Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

ΙΕΡΕΜΙΑΣ - Geremia - Jeremiah 22


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ουτω λεγει Κυριος? Καταβηθι εις τον οικον του βασιλεως του Ιουδα και λαλησον εκει τον λογον τουτον,1 Így szólt az Úr: »Menj le Júda királyának házába, mondd ott ezt az igét,
2 και ειπε, Ακουσον τον λογον του Κυριου, βασιλευ του Ιουδα, ο καθημενος επι του θρονου του Δαβιδ, συ και οι δουλοι σου και ο λαος σου, οι εισερχομενοι δια των πυλων τουτων?2 és mondd: Halld az Úr igéjét, Júda királya, aki Dávid trónján ülsz, te, a szolgáid és a néped, akik bementek ezeken a kapukon!
3 Ουτω λεγει Κυριος? Καμνετε κρισιν και δικαιοσυνην και ελευθερονετε τον γεγυμνωμενον εκ της χειρος του δυναστου? και μη αδικειτε μηδε καταδυναστευετε τον ξενον, τον ορφανον και την χηραν και αιμα αθωον μη χυνετε εν τω τοπω τουτω.3 Így szól az Úr: Szolgáltassatok jogot és igazságot, mentsétek meg a kiraboltat az elnyomó kezéből! A jövevényt, az árvát és az özvegyet ne nyomorgassátok, ne erőszakoskodjatok, és ártatlan vért ne ontsatok ezen a helyen!
4 Διοτι εαν τωοντι καμνητε τον λογον τουτον, τοτε θελουσιν εισελθει δια των πυλων του οικου τουτου βασιλεις καθημενοι επι του θρονου του Δαβιδ, εποχουμενοι επι αμαξων και ιππων, αυτοι και οι δουλοι αυτων και ο λαος αυτων.4 Mert ha valóban megteszitek ezt az igét, akkor ennek a háznak kapuin királyok fognak bemenni, akik Dávid trónján ülnek, kocsikon és lovakon járnak, ő, a szolgái és a népe.
5 Αλλ' εαν δεν ακουσητε τους λογους τουτους, ομνυω εις εμαυτον, λεγει Κυριος, οτι ο οικος ουτος θελει κατασταθη ερημος.5 De ha nem hallgattok ezekre az igékre, önmagamra esküszöm – mondja az Úr –, hogy rommá lesz ez a ház!
6 Διοτι ουτω λεγει Κυριος προς τον οικον του βασιλεως του Ιουδα. Συ εισαι Γαλααδ εις εμε και κορυφη του Λιβανου? αλλα θελω σε καταστησει ερημιαν, πολεις ακατοικητους.6 Mert így szól az Úr Júda királyának házáról: Gileád vagy előttem, a Libanon csúcsa, bizony mégis pusztasággá teszlek, lakatlan városokká.
7 Και θελω ετοιμασει εναντιον σου εξολοθρευτας, εκαστον μετα των οπλων αυτου? και θελουσι κατακοψει τας εκλεκτας κεδρους σου και ριψει εις το πυρ.7 Pusztítókat szentelek föl ellened, férfit és fegyvereit; kivágják válogatott cédrusaidat, és tűzre vetik.
8 Και πολλα εθνη θελουσι διαβη δια της πολεως ταυτης και θελουσιν ειπει εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Δια τι ο Κυριος εκαμεν ουτως εις ταυτην την μεγαλην πολιν;8 Sok nemzet fog átmenni ezen a városon, és azt mondja egyik a másiknak: ‘Miért tett így az Úr ezzel a nagy várossal?’
9 Και θελουσιν αποκριθη, Διοτι εγκατελιπον την διαθηκην Κυριου του Θεου αυτων και προσεκυνησαν αλλους θεους και ελατρευσαν αυτους.9 Erre azt felelik: ‘Mert elhagyták az Úrnak, az ő Istenüknek szövetségét, más istenek előtt borultak le, és azoknak szolgáltak.’«
10 Μη κλαιετε τον αποθανοντα και μη θρηνειτε αυτον? κλαυσατε πικρως τον εξερχομενον, διοτι δεν θελει επιστρεψει πλεον και ιδει την γην της γεννησεως αυτου.10 Ne sirassátok a halottat, és ne mutassatok részvétet iránta! Inkább sirassátok keservesen azt, aki elmegy, mert nem tér vissza többé, és nem látja meg szülőföldjét!
11 Διοτι ουτω λεγει Κυριος περι του Σαλλουμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα, του βασιλευοντος αντι Ιωσιου του πατρος αυτου, οστις εξηλθεν εκ του τοπου τουτου? Δεν θελει επιστρεψει εκει πλεον,11 Mert így szól az Úr Sallumról, Jozija fiáról, Júda királyáról, aki atyja, Jozija után lett király: »Aki eltávozott erről a helyről, nem tér vissza ide többé;
12 αλλα θελει αποθανει εν τω τοπω οπου εφεραν αυτον αιχμαλωτον, και δεν θελει ιδει πλεον την γην ταυτην.12 hanem azon a helyen fog meghalni, ahová fogságba vitték, és ezt a földet nem látja meg többé.«
13 Ουαι εις τον οικοδομουντα τον οικον αυτου ουχι εν δικαιοσυνη και τα υπερωα αυτου ουχι εν ευθυτητι, τον μεταχειριζομενον την εργασιαν του πλησιον αυτου αμισθι και μη αποδιδοντα εις αυτον τον μισθον του κοπου αυτου,13 Jaj annak, aki házát igazságtalansággal építi, és felső termeit jogtalansággal; embertársával ingyen dolgoztat, és bérét nem adja meg neki;
14 τον λεγοντα, Θελω οικοδομησει εις εμαυτον οικον μεγαν και υπερωα ευρυχωρα, και ανοιγοντα εις εαυτον παραθυρα και στεγαζοντα με κεδρον και χρωματιζοντα με μιλτον.14 aki így szól: »Tágas házat építek magamnak, és széles felső termeket;« ablakot vág rá, cédrusfával burkolja, és befesti vörösre!
15 Θελεις βασιλευει, διοτι εγκλειεις σεαυτον εις κεδρον; ο πατηρ σου δεν ετρωγε και επινε, και επειδη εκαμνε κρισιν και δικαιοσυνην, ευημερει;15 Attól vagy-e király, hogy versengsz a cédrusért? Atyád talán nem evett és ivott? De jogot és igazságot szolgáltatott, azért jól ment a dolga.
16 Εκρινε την κρισιν του πτωχου και του πενητος και τοτε ευημερει? δεν ητο τουτο να με γνωριζη; λεγει Κυριος.16 Igazságosan ítélt a szegény és nyomorult perében, azért jól mentek a dolgok. »Nemde ezt jelenti ismerni engem?« – mondja az Úr.
17 Αλλ' οι οφθαλμοι σου και η καρδια σου δεν ειναι παρα εις την πλεονεξιαν σου και εις το να εκχεης αιμα αθωον και εις την δυναστειαν και εις την βιαν, δια να καμνης ταυτα.17 De a te szemed és szíved nem figyel másra, csak a magad nyereségére, az ártatlan vérének kiontására, az elnyomásra és a sanyargatásra.
18 Δια τουτο ουτω λεγει Κυριος περι του Ιωακειμ, υιου του Ιωσιου, βασιλεως του Ιουδα? Δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι αδελφε μου Ουαι αδελφη δεν θελουσι κλαυσει αυτον, λεγοντες, Ουαι κυριε η, Ουαι δοξα18 Ezért így szól az Úr Joakimról, Jozija fiáról, Júda királyáról: »Nem siratják őt: ‘Jaj, testvérem! Jaj, nővérem!’ Nem siratják őt: ‘Jaj, uram! Jaj, őfelsége!’
19 Θελει ταφη ταφην ονου, συρομενος και ριπτομενος περαν των πυλων της Ιερουσαλημ.19 Úgy fogják eltemetni, mint egy szamarat, kivonszolják és kidobják Jeruzsálem kapuin túl.«
20 Αναβηθι εις τον Λιβανον και βοησον και υψωσον την φωνην σου προς την Βασαν και βοησον απο Αβαριμ? διοτι ηφανισθησαν παντες οι ερασται σου.20 Menj föl a Libanonra, és kiálts, Básánban hallasd hangodat! Kiálts az Abárimról, mert összetörtek mind a szeretőid!
21 Ελαλησα προς σε εν τη ευημερια σου, αλλ' ειπας, Δεν θελω ακουσει? ουτος εσταθη ο τροπος σου εκ νεοτητος σου, οτι δεν υπηκουσας εις την φωνην μου.21 Szóltam hozzád, amikor biztonságban voltál, de azt mondtad: »Nem hallgatom meg!« Ez a te utad ifjúkorod óta, hogy nem hallgatsz a szavamra.
22 Ο ανεμος θελει καταβοσκησει παντας τους ποιμενας σου και οι ερασται σου θελουσιν υπαγει εις αιχμαλωσιαν? τοτε, ναι, θελεις αισχυνθη και εντραπη δια πασας τας ασεβειας σου.22 Minden pásztorodat szél legelteti, és szeretőid fogságba mennek; bizony, akkor majd szégyenkezel és pirulsz minden gonoszságod miatt.
23 Συ ητις κατοικεις εν τω Λιβανω, ητις καμνεις την φωλεαν σου εν ταις κεδροις, ποσον αξιοθρηνητος θελεις εισθαι, οταν ελθωσι λυπαι επι σε, ωδινες ως τικτουσης.23 Aki a Libanonon laksz, és a cédrusokon fészkelsz, hogy fogsz sóhajtozni, amikor fájdalmak jönnek rád, vajúdás, mint a szülő asszonyra!
24 Ζω εγω, λεγει Κυριος, και εαν ο Χονιας, ο υιος του Ιωακειμ, βασιλευς του Ιουδα, ηθελε γεινει σφραγις επι την δεξιαν μου χειρα, και εκειθεν ηθελον σε αποσπασει?24 »Amint igaz, hogy élek én – mondja az Úr –, ha Jojachin, Joakim fia, Júda királya pecsétgyűrű volna is jobb kezemen, bizony onnan is leszakítanám!
25 και θελω σε παραδωσει εις την χειρα των ζητουντων την ψυχην σου και εις την χειρα εκεινων, των οποιων το προσωπον φοβεισαι, ναι, εις την χειρα του Ναβουχοδονοσορ βασιλεως της Βαβυλωνος και εις την χειρα των Χαλδαιων.25 Azok kezébe adlak, akik életedre törnek, és azok kezébe, akiktől félsz: Nebukadnezárnak, Babilon királyának kezébe és a káldeaiak kezébe.
26 Και θελω απορριψει σε και την μητερα σου, ητις σε εγεννησεν, εις γην ξενην οπου δεν εγεννηθητε, και εκει θελετε αποθανει.26 Elhajítalak téged és anyádat, aki szült téged, egy másik országba: nem ott születtetek, de ott fogtok meghalni.
27 Εις δε την γην, εις την οποιαν η ψυχη αυτων επιθυμει να επιστρεψωσιν, εκει δεν θελουσιν επιστρεψει.27 Abba az országba pedig, ahova lelkük visszatérni vágyik, nem fognak visszatérni.«
28 Ο ανθρωπος ουτος ο Χονιας κατεσταθη ειδωλον καταπεφρονημενον και συντετριμμενον; σκευος, εν ω δεν υπαρχει χαρις; δια τι απεβληθησαν, αυτος και το σπερμα αυτου, και ερριφθησαν εις τοπον, τον οποιον δεν γνωριζουσιν;28 Vajon megvetett, törött edény ez a férfi, Joachin? Olyan edény, mely senkinek sem tetszik? Miért hajították el őt meg ivadékát, és dobták el abba az országba, amelyet nem ismertek?
29 Ω γη, γη, γη, ακουε τον λογον του Κυριου.29 Ország, ország, ország, halld az Úr igéjét!
30 Ουτω λεγει Κυριος? Γραψατε τον ανθρωπον τουτον ατεκνον, ανθρωπον οστις δεν θελει ευοδοθη εν ταις ημεραις αυτου? διοτι δεν θελει ευοδοθη εκ του σπερματος αυτου ανθρωπος καθημενος επι τον θρονον του Δαβιδ και εξουσιαζων πλεον επι του Ιουδα.30 Így szól az Úr: »Írjátok fel ezt a férfit mint gyermektelent, mint olyan embert, akinek nincs sikere napjaiban, mert nem sikerül ivadékai közül egynek sem, hogy Dávid trónján üljön, és uralkodjék még Júdában!«