουδε την ωραν, καθ' ην ο Υιος του ανθρωπου ερχεται.13 Vigilate, dunque, poichè non sapete nè il giorno nè l'ora.
14 Διοτι θελει ελθει ως ανθρωπος, οστις αποδημων εκαλεσε τους δουλους αυτου και παρεδωκεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου,14 Poichè avverrà come di un uomo, il quale sul punto di mettersi in viaggio, chiamò i suoi servi e consegnò loro i suoi beni.
15 και εις αλλον μεν εδωκε πεντε ταλαντα, εις αλλον δε δυο, εις αλλον δε εν, εις εκαστον κατα την ιδιαν αυτου ικανοτητα, και απεδημησεν ευθυς.15 A uno diede cinque talenti, a un altro due e a un altro uno, a ciascuno secondo la sua capacità, e subito partì.
16 Υπηγε δε ο λαβων τα πεντε ταλαντα και εργαζομενος δι' αυτων εκαμεν αλλα πεντε ταλαντα.16 Colui che aveva ricevuto cinque talenti andò subito a trafficarli e ne guadagnò altri cinque.
17 Ωσαυτως και ο τα δυο εκερδησε και αυτος αλλα δυο.17 Allo stesso modo colui che n'aveva ricevuti due, ne guadagnò altri due.
18 Ο δε λαβων το εν υπηγε και εσκαψεν εις την γην και εκρυψε το αργυριον του κυριου αυτου.18 Ma chi ne aveva ricevuto uno, se ne andò a fare una buca in terra e vi sotterrò il denaro del suo padrone.
19 Μετα δε καιρον πολυν ερχεται ο κυριος των δουλων εκεινων και θεωρει λογαριασμον μετ' αυτων.19 Dopo molto tempo ritornò il padrone di quei servi e li chiamò a rendere i conti.
20 Και ελθων ο λαβων τα πεντε ταλαντα, προσεφερεν αλλα πεντε ταλαντα, λεγων? Κυριε, πεντε ταλαντα μοι παρεδωκας? ιδου, αλλα πεντε ταλαντα εκερδησα επ' αυτοις.20 Venne chi aveva ricevuto cinque talenti e ne presentò altri cinque, dicendo: - Signore, mi hai affidato cinque talenti, ecco, ne ho guadagnati altri cinque. -
21 Και ειπε προς αυτον ο κυριος αυτου? Ευγε, δουλε αγαθε και πιστε? εις τα ολιγα εσταθης πιστος, επι πολλων θελω σε καταστησει? εισελθε εις την χαραν του κυριου σου.21 Il suo padrone gli rispose: - Va bene, servo buono e fedele; sei stato fedele nel poco, ti darò autorità sul molto; entra nel gaudio del tuo padrone. -
22 Προσελθων δε και ο λαβων τα δυο ταλαντα ειπε? Κυριε, δυο ταλαντα μοι παρεδωκας? ιδου, αλλα δυο ταλαντα εκερδησα επ' αυτοις.22 Si presentò poi anche quello che aveva ricevuto due talenti e disse: - Signore, tu mi hai affidato due talenti; ecco, ne ho guadagnati altri due. -
23 Ειπε προς αυτον ο κυριος αυτου? Ευγε, δουλε αγαθε και πιστε? εις τα ολιγα εσταθης πιστος, επι πολλων θελω σε καταστησει? εισελθε εις την χαραν του κυριου σου.23 Il padrone gli disse: - Va bene, servo buono e fedele; sei stato fedele nel poco, ti darò autorità sul molto; entra nel gaudio del tuo padrone. -
24 Προσελθων δε και ο λαβων το εν ταλαντον, ειπε? Κυριε, σε εγνωρισα οτι εισαι σκληρος ανθρωπος, θεριζων οπου δεν εσπειρας και συναγων οθεν δεν διεσκορπισας?24 Venne pure quello che aveva ricevuto un solo talento e disse: - Signore, io sapevo che tu sei uomo severo, che mieti dove non hai seminato e raccogli dove non hai sparso;
25 και φοβηθεις υπηγα και εκρυψα το ταλαντον σου εν τη γη? ιδου, εχεις το σον.25 ebbi paura e andai a nascondere il tuo talento sotterra; eccoti il tuo. -
26 Αποκριθεις δε ο κυριος αυτου, ειπε προς αυτον? Πονηρε δουλε και οκνηρε? ηξευρες οτι θεριζω οπου δεν εσπειρα και συναγω οθεν δεν διεσκορπισα?26 Ma il padrone gli rispose così: - Servo iniquo e infingardo, sapevi che io mieto dove non ho seminato e raccolgo dove non ho sparso;
27 επρεπε λοιπον να βαλης το αργυριον μου εις τους τραπεζιτας, και ελθων εγω ηθελον λαβει το εμον μετα τοκου.27 dovevi dunque portare il mio denaro ai banchieri, e al mio ritorno avrei ritirato il mio con l'interesse.
28 Λαβετε λοιπον απ' αυτου το ταλαντον, και δοτε εις τον εχοντα τα δεκα ταλαντα.28 Toglietegli perciò il talento e datelo a colui che ne ha dieci;
29 Διοτι εις παντα τον εχοντα θελει δοθη και περισσευθη, απο δε του μη εχοντος και εκεινο το οποιον εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.29 perchè a chi ha, sarà dato di più ed egli sarà nell'abbondanza; ma a chi non ha, sarà tolto anche quel [poco] che ha.
30 Και τον αχρειον δουλον ριψατε εις το σκοτος το εξωτερον? εκει θελει εισθαι ο κλαυθμος και ο τριγμος των οδοντων.30 E questo servo inutile gettatelo nelle tenebre esterne; ivi sarà pianto e stridor di denti. - Il giudizio finale
31 Οταν δε ελθη ο ιος του ανθρωπου εν τη δοξη αυτου και παντες οι αγιοι αγγελοι μετ' αυτου, τοτε θελει καθησει επι του θρονου της δοξης αυτου,31 Quando il Figliuol dell'uomo verrà nella sua gloria con tutti gli angeli, allora sederà sul trono della sua gloria.
32 και θελουσι συναχθη εμπροσθεν αυτου παντα τα εθνη, και θελει χωρισει αυτους απ' αλληλων, καθως ο ποιμην χωριζει τα προβατα απο των εριφιων,32 Tutte le genti saranno adunate innanzi a lui ed egli separerà gli uni dagli altri, come il pastore separa le pecore dai capretti
33 και θελει στησει τα μεν προβατα εκ δεξιων αυτου, τα δε εριφια εξ αριστερων.33 e metterà le pecore alla sua destra e i capretti alla sinistra.
34 Τοτε ο Βασιλευς θελει ειπει προς τους εκ δεξιων αυτου? Ελθετε οι ευλογημενοι του Πατρος μου, κληρονομησατε την ητοιμασμενην εις εσας βασιλειαν απο καταβολης κοσμου.34 Allora il Re dirà a quanti saranno alla sua destra: - Venite, o benedetti dal Padre mio; possedete il regno che vi è stato preparato fin dalla fondazione del mondo.
35 Διοτι επεινασα, και μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και με εποτισατε, ξενος ημην, και με εφιλοξενησατε,35 Perchè io ebbi fame e voi mi deste da mangiare; ebbi sete e mi deste da bere; fui pellegrino e m'avete accolto;
36 γυμνος, και με ενεδυσατε, ησθενησα, και με επεσκεφθητε, εν φυλακη ημην, και ηλθετε προς εμε.36 fui ignudo e m'avete rivestito; fui infermo e mi visitaste; fui in prigione e mi veniste a trovare. -
37 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον οι δικαιοι, λεγοντες? Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα και εθρεψαμεν, η διψωντα και εποτισαμεν;37 Allora i giusti gli domanderanno: - Signore, quando mai ti abbiam visto aver fame e ti abbiam dato da mangiare? e aver sete e ti abbiam dato da bere?
38 ποτε δε σε ειδομεν ξενον και εφιλοξενησαμεν, η γυμνον και ενεδυσαμεν;38 Quando t'abbiam veduto pellegrino e ti abbiamo accolto? o ignudo e ti abbiam rivestito?
39 ποτε δε σε ειδομεν ασθενη η εν φυλακη και ηλθομεν προς σε;39 Quando mai ti abbiam veduto infermo o in prigione e siam venuti a trovarti? -
40 Και αποκριθεις ο Βασιλευς θελει ειπει προς αυτους? Αληθως σας λεγω, καθ' οσον εκαμετε εις ενα τουτων των αδελφων μου των ελαχιστων, εις εμε εκαμετε.40 E il Re risponderà loro: - In verità vi dico, che tutte le volte che avete fatto qualche cosa a uno di questi minimi tra i miei fratelli, l'avete fatta a me. -
41 Τοτε θελει ειπει και προς τους εξ αριστερων? Υπαγετε απ' εμου οι κατηραμενοι εις το πυρ το αιωνιον, το ητοιμασμενον δια τον διαβολον και τους αγγελους αυτου.41 Allora dirà a quelli di sinistra: - Andate via da me, maledetti, nel fuoco eterno, che è preparato per il diavolo e i suoi angeli.
42 Διοτι επεινασα, και δεν μοι εδωκατε να φαγω, εδιψησα, και δεν με εποτισατε,42 Perchè io ebbi fame e voi non mi deste da mangiare; ebbi sete e non mi deste da bere;
43 ξενος ημην, και δεν με εφιλοξενησατε, γυμνος, και δεν με ενεδυσατε, ασθενης και εν φυλακη, και δεν με επεσκεφθητε.43 fui pellegrino e non mi avete accolto; ignudo, e non mi rivestiste; infermo e in prigione e non mi veniste a trovare. -
44 Τοτε θελουσιν αποκριθη προς αυτον και αυτοι, λεγοντες? Κυριε, ποτε σε ειδομεν πεινωντα η διψωντα η ξενον η γυμνον η ασθενη η εν φυλακη, και δεν σε υπηρετησαμεν;44 Allora anche costoro domanderanno: - Signore, quando ti abbiam veduto aver fame o sete, o esser pellegrino, o ignudo, o infermo, o in prigione e non ti abbiamo assistito? -
45 Τοτε θελει αποκριθη προς αυτους, λεγων? Αληθως σας λεγω, καθ' οσον δεν εκαμετε εις ενα τουτων των ελαχιστων, ουδε εις εμε εκαμετε.45 Allora egli risponderà loro: - Io vi dico in verità che tutte le volte che voi non l'avete fatto a uno di questi minimi tra i miei fratelli, non l'avete fatto a me. -
46 Και θελουσιν απελθει ουτοι μεν εις κολασιν αιωνιον, οι δε δικαιοι εις ζωην αιωνιον.46 E questi se n'andranno nell'eterno supplizio, i giusti invece alla vita eterna».