Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΙΕΖΕΚΙΗΛ - Ezechiele - Ezekiel 3


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, φαγε τουτο, το οποιον ευρισκεις? φαγε τουτον τον τομον και υπαγε να λαλησης προς τον οικον Ισραηλ.1 Ekkor azt mondta nekem: »Emberfia, ami előtted van, edd meg; edd meg ezt a tekercset és menj, beszélj Izrael fiaihoz.«
2 Και ηνοιξα το στομα μου και με εψωμισε τον τομον εκεινον.2 Erre felnyitottam számat, s ő megetette velem azt a tekercset
3 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, ας φαγη η κοιλια σου και ας εμπλησθωσι τα εντοσθια σου απο του τομου τουτου, τον οποιον εγω διδω εις σε. Και εφαγον και εγεινεν εν τω στοματι μου ως μελι υπο της γλυκυτητος.3 és így szólt hozzám: »Emberfia, a gyomrod vegye be, és belső részeid teljenek meg ezzel a tekerccsel, amelyet én neked adok.« Erre megettem azt, és olyan édes lett a számban, mint a méz.
4 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, υπαγε, εισελθε εις τον οικον του Ισραηλ και λαλησον τους λογους μου προς αυτους.4 Azt mondta nekem: »Emberfia, menj Izrael házához és intézd hozzájuk az én igéimet.
5 Διοτι δεν εξαποστελλεσαι προς λαον βαθυχειλον και βαρυγλωσσον αλλα προς τον οικον Ισραηλ?5 Mert nem érthetetlen beszédű és ismeretlen nyelvű néphez szól a te küldetésed, hanem Izrael házához,
6 ουχι προς λαους πολλους βαθυχειλους και βαρυγλωσσους, των οποιων τους λογους δεν εννοεις. Και προς τοιουτους εαν σε εξαπεστελλον, ουτοι ηθελον σου εισακουσει.6 és nem számos, érthetetlen beszédű és ismeretlen nyelvű néphez, amelyeknek nyelvét nem tudod megérteni – ha azokhoz küldenélek, ők hallgatnának rád! –
7 Ο οικος ομως Ισραηλ δεν θελει να σου ακουση? διοτι δεν θελουσι να εισακουωσιν εμου? επειδη πας ο οικος Ισραηλ ειναι σκληρομετωπος και σκληροκαρδιος.7 Izrael háza azonban nem akar rád hallgatni, mert nem akar rám hallgatni; Izrael egész házának ugyanis kemény a homloka és megátalkodott a szíve.
8 Ιδου, εκαμον το προσωπον σου δυνατον εναντιον των προσωπων αυτων και το μετωπον σου, δυνατον εναντιον των μετωπων αυτων.8 Íme, arcodat keményebbé teszem az ő arcuknál, és homlokodat keményebbé az ő homlokuknál.
9 Ως αδαμαντα σκληροτερον χαλικος εκαμον το μετωπον σου? μη φοβηθης αυτους και μη τρομαξης απο προσωπου αυτων, διοτι ειναι οικος αποστατης.9 Gyémánthoz és kovához teszem hasonlóvá arcodat; ne félj tőlük és ne ijedj meg arcuktól, mert ellenszegülő ház ez!«
10 Και ειπε προς εμε, Υιε ανθρωπου, παντας τους λογους μου, τους οποιους θελω λαλησει προς σε, λαβε εν τη καρδια σου και ακουσον με τα ωτα σου.10 Azt mondta nekem: »Emberfia! Minden beszédemet, amelyet hozzád intézek, fogadd szívedbe és hallgasd meg füleddel;
11 Και υπαγε, εισελθε προς τους αιχμαλωτισθεντας, προς τους υιους του λαου σου, και λαλησον προς αυτους και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος, εαν τε ακουσωσιν, εαν τε απειθησωσι.11 aztán menj a száműzöttekhez, néped fiaihoz, szólj hozzájuk és mondjad nekik: Így szól az Úr Isten! Hátha meghallgatják és elhagyják bűneiket!«
12 Και με εσηκωσε το πνευμα, και ηκουσα οπισθεν μου φωνην μεγαλης συγκινησεως λεγοντων, Ευλογημενη η δοξα του Κυριου εκ του τοπου αυτου.12 Erre a lélek elragadott engem, és magam mögött nagy földindulás robaját hallottam, amint Isten dicsősége felemelkedett a helyéről,
13 Και ηκουσα τον ηχον των πτερυγων των ζωων, αιτινες συνειχοντο η μια μετα της αλλης, και τον ηχον των τροχων απεναντι τουτων και φωνην μεγαλης συγκινησεως.13 és az élőlények egymást verdeső szárnyainak csattogását, az élőlényeket kísérő kerekek robogását, meg a nagy földindulás robaját.
14 Και με υψωσε το πνευμα και με ελαβε και υπηγα εν πικρια και εν αγανακτησει του πνευματος μου? πλην η χειρ του Κυριου ητο κραταια επ' εμε.14 Engem is felemelt a lélek és elragadott. Ekkor elmentem keserűséggel lelkem felindulásában, de az Úr keze velem volt és megerősített engem.
15 Και ηλθον προς τους μετοικισθεντας εις Τελαβιβ, τους κατοικουντας παρα τον ποταμον Χεβαρ, και εκαθησα οπου εκεινοι εκαθηντο και παρεμεινα εκει μεταξυ αυτων επτα ημερας εκστατικος.15 Erre elmentem a száműzöttekhez Tel-Abíbba, azokhoz, akik a Kebár folyó mellett laktak; aztán leültem oda, ahol ők ültek, és hét napig maradtam ott és szomorkodtam közöttük.
16 Και μετα τας επτα ημερας εγεινε λογος Κυριου προς εμε, λεγων,16 Amikor pedig elmúlt a hét nap, az Úr ezt a szózatot intézte hozzám:
17 Υιε ανθρωπου, σε κατεστησα φυλακα επι τον οικον Ισραηλ? ακουσον λοιπον λογον εκ του στοματος μου και νουθετησον αυτους παρ' εμου.17 »Emberfia, őrállóul rendeltelek Izrael házához; ha hallod a szót az én számból, hirdesd azt nekik az én nevemben.
18 Οταν λεγω προς τον ανομον, Εξαπαντος θελεις θανατωθη, και συ δεν νουθετησης αυτον και δεν λαλησης δια να αποτρεψης τον ανομον απο της οδου αυτου της ανομου, ωστε να σωσης την ζωην αυτου, εκεινος μεν ο ανομος θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου? πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου.18 Ha azt mondom a gonosznak: ‘Halállal halsz meg!’ – és te nem hirdeted neki, és nem beszélsz, hogy megtérjen gonosz útjáról és éljen, maga a gonosz a saját gonoszsága miatt hal ugyan meg, de a vérét a te kezeden keresem.
19 Αλλ' εαν συ μεν νουθετησης τον ανομον, αυτος ομως δεν επιστρεφη απο της ανομιας αυτου και απο της οδου αυτου της ανομου, εκεινος μεν θελει αποθανει εν τη ανομια αυτου, συ δε ηλευθερωσας την ψυχην σου.19 Ha azonban hirdeted a gonosznak, de ő nem tér meg gonoszságából és gonosz útjáról, ő maga ugyan meghal istentelensége miatt, te azonban megmentetted lelkedet.
20 Παλιν, εαν ο δικαιος εκτραπη απο της δικαιοσυνης αυτου και πραξη ανομιαν, και εγω θεσω προσκομμα εμπροσθεν αυτου? εκεινος θελει αποθανει? επειδη δεν εδωκας εις αυτον νουθεσιαν θελει αποθανει εν τη αμαρτια αυτου, και η δικαιοσυνη αυτου, την οποιαν εκαμε, δεν θελει μνημονευθη? πλην εκ της χειρος σου θελω ζητησει το αιμα αυτου.20 De ha az igaz is eltér igazságosságától és istentelenséget cselekszik, akkor akadályt rakok elé és ő meghal; azért, mivel te nem figyelmeztetted őt, meghal bűne miatt, és nem lesz emlékezete igazságosságának, amelyet cselekedett, vérét azonban a te kezeden keresem.
21 Εαν ομως συ νουθετησης τον δικαιον δια να μη αμαρτηση και αυτος δεν αμαρτηση, ο δικαιος θελει βεβαιως ζησει, διοτι ενουθετηθη? και συ ηλευθερωσας την ψυχην σου.21 Ha azonban te figyelmeztetted az igazat, hogy ne vétkezzék az igaz, és ő nem vétkezik, valóban élni fog, mert figyelmeztetted őt, s így megmentetted lelkedet.«
22 Και εσταθη εκει η χειρ του Κυριου επ' εμε και ειπε προς εμε, Σηκωθητι, εξελθε εις την πεδιαδα και εκει θελω λαλησει προς σε.22 Akkor rajtam volt az Úr keze, és azt mondta nekem: »Kelj fel, menj ki a mezőre, hogy ott beszéljek veled.«
23 Και εσηκωθην και εξηλθον εις την πεδιαδα και ιδου, η δοξα του Κυριου ιστατο εκει, ως η δοξα την οποιαν ειδον παρα τον ποταμον Χεβαρ? και επεσον επι προσωπον μου.23 Felkeltem, kimentem a mezőre, és íme, ott állt az Úr dicsősége, mint az a dicsőség, amelyet a Kebár folyó mellett láttam; és arcra borultam.
24 Και εισηλθε το πνευμα εις εμε και με εστησεν επι τους ποδας μου και ελαλησε προς εμε και μοι ειπεν, Υπαγε, κλεισθητι εντος της οικιας σου.24 Erre belém jött a lélek és lábra állított; beszélt nekem és így szólt hozzám: »Menj be és zárkózz be házad belsejébe.
25 Διοτι, οσον περι σου, υιε ανθρωπου, ιδου, θελουσι βαλει επι σε δεσμα και θελουσι σε δεσει με αυτα και δεν θελεις εξελθει εις το μεσον αυτων.25 Rád pedig, emberfia, íme, bilincseket raknak, megkötöznek velük, és nem mégy ki közülük.
26 Και την γλωσσαν σου θελω κολλησει προς τον λαρυγγα σου και θελεις γεινει αλαλος? και δεν θελεις εισθαι προς αυτους ανηρ ελεγχων, διοτι ειναι οικος αποστατης.26 A nyelvedet szájpadlásodhoz tapasztom; néma leszel, s nem leszel olyan, mint a korholó férfi, mert ellenszegülő ház ez!
27 Πλην οταν λαλησω προς σε, θελω ανοιξει το στομα σου και θελεις ειπει προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος? Ο ακουων ας ακουη? και ο απειθων ας απειθη? διοτι ειναι οικος αποστατης.27 Amikor pedig szólok neked, megnyitom szádat, és te ezt mondod nekik: Így szól az Úr Isten: a Aki hallja, hallja meg, és aki elhagyja, hagyja el bűnét, mert ellenszegülő ház ez!«