Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Matteo - Matthew 20


font
GREEK BIBLEBIBLIA
1 Διοτι η βασιλεια των ουρανων ειναι ομοια με ανθρωπον οικοδεσποτην, οστις εξηλθεν αμα τω πρωι δια να μισθωση εργατας δια τον αμπελωνα αυτου.1 «En efecto, el Reino de los Cielos es semejante a un propietario que salió a primera hora de la mañana a contratar obreros para su viña.
2 Αφου δε συνεφωνησε μετα των εργατων προς εν δηναριον την ημεραν, απεστειλεν αυτους εις τον αμπελωνα αυτου.2 Habiéndose ajustado con los obreros en un denario al día, los envió a su viña.
3 Και εξελθων περι την τριτην ωραν, ειδεν αλλους ισταμενους εν τη αγορα αργους,3 Salió luego hacia la hora tercia y al ver a otros que estaban en la plaza parados,
4 και προς εκεινους ειπεν? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελω σας δωσει. Και εκεινοι υπηγον.4 les dijo: “Id también vosotros a mi viña, y os daré lo que sea justo.”
5 Παλιν εξελθων περι την εκτην και ενατην ωραν, εκαμεν ωσαυτως.5 Y ellos fueron. Volvió a salir a la hora sexta y a la nona e hizo lo mismo.
6 Περι δε την ενδεκατην ωραν εξελθων ευρεν αλλους ισταμενους αργους, και λεγει προς αυτους? Δια τι ιστασθε εδω ολην την ημεραν αργοι;6 Todavía salió a eso de la hora undécima y, al encontar a otros que estaban allí, les dice: “¿Por qué estáis aquí todo el día parados?”
7 Λεγουσι προς αυτον? Διοτι ουδεις εμισθωσεν ημας. Λεγει προς αυτους? Υπαγετε και σεις εις τον αμπελωνα, και ο, τι ειναι δικαιον θελετε λαβει.7 Dícenle: “Es que nadie nos ha contratado.” Díceles: “Id también vosotros a la viña.”
8 Αφου δε εγεινεν εσπερα, λεγει ο κυριος του αμπελωνος προς τον επιτροπον αυτου? Καλεσον τους εργατας και αποδος εις αυτους τον μισθον, αρχισας απο των εσχατων εως των πρωτων.8 Al atardecer, dice el dueño de la viña a su administrador: “Llama a los obreros y págales el jornal, empezando por los últimos hasta los primeros.”
9 Και ελθοντες οι περι την ενδεκατην ωραν μισθωθεντες, ελαβον ανα εν δηναριον.9 Vinieron, pues, los de la hora undécima y cobraron un denario cada uno.
10 Ελθοντες δε οι πρωτοι, ενομισαν οτι θελουσι λαβει πλειοτερα, ελαβον ομως και αυτοι ανα εν δηναριον.10 Al venir los primeros pensaron que cobrarían más, pero ellos también cobraron un denario cada uno.
11 Και λαβοντες εγογγυζον κατα του οικοδεσποτου,11 Y al cobrarlo, murmuraban contra el propietario,
12 λεγοντες οτι, Ουτοι οι εσχατοι μιαν ωραν εκαμον, και εκαμες αυτους ισους με ημας, οιτινες εβαστασαμεν το βαρος της ημερας και τον καυσωνα.12 diciendo: “Estos últimos no han trabajado más que una hora, y les pagas como a nosotros, que hemos aguantado el peso del día y el calor.”
13 Ο δε αποκριθεις ειπε προς ενα εξ αυτων? Φιλε, δεν σε αδικω? δεν συνεφωνησας εν δηναριον μετ' εμου;13 Pero él contestó a uno de ellos: “Amigo, no te hago ninguna injusticia. ¿No te ajustaste conmigo en un denario?
14 λαβε το σον και υπαγε? θελω δε να δωσω εις τουτον τον εσχατον ως και εις σε.14 Pues toma lo tuyo y vete. Por mi parte, quiero dar a este último lo mismo que a ti.
15 Η δεν εχω την εξουσιαν να καμω ο, τι θελω εις τα εμα; η ο οφθαλμος σου ειναι πονηρος διοτι εγω ειμαι αγαθος;15 ¿Es que no puedo hacer con lo mío lo que quiero? ¿O va a ser tu ojo malo porque yo soy bueno?”.
16 Ουτω θελουσιν εισθαι οι εσχατοι πρωτοι και οι πρωτοι εσχατοι? διοτι πολλοι ειναι οι κεκλημενοι, ολιγοι δε οι εκλεκτοι.16 Así, los últimos serán primeros y los primeros, últimos».
17 Και αναβαινων ο Ιησους εις Ιεροσολυμα, παρελαβε τους δωδεκα μαθητας κατ' ιδιαν εν τη οδω και ειπε προς αυτους.17 Cuando iba subiendo Jesús a Jerusalén, tomó aparte a los Doce, y les dijo por el camino:
18 Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και ο Υιος του ανθρωπου θελει παραδοθη εις τους αρχιερεις και γραμματεις και θελουσι καταδικασει αυτον εις θανατον,18 «Mirad que subimos a Jerusalén, y el Hijo del hombre será entregado a los sumos sacerdotes y escribas; le condenarán a muerte
19 και θελουσι παραδωσει αυτον εις τα εθνη δια να εμπαιξωσι και μαστιγωσωσι και σταυρωσωσι, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.19 y le entregarán a los gentiles, para burlarse de él, azotarle y crucificarle, y al tercer día resucitará.
20 Τοτε προσηλθε προς αυτον η μητηρ των υιων του Ζεβεδαιου μετα των υιων αυτης, προσκυνουσα και ζητουσα τι παρ' αυτου.20 Entonces se le acercó la madre de los hijos de Zebedeo con sus hijos, y se postró como para pedirle algo.
21 Ο δε ειπε προς αυτην? Τι θελεις; Λεγει προς αυτον? Ειπε να καθησωσιν ουτοι οι δυο υιοι μου εις εκ δεξιων σου και εις εξ αριστερων εν τη βασιλεια σου.21 El le dijo: «¿Qué quieres?» Dícele ella: «Manda que estos dos hijos míos se sienten, uno a tu derecha y otro a tu izquierda, en tu Reino».
22 Αποκριθεις δε ο Ιησους ειπε? Δεν εξευρετε τι ζητειτε. Δυνασθε να πιητε το ποτηριον, το οποιον εγω μελλω να πιω, και να βαπτισθητε το βαπτισμα, το οποιον εγω βαπτιζομαι; Λεγουσι προς αυτον? Δυναμεθα.22 Replicó Jesús: «No sabéis lo que pedís. ¿Podéis beber la copa que yo voy a beber?» Dícenle: «Sí, podemos».
23 Και λεγει προς αυτους? το μεν ποτηριον μου θελετε πιει; και το βαπτισμα το οποιον εγω βαπτιζομαι θελετε βαπτισθη? το να καθησητε ομως εκ δεξιων μου και εξ αριστερων μου δεν ειναι εμου να δωσω, ειμη εις οσους ειναι ητοιμασμενον υπο του Πατρος μου.23 Díceles: «Mi copa, sí la beberéis; pero sentarse a mi derecha o mi izquierda no es cosa mía el concederlo, sino que es para quienes está preparado por mi Padre.
24 Και ακουσαντες οι δεκα ηγανακτησαν περι των δυο αδελφων.24 Al oír esto los otros diez, se indignaron contra los dos hermanos.
25 Ο δε Ιησους προσκαλεσας αυτους, ειπεν? Εξευρετε οτι οι αρχοντες των εθνων κατακυριευουσιν αυτα και οι μεγαλοι κατεξουσιαζουσιν αυτα.25 Mas Jesús los llamó y dijo: «Sabéis que los jefes de las naciones las dominan como señores absolutos, y los grandes las oprimen con su poder.
26 Ουτως ομως δεν θελει εισθαι εν υμιν, αλλ' οστις θελει να γεινη μεγας εν υμιν, ας ηναι υπηρετης υμων,26 No ha de ser así entre vosotros, sino que el que quiera llegar a ser grande entre vosotros, será vuestro servidor,
27 και οστις θελη να ηναι πρωτος εν υμιν, ας ηναι δουλος υμων?27 y el que quiera ser el primero entre vosotros, será vuestro esclavo;
28 καθως ο Υιος του ανθρωπου δεν ηλθε δια να υπηρετηθη, αλλα δια να υπηρετηση και να δωση την ζωην αυτου λυτρον αντι πολλων.28 de la misma manera que el Hijo del hombre no ha venido a ser servido, sino a servir y a dar su vida como rescate por muchos».
29 Και ενω εξηρχοντο απο της Ιεριχω, ηκολουθησεν αυτον οχλος πολυς.29 Cuando salían de Jericó, le siguió una gran muchedumbre.
30 Και ιδου, δυο τυφλοι καθημενοι παρα την οδον, ακουσαντες οτι ο Ιησους διαβαινει, εκραξαν λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.30 En esto, dos ciegos que estaban sentados junto al camino, al enterarse que Jesús pasaba, se pusieron a gritar: «¡Señor, ten compasión de nosotros, Hijo de David!»
31 Ο δε οχλος επεπληξεν αυτους δια να σιωπησωσιν? αλλ' εκεινοι εκραζον δυνατωτερα, λεγοντες? Ελεησον ημας, Κυριε, υιε του Δαβιδ.31 La gente les increpó para que se callaran, pero ellos gritaron más fuerte: «¡Señor, ten compasión de nosotros, Hijo de David!»
32 Και σταθεις ο Ιησους, εκραξεν αυτους και ειπε? Τι θελετε να σας καμω;32 Entonces Jesús se detuvo, los llamó y dijo: «¿Qué queréis que os haga?»
33 Λεγουσι προς αυτον? Κυριε, να ανοιχθωσιν οι οφθαλμοι ημων.33 Dícenle: «¡Señor, que se abran nuestros ojos!»
34 Και ο Ιησους σπλαγχνισθεις ηγγισε τους οφθαλμους αυτων? και ευθυς ανεβλεψαν αυτων οι οφθαλμοι, και ηκολουθησαν αυτον.34 Movido a compasión Jesús tocó sus ojos, y al instante recobraron la vista; y le siguieron.