Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

ΙΩΝΑΣ - Giona - Jonah 1


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιωναν τον υιον του Αμαθι, λεγων,1 Une parole de Yahvé fut adressée à Jonas, fils d’Amittaï:
2 Σηκωθητι, υπαγε εις Νινευη, την πολιν την μεγαλην, και κηρυξον κατ' αυτης? διοτι η ασεβεια αυτων ανεβη ενωπιον μου.2 “Lève-toi, pars à Ninive, la Grande Ville, pour lui lancer des menaces, car leur méchanceté est montée jusqu’à moi.”
3 Και εσηκωθη ο Ιωνας δια να φυγη εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου και κατεβη εις Ιοππην? και ευρηκε πλοιον πορευομενον εις Θαρσεις, και εδωκε τον ναυλον αυτου και επεβη εις αυτο, δια να υπαγη μετ' αυτων εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου.3 Jonas partit, mais ce fut pour s’enfuir à Tarsis, loin de Yahvé. Il descendit à Jaffa où il trouva un bateau en partance pour Tarsis, il paya son billet et s’embarqua avec eux pour gagner Tarsis, loin de Yahvé.
4 Αλλ' ο Κυριος εξηγειρεν ανεμον μεγαν επι την θαλασσαν, και εγεινε κλυδων μεγας εν τη θαλασση και το πλοιον εκινδυνευε να συντριφθη.4 Mais Yahvé déchaîna sur la mer un grand vent et la tempête était si violente que le bateau menaçait de se briser.
5 Και εφοβηθησαν οι ναυται και ανεβοησαν εκαστος προς τον θεον αυτου και εκαμον εκβολην των εν τω πλοιω σκευων εις την θαλασσαν, δια να ελαφρωθη απ' αυτων? ο δε Ιωνας κατεβη εις το κοιλωμα του πλοιου και επλαγιασε και εκοιματο βαθεως.5 Les marins avaient peur et chacun invoquait son dieu; on jeta la cargaison à la mer afin d’alléger le bateau. Jonas cependant était descendu au fond du bateau pour s’y étendre et il dormait profondément.
6 Και επλησιασε προς αυτον ο πλοιαρχος και ειπε προς αυτον, Τι κοιμασαι συ; σηκωθητι, επικαλου τον Θεον σου, ισως ο Θεος μας ενθυμηθη και δεν χαθωμεν.6 Le commandant du bateau s’approcha de lui et lui dit: “Pourquoi dors-tu? Lève-toi et crie vers ton dieu! Peut-être Dieu se souviendra-t-il de nous et ne nous laissera pas périr.”
7 Και ειπον εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Ελθετε και ας ριψωμεν κληρους, δια να γνωρισωμεν τινος ενεκεν το κακον τουτο ειναι εφ' ημας. Και ερριψαν κληρους και επεσεν ο κληρος επι τον Ιωναν.7 Ils se dirent alors entre eux: “Jetons les sorts pour savoir qui nous a attiré ce malheur.” On tira donc au sort et le sort tomba sur Jonas.
8 Τοτε ειπον προς αυτον, Ειπε τωρα προς ημας, τινος ενεκεν το κακον τουτο ηλθεν εφ' ημας; Τι ειναι το εργον σου; και ποθεν ερχεσαι; τις ο τοπος σου; και εκ τινος λαου εισαι;8 Les autres lui demandèrent: “Ce malheur est bien dû à quelqu’un, dis-nous quel est ton métier et d’où tu viens. Quel est ton pays, à quel peuple appartiens-tu?”
9 Ο δε ειπε προς αυτους, Εγω ειμαι Εβραιος? και σεβομαι Κυριον τον Θεον του ουρανου, οστις εποιησε την θαλασσαν και την ξηραν.9 Et Jonas commença à leur raconter: “Je suis un Hébreu et je vénère Yahvé, le Dieu du ciel, celui qui a fait la mer et les continents…”
10 Τοτε εφοβηθησαν οι ανθρωποι φοβον μεγαν και ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; διοτι εγνωρισαν οι ανθρωποι, οτι εφευγεν απο προσωπου Κυριου, επειδη ειχεν αναγγειλει τουτο προς αυτους.10 Les autres furent remplis de crainte et lui dirent: “Qu’as-tu fait là?” Car maintenant ces hommes savaient qu’il fuyait loin de Yahvé: Jonas le leur avait dit.
11 Και ειπον προς αυτον, Τι να σε καμωμεν, δια να ησυχαση η θαλασσα αφ' ημων; διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον.11 Ils lui dirent: “Que devons-nous te faire pour que la mer se calme?” Car la mer se soulevait de plus en plus.
12 Και ειπε προς αυτους, Σηκωσατε με και ριψατε με εις την θαλασσαν, και η θαλασσα θελει ησυχασει αφ' υμων? διοτι εγω γνωριζω, οτι εξ αιτιας εμου εγεινεν ο μεγας ουτος κλυδων εφ' υμας.12 Jonas leur dit: “Prenez-moi et jetez-moi à la mer, et la mer se calmera, car je sais que c’est à cause de moi que cette grande tempête s’est levée.”
13 Οι ανθρωποι ομως εκωπηλατουν δυνατα δια να επιστρεψωσι προς την ξηραν? αλλα δεν εδυναντο, διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον κατ' αυτων.13 Les hommes avaient beau ramer de toutes leurs forces pour regagner la côte, ils étaient impuissants, car la mer se soulevait de plus en plus contre eux.
14 Οθεν ανεβοησαν προς τον Κυριον και ειπον, Δεομεθα, Κυριε, δεομεθα, ας μη χαθωμεν δια την ζωην του ανθρωπου τουτου και μη επιβαλης εφ' ημας αιμα αθωον? διοτι συ, Κυριε, εκαμες ως ηθελες.14 Ils lancèrent donc cet appel à Yahvé: “Ô Yahvé, ne nous fais pas périr à cause de cet homme et ne nous rends pas responsables de sa mort; c’est toi, Yahvé, qui as agi comme tu le voulais.”
15 Και εσηκωσαν τον Ιωναν και ερριψαν αυτον εις την θαλασσαν και η θαλασσα εσταθη απο του θυμου αυτης.15 Cela dit, ils prirent Jonas et le jetèrent à la mer et la mer se calma.
16 Τοτε οι ανθρωποι εφοβηθησαν τον Κυριον φοβον μεγαν και προσεφεραν θυσιαν εις τον Κυριον και εκαμον ευχας.16 Ces hommes furent remplis d’un profond respect pour Yahvé; ils lui offrirent un sacrifice et lui firent des promesses.
17 Και διεταξε Κυριος μεγα κητος να καταπιη τον Ιωναν. Και ητο ο Ιωνας εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας.